«Διαίρει και βασίλευε» σε φιλελληνικό φόντο

Σε αυτό το τρίτο άρθρο μου, της ίδιας θεματολογίας με τα δυο προηγούμενα θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τα βασικά στοιχεία της πραγματικά αξιοθαύμαστης διαιρετικής στρατηγική της Ρώμης στην αρχαία Ελλάδα. Μιας στρατηγικής η οποία, από τον πρώτο χρόνο του Β’ Μακεδονικού Πολέμου (200-196 π.Χ.) και με την άφιξη του ύπατου Τίτου Φλαμινίνου στην Ελλάδα, κατάφερε να αντιστρέψει το αντιρωμαϊκό κλίμα που άρχισε να δημιουργείται από τις καταστροφές, τις δολοφονίες και την ως τότε βάναυση συμπεριφορά του ρωμαϊκού στρατού σε πολλές πόλεις και στην ύπαιθρο της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Οι  άνδρες του Σουλπίκιου Γάλβα συμπεριφέρονταν προς τους ηττημένους αντιπάλους των Αιτωλών και του Άτταλου της Περγάμου με τέτοιο βάρβαρο και αλαζονικό τρόπο, ώστε γρήγορα θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων εναντίον τους. Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Πολύβιος, η παρόμοια αλαζονική συμπεριφορά των Ρωμαίων προς τους Καρχηδονίους, ήταν μια από τις αιτίες του 2ου πολέμου τους, κατά τον οποίο ο στρατός της Καρχηδόνας έφτασε, στα πρώτα χρόνια των συγκρούσεων, στη νότια Ιταλία  και απείλησε κι’ αυτή ακόμα την ύπαρξη του ρωμαϊκού κράτους, κυρίως μετά την μη ενεργοποιηθείσα (για τους λόγους που εξήγησα στο προηγούμενο άρθρο μου) συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας του Αννίβα με το Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Ο Φλαμινίνος, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της άφιξής του στην Ελλάδα, γνώριζε πως, κι’ αν ακόμα κατόρθωνε να απομονώσει πολιτικά και στρατιωτικά τον Φίλιππο Ε’, θα ήταν αδύνατον να επιβάλει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο, αν δεν κατόρθωνε να πείσει τα ελληνικά κράτη πως η Ρώμη θα ήταν η εγγυήτρια της ασφάλειας των Ελλήνων και η προστάτρια της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων. Γι’ αυτό κάποιες αποφάσεις του που γνώριζε πως θα εντυπωσίαζαν τους Έλληνες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τα όργανα της ρωμαϊκής προπαγάνδας, ήταν τόσο πολύ φιλελληνικές που ίσως κάποιοι αφελείς Ρωμαίοι ή Έλληνες φιλορωμαίοι που τον λάτρευαν, να θεωρούσαν πως «εξυπηρετεί ελληνικά συμφέροντα». Η περίπτωση της δολοφονίας στη Θήβα του φιλομακεδόνα ηγέτη του Κοινού των Βοιωτών, του βοιωτάρχη Βραχύλλη και η σκληρή τιμωρία των Ελλήνων και Ρωμαίων στρατιωτών που συνέργησαν στη δολοφονία  (στην οποία εκτενέστερα θα αναφερθούμε αργότερα), έδειξε πως ο νέος ύπατος γνώριζε καλά την τέχνη της διπλωματίας και της ψυχολογίας των μαζών. Άλλωστε, γι’ αυτές τις διπλωματικές και στρατιωτικές του ικανότητες τον επέλεξε η ρωμαϊκή σύγκλητος, για να αποκοιμίσει τους αφελείς Έλληνες που αλληλοσπαράσσονταν και επιζητούσαν την προστασία μιας ξένης δύναμης για να τους «προστατεύσει» από τις ηγεμονικές επιδιώξεις των Μακεδόνων, των Σπαρτιατών ή των Αθηναίων και να εγγυηθεί την ελευθερία και το δημοκρατικό πολίτευμα των αδύναμων πόλεων/κρατών. Ποιός όμως ήταν ο Τίτος Φλαμινίνος;
