ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Από το 1961 που έγινα Δικηγόρος συμμετείχα σ’ όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, ως Δικαστικός Αντιπρόσωπος.

Στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, πάντα υπέβαλα αίτηση και ζητούσα να με διορίσουν (στείλουν), στο πιο απομεμακρυσμένο εκλογικό τμήμα.

Μη με ρωτήσετε χρονολογίες και ημερομηνίες. Ένα είναι βέβαιο, αυτό που θα γράψω είναι αληθές, στο έπακρο. Δεν χρειάζεται μαρτυρίες, γιατί το γεγονός το έζησα εγώ ο ίδιος.

Εκτός από αθλητής του Πανιωνίου, με τον Φαραντάτο, Δεπάστα, Αερίου, Κλωνάρη, Παπαγεωργόπουλο, ήμουνα χειμερινός κολυμβητής, στην Ωκενιάδα Βουλιαγμένης με το Ζωλότα, Μητσοτάκη, Γ. Δασκαλάκη, ήμουν και ορειβάτης με εκατοντάδες νεαρά Ελληνόπουλα. Είχα φίλους πολλούς, μεταξύ αυτών, τον Νώντα και Βασίλη Νίκα, από τον ορειβατικό Αχαρνών. Τον Μίχο Καληγέρη και τον πρύτανη της ορειβασίας, τον Γιώργο Μιχαηλίδη.

Όπου με διορίζανε, επιθυμούσα να αναβαίνω και τα γύρω βουνά. Ένας διορισμός μου ήταν στο Κάλλιο ή Κλαψή της Ευρυτανίας. Γύρω βουνά, Βελούχι, Χελιδώνα, Καλιακούδα. Και τα τρία τα ανέβηκα, σε τρεις ημέρες, μόνος μου. Στην Καλιακούδα το 1823 έγινε μεγάλη μάχη και οι Έλληνες συντρίψανε τους Τούρκους.

Πρώτο βουνό διάλεξα την Καλιακούδα. Παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες (ομίχλη-αέρας) στην κορυφή ανέβηκα, ύψος 2.250 μέτρα. Η επιστροφή άρχισε. Το βουνό απέραντο. Το λάθος μου έγινε. Από πιο σημείο της επιστροφής μου έπρεπε να ξαναμπώ στο δάσος, για να βρω την άσφαλτο, εστάθη αδύνατο. Η πορεία μου γινόταν στο άγνωστο. Η ώρα έχει φθάσει τρεις το μεσημέρι και εγώ δεν γνωρίζω πού πηγαίνω. Βρίσκομαι στην καρδιά της Καλιακούδας. Ξαφνικά ακούστηκε μηχανή αυτοκινήτου, κάτι σαν ψέματα και όμως ήταν αλήθεια. Τρέχοντας το πρόφθασα. Κατέβηκα, στο χωματόδρομο και σταμάτησα στη μέση του δρόμου. Στο αυτοκίνητο επέβαινε ανδρόγυνο. Οδηγός ο άνδρας. Δεν είχε διάθεση να σταματήσει. Δεν μου άρεσε η διάθεσή του. Και οι δυο μιλούσαν Ελληνικά. Περίεργοι Έλληνες. Αυτοί πηγαίνανε στην αντίθετη πορεία από εμένα και θα επιστρέφανε αργά, μου εδήλωσαν. Σωματικά και ψυχικά ήμουν εξαντλημένος. Τους είπα να με πάρουν και επιστρέφοντας να με αφήσουν, στη διασταύρωση για το Μεγάλο Χωριό. Δεν με πήραν, με πότισαν δηλητήριο. Πήρα την ανηφόρα. Ευτυχώς μια άλλη μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε. Είχε την πορεία μου. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ήταν ένας σιδεράς που πήγαινε στον Τυμφρηστό. Αυτός στην άσφαλτο θα πήγαινε δεξιά, ενώ εγώ θα πήγαινα αριστερά και η απόσταση για το χωριό ήταν περίπου 30 χιλιόμετρα. Ο σιδεράς με πήρε. Του είπα ποιος είμαι και όλο το ιστορικό της παρουσίας μου στην περιοχή. Δέχθηκε και με πήγε, προς το χωριό και με άφησε 10 χιλιόμετρα πριν από αυτό.

Την επομένη, ξημέρωσε Κυριακή, ημέρα των εκλογών. Ώρα 6 το πρωί άνοιξα το εκλογικό τμήμα. Άρχισαν να έρχονται τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής. Ξαφνικά τι βλέπω. Το ζευγάρι του αυτοκίνητου που την προηγούμενη ημέρα αρνήθηκε να με πάρει. Ήταν τακτικά μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής. Ζήτησα να τους αντικαταστήσω δεν βρήκα αναπληρωματικούς και έτσι αναγκάστηκα, σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο, να τους έχω δίπλα μου. Τι ψυχρολουσία ήταν αυτή; Όλη η αγένεια είχε συσσωρευτεί στο πρόσωπο τους. Τέτοια ψυχρότητα να μη τη συναντήσετε.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΠΟΥΛΙΟΣ

ΕΠΙΤΙΜΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΝΩΣΕΩΣ

ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 14 Ιαν. 2016 - 11:52