Να το λέμε…

Το συνήθιζε τέτοιες μέρες η Παναγιώτα... Ήταν προσκλητήριο παρόντων και όχι απόντων. Η λέξη «νεκρών» δεν της άρεσε. Από τότε που ανήμερα πρωτοχρονιά ο πατέρας Δημήτρης (Μήτσο τον φώναζαν οι σύντροφοι και δεν της άρεσε καθόλου) πήγε στο περίπτερο για τα τσιγάρα του και δε γύρισε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα ολομόναχη στο σπίτι τούς συναντά όλους. Και όταν λέμε όλους, εννοούμε όλους. Τα τελευταία χρόνια νιώθει ότι τους αγγίζει κιόλας στο γεμάτο τραπέζι που ετοιμάζει την παραμονή για να υποδεχτούν μαζί τον καινούριο χρόνο. Εκείνο το τηλεφώνημα από την καρδιολογική κλινική του Νοσοκομείου για το Μήτσο που είχε πέσει από ανακοπή στο πεζοδρόμιο, είχε δημιουργήσει ένα γυαλί μέσα από το οποίο πέρασε και από τότε δεν ξαναβγήκε.

Φέτος όμως είχε και μια απρόσμενη επίσκεψη. Η Χρυσάνθη, η παιδική της φίλη που είχε χαθεί από χρόνια και την είχε για ζωντανή, ήρθε στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι της Παναγιώτας. Στην αρχή ήταν αμίλητη και αυτό ήταν περίεργο για την Παναγιώτα που την ήξερε καλύτερα από τον εαυτό της. Όπως πάντα κάθε χρόνο η πρώτη ευχή ήταν του παππού Δημήτρη που είχε χαθεί στην κατάληψη της Κλεισούρας. «Καλή Χρονιά» ευχήθηκε και η γιαγιά Τασία που τον είχε χάσει με δυο μωρά στην αγκαλιά δάκρυσε, γιατί αυτή την ευχή από το Γενάρη του ’41 την άκουγε κάθε χρόνο μόνο στα τραπέζια της Παναγιώτας. Ο μπάρμπα Μήτσος που είχε το όνομα του πατέρα του, γιατί στο αβάπτιστο είχαν δώσει το όνομα του συζύγου που χάθηκε στην Αλβανία, έκανε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό μέσα από το στόμα, ανταποδίδοντας την ευχή, αλλά τα ποτήρια δε σηκώθηκαν από το τραπέζι.

Ήταν περίεργο, αλλά η Παναγιώτα όλους τους έβλεπε κάθε χρόνο όπως τους είχε στο μυαλό της: τον παππού Δημήτρη νέο με τη στρατιωτική στολή που έφυγε για το μέτωπο, τη γιαγιά Τασία όπως την είχε δει τελευταία φορά στο χωριό πάνω στην Οίτη πριν πεθάνει με τον καθαρό ολόλευκο κότσο στο κεφάλι που τον έκρυβε το μαύρο μαντήλι που δεν έβγαλε από τα νιάτα της, τον πατέρα της όπως ήταν πριν πάει στο περίπτερο για τσιγάρα, τη μάνα της αδύνατη και κίτρινη όπως ήταν πριν την πάρει η επάρατη νόσος, το Θύμιο, το σιωπηλό παππού απ’ τη μεριά της μάνας της, το Ρουμελιώτη γαλατά με το μουστάκι του που είχε φύγει ήσυχα, όπως έζησε, και τη γιαγιά Σουζάνα από τα χωριά της Δράμας που ακόμα έβλεπε τη Σμύρνη να καίγεται στα καθαρά παιδικά της μάτια.

Φέτος το τραπέζι, όμως, είχε μια περίεργη βουβαμάρα. Ακόμα και τα πιρούνια ελάχιστα ακούγονταν, ενώ τα ποτήρια δεν έλεγαν να σηκωθούν. Η Παναγιώτα θέλησε να σπάσει τη βουβαμάρα. Σηκώθηκε, τους κοίταξε όλους στα μάτια, έναν προς ένα, και τους είπε: «Σας αγαπώ όλους!». Κοινότυπη φράση σκέφτηκε, αλλά έτσι ένιωθε και ήθελε να τους το πει χρονιάρα μέρα που ήταν. Η βουβαμάρα συνεχίστηκε. Ούτε καν η μάνα της που πάντοτε προσπαθούσε (και κατάφερνε) να μπαλώνει τη σιωπή, δε μίλησε. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε. «Δεν αγαπιόμαστε;» επέμεινε! Τότε σηκώθηκε ο Ρουμελιώτης παππούς της και της χαμογέλασε. «Αγαπιόμαστε, Παναγιώτα μου. Αγαπιόμαστε, αλλά όλα αυτά τα χρόνια ξεχάσαμε και δεν το λέγαμε». Ο μπάρμπα Μήτσος γέλασε. Ήξερε πως ο πεθερός του είχε πολεμήσει φαντάρος στο Βίτσι και το Γράμμο δίπλα στον Τσακαλώτο και απέναντι σε Έλληνες και του ψιθύρισε: «Στα χρόνια της αντάρας η αγάπη χάθηκε. Στα χρόνια της ειρήνης η αγάπη ξεχάστηκε». «Εμείς δεν την ξεχάσαμε», πετάχτηκε η γιαγιά Σουζάνα, «και ας προσπάθησαν να αδειάσουν την ψυχή μας από αυτή».

Η Παναγιώτα είχε μείνει άφωνη, γιατί αυτή η συζήτηση γέμιζε απρόσμενα την άδεια ψυχή της ανήμερα Πρωτοχρονιά. Ξαφνικά πετάχτηκε η φίλη της η Χρυσάνθη. «Να το λέμε τότε ότι αγαπιόμαστε, για να είναι η αγάπη μάρτυρας κάθε στιγμής της ζωής μας που δε θα ξαναζήσουμε». Περίεργο, αλλά οι νεκροί μιλούσαν για ζωή. Τα ποτήρια ξαφνικά σηκώθηκαν ψηλά και μια δύναμη χαράς ξεχύθηκε. «Τελικά καμιά φορά το να δραπετεύσεις είναι τόσο απλό!», σκέφτηκε η Παναγιώτα…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΛΕΜΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 07 Ιαν. 2016 - 13:17