Νέος ακόμα, υπηρέτησε ως χιλίαρχος στον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο και σε ηλικία 23 ετών, διορίστηκε προπραίτορας στον Τάραντα της «Μεγάλης Ελλάδας». Εκεί ήρθε σε επαφή με τους Έλληνες για να γνωρίσει έτσι καλύτερα τον ελληνικό πολιτισμό και ταυτόχρονα να μελετήσει εξονυχιστικά τα προτερήματα και τα ελαττώματα των Ελλήνων. Με τα άψογα ελληνικά και την ελληνική παιδεία του, όπως πολλοί νεαροί Ρωμαίοι αριστοκρατικών οικογενειών αλλά και την ικανότητά του να πείθει, με τον μειλίχιο λόγο του τους συνομιλητές του, έπεισε επίσης μερικά χρόνια αργότερα τη σύγκλητο πως θα ήταν ο ιδανικότερος «σκληροτράχηλος φιλέλλην», για να εφαρμόσει στην Ελλάδα την άριστα οργανωμένη στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε». Το 198 π.Χ. και σε ηλικία 30 ετών εκλέχτηκε ύπατος. Η σύγκλητος του απένειμε αυτό το ανώτατο αξίωμα, χωρίς να έχει συμπληρώσει τα απαιτούμενα τρία επί πλέον χρόνια που προέβλεπε ο ρωμαϊκός νόμος για την ανάδειξη ενός πολιτικού και στρατιωτικού στο βαθμό του ύπατου. Η Ρώμη είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας διότι, από το έτος 201, ο  βασιλιάς του ελληνιστικού κράτους της Περγάμου Άτταλος και οι ηγέτες της Ρόδου, πιστοί σύμμαχοι  της Ρώμης, έστειλαν κοινή αντιπροσωπία και παρέδωσε στη ρωμαϊκή σύγκλητο αποδεικτικά στοιχεία (μερικοί πιστεύουν πως ήταν πλαστά) για την προετοιμαζόμενη στρατιωτική συμμαχία της Μακεδονίας με το ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκιδών του Αντίγονου του Γ’. Ο Φίλιππος μετά τη λήξη του Α’ Μακεδονικού Πολέμου και με βάση τη συμφωνία ειρήνης της Φοινίκης (το 205 π.Χ.), δεν είχε το δικαίωμα σύναψης εχθρικών προς τη Ρώμη στρατιωτικών συμφωνιών. Η καταγγελθείσα αυτή ενέργεια αποτελούσε αφορμή πολέμου και η σύγκλητος διέταξε το Σουλπίκιο Γάλβα να παραδώσει τη διοίκηση των ρωμαϊκών λεγεώνων που βρίσκονταν στην Ελλάδα στο ύπατο Φλαμινίνο. Ο νέος ύπατος νίκησε το 197 π.Χ. τους Μακεδόνες, με τη βοήθεια των Αιτωλών, των Αθηναίων, των Ροδίων, του Άτταλου της Περγάμου και άλλων Ελλήνων συμμάχων τους, στις «Κυνός Κεφαλές» της Θεσσαλίας  και έθεσε βαρείς όρους για τη σύναψη ειρήνης, αλλά αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των Αιτωλών για «ολοκληρωτική καταστροφή του μακεδονικού κράτους». Στους όρους αυτούς προβλεπόταν και η παράδοση στους Ρωμαίους ως ομήρου του Δημητρίου, του μικρού γιού του μακεδόνα βασιλιά ηλικίας μόλις 9 ετών, ως εγγύηση τήρησης των συμφωνηθέντων.
