Πρώτοι στ΄άρματα

Επί δύο χιλιάδες χρόνια οι Αρμάνοι Βλάχοι μάχονται. Είναι διαδοχικά Λεγεωνάριοι υπό τους Ρωμαίους, Ακρίτες της πατρώας Ανατολικής Αυτοκρατορίας, επίλεκτοι πολεμιστές της και Οδίται φύλακες των βασιλικών οδών. Τα επόμενα τριακόσια χρόνια αρματολοί και, μετά, ξανά στα άρματα έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου ο Λαός τους υμνεί:

Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής

 κι Αλέξης να σελώσει

ευρέθη το Βλαχόπουλο

 στον μαύρο καβαλάρης

Στο έμπα μπήκε σαν αϊτό

 Στο ξέβγα σαν πετρίτης

Στο έμπα χίλιους έκοψε

Στο ξέβγα δυο χιλιάδες

Και στο καλό το γύρισμα

 Κανέναν δεν αφήνει

Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη το 579-582, σημειώνει ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης.[1] Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου είναι οι τρομεροί Βλάχοι Οδίται που φύλαγαν τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Τον 10ο αιώνα ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι σκότωσαν τον Δαβίδ, αδελφό του Τσάρου Σαμουήλ. Γράφει:[2] «Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τας λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών». Παραφράζει ελληνικά «Καλάς Δρυς» την βλάχικη Κάλεα ντι Ρυς, δηλαδή ο δρόμος του Ρήσου, του Λυγκός κοντά στο βλαχοχώρι Πισοδέρι, που φύλαγε το πέρασμα της Λυγκηστίδος από τη Φλώρινα προς τις Πρέσπες, την Καστοριά και την Κορυτσά.

Τους Βλάχους μνημονεύει αργότερα και η Άννα η Κομνηνή (1083-1148). Έχουν γίνει τόσο ισχυροί ώστε εκείνη την εποχή η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία, η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα οπότε την βρήκαν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ, από όπου μας βγήκε ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Το 1159 ο ραβίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει τους Βλάχους της Μεγάλης Βλαχίας ανυπότακτους μέχρι έξω από τη Λαμία -τότε Ζητούνι- που επισκέπτεται και περιγράφει:[3] «Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει».

Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο W. Miller γράφει:[4] «Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο». Ήσαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Συνοικίσθηκαν σε απρόσιτα χωριά στις υψηλότερες βουνοκορφές επάνω στα στρατηγικά περάσματα αφού απέσπασαν από τον νικητή Σουλτάνο το προνόμιο να μείνουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να πληρώνουν μειωμένους φόρους απ’ ευθείας στην Βασιλομήτορα Βαλιντέ Σουλτάνα. Τα βλαχοχώρια κηρύχθηκαν βακούφια -ιερά κτήματα- άβατα στους Οθωμανούς. Μετά έναν περίπου αιώνα ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) εκστρατεύει προς τη Βιέννη. Προκειμένου να έχει τα νώτα του ασφαλή και τις γραμμές των επικοινωνιών του ελεύθερες αναθέτει στους Βλάχους την προαιώνια αποστολή τους: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών στη βόρεια Πίνδο, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στη νότια Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον Όλυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου στην Αιτωλο-Ακαρνανία, Πατρατζικίου στο Βελούχι δίπλα στις Θερμοπύλες και Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Η προσωνυμία αρματολός είναι βλάχικη Αrmatul στα βλάχικα σημαίνει ο οπλισμένος και armatuli οι οπλισμένοι. Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο Όλυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας στα Τέμπη με έδρα τη Ραψάνη οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι, στα Γρεβενά ο Γιάννης Πρίφτη -στα βλάχικα ο γιος του παπά- και προ πάντων οι Ζιακαίοι, στον Ασπροπόταμο ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, στα Άγραφα οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γέρο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ράγκος και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά[5] ο βλαχόφωνος ιστορικός του Αγώνος Νικόλαος Κασομούλης. Με το Δημοτικό Τραγούδι του ο ελληνικός Λαός υμνεί επί αιώνες μέχρι σήμερα αντρειωμένους Βλάχους, όπως ο Γέρο-Δήμος, ο Νικοτσάρας, ο Γιάννης του Σταθά, ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας, ο Θόδωρος Ζιάκας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος κ.α. Μετά μετέχουν μαζικά στην Εθνεγερσία και σε όλα τα επόμενα εθνικο- απελευθερωτικά κινήματα έως και το 1944 οπότε, γι’ αυτό, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατακτητές πυρπολούν όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Την Εθνεγερσία κήρυξε ο Εθναπόστολος Εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, από το Περιβόλι γεννημένος στο Βελεστίνο. Τα επαναστατικά έργα του τυπώνουν στη Βιέννη οι αδελφοί Μαρκίδαι Πούλιου από τη Σιάτιστα -σεάτε στα, δίψα ενδημεί. Οι αδελφοί Γεώργιος και Χρήστος Δουρούτης από τους Καλαρρύτες ήσαν Φιλικοί με ανθηρούς εμπορικούς οίκους στο Λιβόρνο, στην Τεργέστη, την Αγκώνα και τη Νάπολη. Αργότερα η οικογένεια Δουρούτη θα ιδρύσει στην Αθήνα το Μεταξουργείο.

Στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη μάχονται ο Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο και ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος γίνεται ολοκαύτωμα στη Μονή του Σέκου. Ο Γιάννης Φαρμάκης συλλαμβάνεται με μπαμπεσιά και γδέρνεται ζωντανός στην Κωνσταντινούπολη. Το πολιορκημένο Μεσολόγγι υπερασπίζονται οι Ασπροποταμίτες υπό τους αρματολούς τους Νικόλαο Στορνάρη και Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, Νιβεστιάνοι, Πισοντρεάνοι και 300 αετοί της Πίνδου υπό τον Γιαννούλα Ζιάκα. Την Ηρωϊκή ΄Εξοδο περιγράφει ο αυτόπτης μάρτυράς της Νικόλαος Κασομούλης. Ο απλός Λαός ακόμη ψάλλει και χορεύει:

Παιδιά της Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα/ κι ας είστε λερωμένα.

Ντυμένα στ’ άσπρα τα λέρωσε το αίμα και το μπαρούτι. Πίσω τους το μικρό βλαχόπουλο ψυχορραγεί και τα παρακαλεί:

Κι αν πάτε πίσω στα βουνά

 ψηλά στη Σαμαρίνα

Παιδιά της Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα

Τουφέκια να μη ρίξετε

 τραγούδια να μη πείτε

Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου

η δόλια αδερφή μου

Μη πείτε πως σκοτώθηκα

ωρέ παιδιά καημέν/

Μόν’πείτε πως παντρεύτηκα

 στα έρημα τα ξένα

ωρέ παιδιά καημένα/ κι ας είστε λερωμένα.

Οι Βλάχοι συνεχίζουν τον Αγώνα σε όλα τα μέτωπα μέχρι τέλους. Πολιτικός ηγέτης και μετέπειτα πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός ο ιατρός Ιωάννης Κωλέττης από το Συρράκο που εντωμεταξύ πυρπολείται. Μετά επαναστατούν μαζί με τους άλλους Έλληνες αδελφούς, μα στην πρώτη γραμμή, στην Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο το 1854 οπότε στη Μεγάλη της Φυλλουργιάς σφαγιάζονται δεκάδες τσελιγκάτα. Μετά, το 1878 στη Μακεδονία. Έπειτα αμέσως το 1886 οργανώνουν νέα Επανάσταση στην Άνω Μακεδονία. Ηγέτης ο Αναστάσιος Πηχεών από την Αχρίδα. Χρηματοδότης ο Νιβεστιάνος Αναστάσης Ν.Τσίρλης αδελφός του προπάππου μου.

Στον Μακεδονικό Αγώνα αποτελούν το Βόρειο Τείχος του Ελληνισμού από την Στρούγκα και την Αχρίδα μέχρι τη Δράμα και τις Σέρρες. Βλάχοι διευθύνουν τον Μακεδονικό Αγώνα από τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Στις 24 Οκτωβρίου 1878 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνος Βατικιώτης γράφει στον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη:[6] «Οι Ελληνοβλάχοι εισίν αδιασπάστως συνηνωμένοι μετά του Ελληνισμού όν εκπροσωπούσιν εν τη Δυτική Μακεδονία κρατερώς αμυνόμενοι κατά των επιθέσεων του Βουλγαρισμού».

Ο Εθναπόστολος Ίων Δραγούμης ανέφερε σε έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 4 Δεκεμβρίου 1903 από τις Σέρρες όπου δρούσαν αφοσιωμένοι Βλάχοι:[7] «Η απώλεια των Βλάχων εν Μακεδονία είναι η πλήρης καταστροφή του Ελληνισμού της Μακεδονίας, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι προς βορράν της γραμμής ήτις συνδέει την Καστορίαν, Νιάουσταν, Θεσσαλονίκην, Σέρρας και Δράμαν, ουδεμία υπάρχει -πλην του Μελενίκου- ελληνόφωνος κοινότης, αι δε βλαχόφωνοι ευρίσκονται εν μεγίστω κινδύνω. Εν τω καζά Νεβροκόπου και του Μελενίκου αλλά και εν άλλαις διαμερίσμασι υπάρχει φθίνουσα μεν αλλά χρησιμοποιήσιμος η δύναμις των Βλάχων εκείνων οίτινες, κατά μικροσκοπικάς κοινότητας εγκατεσπαρμένοι εν κέντροις του βουλγαρισμού, παλαίουσιν υπέρ της διατηρήσεως του Ελληνισμού. Είναι αξία παντός θαυμασμού η εθνική αντοχή και τα άλλα των Βλάχων προτερήματα. Εν Προσωτσάνη η μικρά βλαχόφωνος κοινότης εξελληνίζει την πόλιν βαθμηδόν».

Στις 18 Ιανουαρίου 1904 ο Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Δράμας Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ο μετέπειτα από Καβάλας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, γράφει στον Έλληνα Γενικό Πρόξενο Θεσσαλονίκης:[8]

«Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί, οι εν ταις πόλεσι και τοις χωρίοις ευρισκόμενοι, είναι κατά το πλείστον το καύχημα και η δόξα του ημετέρου Έθνους,, οι στύλοι και οι υποστηρικταί της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, οι υπό της Θείας Προνοίας διασπαρέντες ίνα ταχθώσιν επί κεφαλής των υγιών στοιχείων και περισώσωσι την κινδυνεύουσαν εθνικήν μας υπόστασιν».

 

[1] Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σ. 397.

[2] Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση Iohannes Thurn, Βερολίνο 1973, Β. 435, 11, 78, σ. 329.

[3] Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σ. 223 κ.ε.

[4] W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σ. 475.

[5] Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, Γ. Βλαχογιάννης (επιμ.), τ. Α΄, 1940, σ. 3 κ.ε.

[6] ΑΥΕ/Κ.Υ-VIII, αριθ. 1106.

[7] Αρχείο ΄Ιωνος Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, φάκ. 13.

[8] ΑΥΕ/ΑΑΚ/Ζγ, αριθ. 36.

Τελευταία ενημέρωση: 
Κυρ. 08 Οκτ. 2017 - 12:22