Η άρνηση του ύπατου να ικανοποιήσει το αίτημα των Αιτωλών και η απόφασή του να συνάψει επωφελή για τη Ρώμη ειρήνη, δεν οφειλόταν σε λόγους ανθρωπιστικούς ή λόγους ευσπλαχνίας, αλλά στη στρατιωτική εμπειρία, τον απόλυτο ρεαλισμό και στη λογική και σωφροσύνη του Φλαμινίνου. Ο Φίλιππος είχε στη Μακεδονία ισχυρές στρατιωτικές εφεδρείες και μια καταδίωξή του από τη Θεσσαλία θα έφθειρε ανεπανόρθωτα τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Δεν ήταν βέβαιο πως θα επαναλαμβανόταν για τους Ρωμαίους το ίδιο σκηνικό της μάχης των «Κυνός Κεφαλών». Οι Ρωμαίοι ήξεραν να περιμένουν και δικαιολογημένα πίστευαν, με τις φιλορωμαϊκές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα, πως όχι μόνον η Μακεδονία αλλά και τα άλλα ελληνικά κράτη και κυρίως η Σπάρτη, θα υπέκυπταν σταδιακά και θα δήλωναν υποταγή, χωρίς μεγάλους κινδύνους και απώλειες για το ρωμαϊκό στρατό. Από εδώ και πέρα ο πόλεμος είχε πάρει εντελώς διαφορετικά και πρωτόγνωρα για τους Έλληνες χαρακτηριστικά. Μερικά χρόνια αργότερα και μετά τη μάχη στις «Κυνός Κεφαλές», στην οποία οι Ρωμαίοι είχε ταπεινώσει τη Μακεδονία και την κατέστησαν εντελώς ακίνδυνη έχοντας ως όμηρο και το γιο του βασιλιά, στράφηκαν εναντίον της δεύτερης ελληνικής δύναμης που θα μπορούσε να καταστεί στο μέλλον επικίνδυνη. Τα κάπως υπολογίσιμα από πλευράς στρατιωτικής δύναμης ελληνικά κράτη, όλα τους αδύναμα και «ξεδοντιασμένα», κατάντησαν δουλικά υποχείρια στις θελήσεις της Ρώμης. Η Αιτωλική και η Αχαϊκή Συμπολιτεία μαζί και με τους Μακεδόνες του Φίλιππου Ε’ συνέπραξαν με τους Ρωμαίους για να εκμηδενίσουν τους Σπαρτιάτες του βασιλιά Νάβη.
Η δουλικότητα που επέδειξαν οι άλλοτε περήφανοι Αθηναίοι για να δώσουν τα προσχήματα στη Ρώμη ώστε ο Φλαμινίνος να επιτεθεί εναντίον των Μακεδόνων, προκαλεί κατάπληξη από το μέγεθος της ηθικής κατάπτωσης μιας πόλης με τόσο μεγάλη ιστορία και αθάνατο πολιτισμό. Οι απόγονοι των ηρώων του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας κατάντησαν, στην εποχή εκείνη της παρανοϊκής διχόνοιας των Ελλήνων, γλοιώδη υποκείμενα ραγιαδισμού. Η υποδοχή που επιφύλαξαν στον Άτταλο Α’ της Περγάμου, στην αντιπροσωπία της Ρόδου και στους ρωμαίους συγκλητικούς που συναντήθηκαν όλοι μαζί στην Αθήνα, ήταν αντάξια δούλων. Όλος ο αθηναϊκός λαός, γέροι, νέοι, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν στους δρόμους για να επευφημήσουν «τους ελευθερωτές της Ελλάδας».  Έκαναν τα πάντα για να πείσουν τους Ρωμαίους πως ο Φίλιππος είχε δήθεν παραβιάσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης της Φοινίκης του 205 π.Χ. και πρώτοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Μακεδόνων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στο Φλαμινίνο να έρθει στη Ελλάδα και να εμπλακεί, το 198 π. Χ., στο Β’ Μακεδονικό Πόλεμο.  Ο Φλαμινίνος έμεινε μόνο για τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα και όμως θεωρείται ο πραγματικός κατακτητής της όχι γιατί υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης, αλλά γιατί με τη διπλωματική στρατηγική του συντέλεσε στη γένεση και γιγάντωση του «γρεκυλισμού». Αυτή η ελληνική μορφή δουλικότητας ήταν η βασική αιτία της ολοκληρωτικής υποταγής του ελληνισμού στη ρωμαϊκή κυριαρχία.  
Σκοπός του νεαρού ύπατου δεν ήταν η καταστροφική εμπλοκή του στις ελληνικές διαμάχες, αλλά η παρουσίαση της Ρώμης ως προστάτριας της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων/κρατών. Τις λεπτομέρειες αυτού του ρόλου του τις κατέστρωσε με τα ειδικά επιτελεία της συγκλήτου όταν, μετά τη νίκη του στη Θεσσαλία, κλήθηκε για λίγο στη Ρώμη για να τον τιμήσουν οι συγκλητικοί για την επιτυχία του στις «Κυνός Κεφαλές». Αλλά και πριν ακόμα μεταβεί στη Ρώμη, μετά τη νικηφόρα μοναδική μάχη του επί ελληνικού εδάφους, φανέρωσε κάποια δείγματα της «φιλελληνικής πολιτικής» που θα ακολουθούσε για να αντιστρέψει τα αντιρωμαϊκά αισθήματα που σάρωναν την πλειοψηφία των απλών Ελλήνων. Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής ήταν εντυπωσιακά. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά ήταν η περίπτωση της δολοφονίας του Βραχύλλη στη Θήβα, το 197 π.Χ.  Οι Θηβαίοι, παρά την ήττα που είχε υποστεί ο Φίλιππος Ε’ στη Θεσσαλία, είχαν εκλέξει ως βοιωτάρχη αυτόν τον πιστό φιλομακεδόνα πολιτικό τους. Ο τίτλος του φιλομακεδόνα σε κάθε εχθρό των Ρωμαίων ήταν παραπλανητικός και προπαγανδιστικός, διότι στην πραγματικότητα οι φιλομακεδόνες, ως πανελληνιστές και οραματιστές της Ένωσης και Ομόνοιας των Ελλήνων, πίστευαν πως μόνο η τότε ισχυρότερη ελληνική δύναμη θα μπορούσε να αποκλείσει μια «ξένη δύναμη» από αλαζονικές παρεμβάσεις στις ελληνικές πολιτικές υποθέσεις. Οι φιλορωμαίοι Θηβαίοι, παραπλανημένοι από τη συμπεριφορά των Ρωμαίων κατά την περίοδο της στρατηγίας του Σουλπίκιου Γάλβα, δολοφόνησαν το Βραχύλλη με τη σύμπραξη και λεγεωνάριων. Οι θηβαίοι πανελληνιστές ξεσηκώθηκαν αγανακτισμένοι και δολοφόνησαν πολλούς λεγεωνάριους. Όλοι περίμεναν, όπως γίνονταν παλαιότερα σε παρόμοιες περιπτώσεις, να επέμβει ο Φλαμινίνος με τις λεγεώνες του και να ισοπεδώσει, να καταστρέψει εκ θεμελίων τη Θήβα. Η απόφαση του νεαρού ύπατου εξέπληξε Έλληνες και Ρωμαίους. Διέταξε οι δολοφόνοι του Βραχύλλη να παραδοθούν για τιμωρία στον εξοργισμένο λαό και να εκτελεστούν παραδειγματικά όλοι οι λεγεωνάριοι που συμμετείχαν στη δολοφονία ή βοήθησαν τους αντιφρονούντες θηβαίους δολοφόνους. Επίσης, η οικογένεια του θύματος θα έπρεπε να αποζημιωθεί από τις περιουσίες των ενόχων και των ηθικών αυτουργών, με το υπέρογκο για την εποχή ποσό των τριάντα ταλάντων.

Η απόφαση αυτή του Φλαμινίνου τον κατέστησε αντικείμενο λατρείας σε πολλούς Έλληνες, οι οποίοι τον θεωρούσαν πλέον φιλέλληνα και αληθινό προστάτη των Ελλήνων. Η μεγάλη όμως κι’ αναπάντεχη έκπληξη ακολούθησε τον επόμενο χρόνο, όταν ο Φλαμινίνος επέστρεψε από τη Ρώμη και έλαβε συγκεκριμένες οδηγίες από τη σύγκλητο, μετά τις εισηγήσεις του για τη στρατηγική της νέας εξωτερικής πολιτικής που θα εφαρμοζόταν στην Ελλάδα. Στην πανελλήνια αθλητική γιορτή των Ισθμίων στην Κόρινθο, κατά την 146η ολυμπιάδα του 196 π.Χ., ο Φλαμινίνος σηκώθηκε από τη θέση του και σε άπταιστα ελληνικά διακήρυξε «την ελευθερία των Ελλήνων». Το πλήθος δεν άκουσε καλά και πολλοί ζήτησαν από τον ύπατο να επαναλάβει τη φράση. Η φρενίτιδα που ακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια. Οι πανηγυρισμοί, οι ιαχές, οι κραυγές ενθουσιασμού και θριάμβου δημιούργησαν κενό αέρος και τα πουλιά που πετούσαν εκείνη τη στιγμή πάνω από το στάδιο έπεσαν στο έδαφος. Οι αιθεροβάμονες και εύπιστοι ως νήπια Έλληνες, ανίκανοι να αντιληφθούν τα μακρόπνοα σχέδια μιας ανερχόμενης και ενιαίας υπερδύναμης, πίστεψαν πως βρήκαν τον ιδανικό προστάτη των δημοκρατικών τους ελευθεριών. Ως το 194 π.Χ. που ο Φλαμινίνος απέσυρε τις λεγεώνες του από την Ελλάδα, το πνεύμα υποτέλειας, η εγκατάσταση ολιγαρχικών φιλορωμαϊκών ηγετών, το προπαγανδιστικό τέχνασμα πως «οι Ρωμαίοι κατάγονται από τους αρχαίους πρωτοέλληνες Αβορίγινες της ιταλικής χερσονήσου», σήμαναν την αποδοχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας  σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Αυτός ο μύθος για την κοινή καταγωγή των Ρωμαίων και των Ελλήνων, καλλιεργήθηκε έντεχνα σε πολλές παραλλαγές από Ρωμαίους και φιλορωμαίους Έλληνες ιστορικούς. Ο Διονύσιος ο Αλικαρανασσεύς ισχυρίζεται πως κάποιες πληροφορίες (ίσως στο έργο «De Origines» του Πόρκιου Κάτο) αναφέρουν ως τόπο καταγωγής των Αβορίγινων την Αρκαδία της Πελοποννήσου, ενώ άλλοι υποθέτουν πως οι Σαβίνοι, που θεωρούνται με τους Λατίνους του Ρωμύλου και του Ρώμου συνιδρυτές της Ρώμης, μετανάστευσαν από τη Λακωνία. Οι Ρωμαίοι ιστορικοί και κυρίως ο Τίτος Λίβιος αναμειγνύουν σ’ αυτά τα παραμύθια «ελληνοποίησης» και τον Αινεία, ο οποίος όταν καταδιωγμένος έφτασε στη Ρώμη συνένωσε τους Αβορίγινες και τους ξεριζωμένους Τρώες σε ένα έθνος και τους ονόμασε Λατίνους (Aeneas ut Aborigines Troianosque Latinos utramque gentem appellavit).
Με τέτοια προπαγανδιστικά τεχνάσματα κατάφερε ο Φλαμινίνος να θεωρήσουν οι Έλληνες τους Ρωμαίους «ομογάλακτα αδέρφια τους» και ταυτόχρονα να πεισθούν πως οι Μακεδόνες ήταν οι αλλόφυλοι και βάρβαροι κατακτητές που επιβουλεύονταν την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Αυτή η τακτική της ελληνοποίησης, κυρίως των αριστοκρατικών οικογενειών της Ρώμης, έγινε ένα είδος μόδας ως την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ελλάδας και τη μετατροπή της, το 146 π.Χ., σε ρωμαϊκή επαρχία.  Ακόμα και ο νικητής του Περσέα στην Πύδνα, ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος που κατάκτησε τη Μακεδονία, διέδιδε πως η μεγάλη οικογένεια των Αιμιλίων από την οποία προέρχονταν οι δυο Σκιπίωνες οι Αφρικανοί (ο νεότερος ήταν ο γιος του ύπατου) που αντιμετώπισαν και τελικά κατέστρεψαν την Καρχηδόνα, ήταν απόγονοι κάποιου Μάμερκου, φανταστικού απόγονου του Πυθαγόρα. Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας άρχισε να διαχέεται στη ρωμαϊκή κοινωνία μια απέχθεια και περιφρόνηση προς τους «γρεκύλους», με εξαίρεση τους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πειθήνια όργανα της ρωμαϊκής πολιτικής και προπαγάνδας.
Η ηθική κατάπτωση των αλληλομισούμενων Ελλήνων εκείνης της εποχής, έφρασε στο απόγειό της με τη θεοποίηση του Φλαμινίνου. Αγάλματα, βωμοί και ναοί υψώθηκαν για το νέο θεό των Ελλήνων. Ο Πλούταρχος, αυτός ο υμνωδός του ρωμαϊκού μιλιταρισμού και συκοφάντης των ελλήνων ηγετών που ύψωσαν γενναία το κεφάλι τους στο ρωμαϊκό αυταρχισμό (π.χ. Νάβης της Σπάρτης, Περσέας της Μακεδονίας), μας ενημερώνει για τον ιερό ύμνο που αφιέρωσαν οι Χαλκιδείς και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Εύβοιας στον ύπατο. Κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών γιορτών τους στους τόπους λατρείας, υμνούσαν ως εξής το Φλαμινίνο:
                  «των Ρωμαίων προσκυνάμε την πίστη τη μεγαλοδύναμη,
               που  μ’ όρκους φυλάμε.  Υμνείτε παρθένες το  μεγάλο  μας
               Δία, τη Ρώμη και τον Τίτο, μαζί και των Ρωμαίων την πίστη.
               Ω, Τίτο Θεέ μας κι ελευθερωτή!»
Με τέτοιο ηθικό ξεπεσμό, διχαστικό παραλογισμό και διάλυση κάθε ίχνους πατριωτικής ιδεολογίας, οι ελληνικές πόλεις/κράτη και οι συμπολιτείες κατάντησαν μαριονέτες στα χέρια των ηγετών της ρωμαϊκή εξωτερικής πολιτικής. Καμιά συμφωνία πλέον μεταξύ των ελληνικών κρατών δεν θα μπορούσε να ισχύσει στην πράξη αν δεν είχε τη συναίνεση της Ρώμης. Οι αντιπροσωπίες των ελληνικών πόλεων πηγαινοέρχονταν στη Ρώμη και συνωθούνταν στους διαδρόμους του κτιρίου της Κουρίας, όπου συνεδρίαζαν οι συγκλητικοί, για να υποβάλλουν αιτήματα ή για να συμμετάσχουν σε διπλωματικές δολοπλοκίες και ατιμωτικές συνωμοσίες εναντίον των γειτόνων τους. Οι εγωπάθεια των ηγετών τους και τα πολιτικά και κομματικά μίση τους είχαν τυφλώσει. Η διχόνοια «που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή», όπως μας διαβεβαιώνει στον 144ο στίχο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γι’ αυτή τη διαχρονική ασθένεια των Ελλήνων (εντός και εκτός Ελλάδας), τους οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε μια στυγνή υποταγή και κατοχή.
Πριν από την ολική καταστροφή υπήρξε μια ακόμα μικρή ευκαιρία σωτηρίας, όταν ο βασιλιάς του ελληνιστικού κράτους των Σελευκιδών (της Συρίας), ο Αντίγονος Γ’, επενέβη στρατιωτικά το 192 π.Χ. στην Ελλάδα και κήρυξε τον πόλεμο στους Ρωμαίους. Είχε συμμαχήσει με τους αλλοπρόσαλλους Αιτωλούς, οι οποίοι εξαγριώθηκαν με τη Ρώμη διότι δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις τους, μετά τον Β’ Μακεδονικό Πόλεμο και την τεράστια συμβολή τους στην ήττα του Φίλιππου Ε’ κατά τη μάχη στις «Κυνός Κεφαλές» του 197 π.Χ., για παραχώρηση και άλλων εδαφών από άλλα γειτονικά τους ελληνικά κράτη.  Ο τότε σύμβουλος του βασιλιά, ο αυτοεξόριστος στρατηγός των Καρχηδονίων Αννίβας, συμβούλεψε τον Αντίγονο να μην προβεί σε καμιά εχθρική ενέργεια προς τη Ρώμη, αν πρώτα δεν εξασφάλιζε τη συμμαχία της κάπως ισχυρής ακόμα Μακεδονίας αλλά και άλλων ελληνικών κρατών. Δυστυχώς δεν εισακούστηκε και η καταστροφή ήταν αναπότρεπτη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Σελευκίδη βασιλιά και των Αιτωλών διαλύθηκαν στις μάχες της Μαγνησίας και των Θερμοπυλών του 191 π.Χ.   
Στα χρόνια που ακολούθησαν και μετά την ολοκληρωτική διάλυση της κρατικής οντότητας της Αιτωλικής Συμπολιτείας, καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους η Μακεδονία και σε περίπου δυο δεκαετίες, μετά την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ., όλη η Ελλάδα, από την Πελοπόννησο και ως τη Μακεδονία, έγινε μια ενιαία ρωμαϊκή επαρχία «των προστατών και ελευθερωτών τους».  Θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε, ως γενικότερη διαπίστωση, τη φράση του Πλούταρχου για την επιτυχία του Φλαμινίνου να υποτάξει με τον «φιλελληνισμό» του και «εν βραχεί χρόνω» τους Έλληνες, γράφοντας πως, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και με τη βοήθεια του θεού, όλοι γενικά υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους («εν βραχεί χρόνω, τάχα που και θεού συνεφαπτόμενου καυτά αυτοίς υπήκοα γενέσθαι»).
Οι τεχνικές της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» του Φλαμινίνου βελτιώθηκαν και εμπλουτίστηκαν τα επόμενα χρόνια με νέες ραδιουργίες και δολοπλοκίες. Δεν αφορούσαν μόνο τις σχέσεις αυτόνομων κρατών, αλλά επιδίωκαν να διαλύσουν και τον εσωτερικό συνδετικό κοινωνικοπολιτικό ιστό των  λαών. Δημιουργούσαν ένα είδος πέμπτης φάλαγγας για να διαμελίζουν τις εσωτερικές αντιστάσεις των πολιτών ενός κράτους και να το υποτάσσουν με μικρότερους κινδύνους και «εν βραχεί χρόνω». Τέτοιου είδους στρατηγική εφαρμόστηκε στην Μακεδονία μετά την ήττα του Φιλίππου Ε’ στις «Κυνός Κεφαλές». Παρά την ήττα αυτή ο Φίλιππος εξακολουθούσε να διαθέτει έναν ισχυρό στρατό και ήταν ένας υπολογίσιμος αντίπαλος για τους Ρωμαίους. Τηρούσε με ευλάβεια τη συμφωνία ειρήνης που είχε συνάψει με τον Τίτο Φλαμινίνο και γιατί δεν είχε πλέον αξιόπιστους συμμάχους αλλά και διότι ο μικρότερος γιος του βρισκόταν ως όμηρος στη Ρώμη. Όταν οι Ρωμαίοι θέλησαν να τον ανταμείψουν για την «σώφρονα στάση του» στον πόλεμό τους με τον Αντίγονο Γ’ και τους Αιτωλούς, άφησαν ελεύθερο τον έφηβο πλέον Δημήτριο. Ο βασιλιάς, μέσα στη χαρά του, ήταν αδύνατο να φανταστεί τους βαθύτερους στόχους αυτής της «γενναιοδωρίας» των αιώνιων εχθρών του. Όταν ίσως το κατάλαβε πέθανε από τύψεις και μαρασμό πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τη δολοφονία του μικρότερου γιου του.  Τριγύριζε τη νύχτα σαν φάντασμα και παραμιλούσε πνιγμένος σε μια εφιαλτική αγωνία, με το τραγικό ερώτημα μιας θανάσιμης αμφιβολίας για το αν το παιδί του, που δολοφονήθηκε με δική του διαταγή, είχε μετατραπεί σε υπονομευτικό όργανο της Ρώμης ή υπήρξε θύμα των ψεύτικών πληροφοριών των πρακτόρων της που δρούσαν σε όλη τη μακεδονική επικράτεια. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο νεαρός Δημήτριος είχε δημιουργήσει με τους πολιτικούς του φίλους μια φιλορωμαϊκή ομάδα, με σκοπό να επιτύχει πραξικοπηματικά τη διαδοχή στο θρόνο, εκτοπίζοντας το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Περσέα, τον οποίο θεωρούσε «νόθο». Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του στη Ρώμη θεωρούνταν προστατευόμενος του αριστοκρατικού και φιλικού κύκλου του Φλαμινίνου. Όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις (αλλά και σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης) αφού οι μέθοδοι του «γενιτσαρισμού» δεν έχουν αλλάξει, ο Δημήτριος είχε υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου, ώστε να μεταβληθεί σε θαυμαστή του ρωμαϊκού μεγαλείου. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τους πραγματικούς σχεδιασμούς των Ρωμαίων για τον τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν το δεύτερο παιδί του Φίλιππου για να διασπάσουν την μέχρι τότε γρανιτώδη συνοχή και της δυναστείας και του μακεδονικού λαού. Πάντως, εκμεταλλευόμενοι το θανάσιμο μίσος των δυο αδελφών, είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή είχαν αποφασίσει να θυσιάσουν το Δημήτριο για να παρουσιάσουν, με τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς τους, τον πατέρα και τον διάδοχο Περσέα ως «ανθρωπόμορφα τέρατα που σκότωσαν έναν αθώο». Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διαδρομή για τα έγγραφα επιβαρυντικά στοιχεία της συνωμοσίας του ξεκίνησαν από τη Ρώμη (με δωροδοκίες ανθρώπων στους οποίους ο βασιλιάς είχε τυφλή εμπιστοσύνη), όπως από την ίδια αφετηρία ξεκίνησαν και οι αποδείξεις για την αθωότητά του. Οι διασπαστικές πολιτικές τάσεις που εμφανίστηκαν στο λαό της Μακεδονίας ήταν το προοίμιο των συνεπειών της ήττας στην Πύδνα. Υπήρχαν τεράστιες στρατιωτικές και αήττητες ναυτικές δυνάμεις για ανασύνταξη και αντεπίθεση. Όμως, το εσωτερικό μέτωπο είχε φθαρεί και καταρρεύσει ανεπανόρθωτα. Οι πύλες για τον εχθρό ήταν πλέον ορθάνοιχτες. Είναι αυταπόδεικτη αλήθεια πως η διχόνοια και οι λυσσαλέες κομματικές αντιπαλότητες οδηγούν πάντα στον όλεθρο και στην καταστροφή.
Όσοι επιθυμούν να ενημερωθούν για τις τραγικές αυτές στιγμές της τελευταίας έπαλξης του ελληνισμού στο ρωμαϊκό επεκτατισμό, μπορούν να διαβάσουν και να εκτυπώσουν δωρεάν το βιβλίο μου «Περσέας, ο βασιλιάς των Μακεδόνων» στην ιστοσελίδα: siskos-logotexnia.gr

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Παρ. 29 Σεπ. 2017 - 09:49