Με την ευκαιρία της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου του 1821

Τα Ελληνικά στρατεύματα του 1821 Απ. Βακαλόπουλος

(1) Πώς περνούσαν τη μέρα τους τα παλικάρια του ’21
Τα χαράματα ξυπνούσαν. Αρχηγοί και στρατιώτες έκαναν το σταυρό τους, προτού ανατείλει ο ήλιος. Κατόπιν χτένιζαν τα μαλλιά τους, που συνήθιζαν τότε να τ’ αφήνουν πολλά και μακριά. Επειτα  μαζεύονταν πολλοί γύρω από το τσαρδάκι του αρχηγού ή στο ύπαιθρο και καθιστοί σχημάτιζαν ένα ή δύο ή και τρεις πολλές φορές κύκλους. Εκεί σχολίαζαν τις μάχες, το ανδραγάθημα του ενός, τον ηρωικό θάνατο του άλλου, μιλούσαν για τις ανάγκες της ημέρας, για την κατάσταση των εχθρών ή έκριναν κάποια διαφορά των στρατιωτών. 
Στις ώρες της αργίας οι βαθμοφόροι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια. Από τους στρατιώτες άλλοι τραγουδούσαν ή έπαιζαν τη φλογέρα και άλλοι χόρευαν, συνηθέστερα το λιβαδίτικο ή σπανιότερα το συρτό. Άλλοι πάλι έριχναν δίσκο ή λιθάρι κ.τ.λ. Οι σύντροφοί τους σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους και επευφημούσαν με ζωηρές εκδηλώσεις το νικητή του δίσκου, της πάλης ή του πηδήματος, προσφιλέστατα γυμνάσματα των κλεφτών και αμαρτολών…
Το βράδυ έβλεπε κανείς τα παλικάρια να κάθονται σταυροπόδι στα ταμπούρια τους. Τον έναν εδώ να καταγίνεται με τα όπλα του ή να καπνίζει με το τσιμπούκι του και τον άλλου εκεί να διηγείται ζωηρά μερικούς από τους ηρωισμούς του της ημέρας, που συχνά είναι φανταστικοί ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια.
Μολαταύτα συνέβαινε κάποτε να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και τελικά να δημοσιεύονται στην εφημερίδα.
Συνήθως, σε κάθε μάγκα – μικρή στρατιωτική μονάδα του 1821 – βρισκόταν και ένας λυράρης, που τσουγκράνιζε χονδροειδείς, αλλά εύθυμες μελωδίες ή έψαλλε το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ή ενός άλλου ήρωα.  Κάποτε άναβε ανάμεσα στα παλικάρια ένας καβγάς που όσο κι αν φαινόταν μεγάλος, δεν ήταν σπάνιο να έχει φαιδρό τέλος, χάρη σ’ ένα ξαφνικό αστείο. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί φαίνονταν περισσότερο ζωηροί παρά εμπαθείς, περισσότερο άγριοι παρά κακοί,, και στις φιλονικίες γενικά δεν έδειχναν την ευαισθησία των ξένων.
Οι Ελληνες στρατιώτες του 1821, γενικά, ήταν πολύ λιτοδίαιτοι. Στις γιορτές όμως έσφαζαν και έψηναν αρνιά στη σούβλα. Το ψήσιμο του αρνιού, που έδινε αφορμή στην πλατομαντεία θύμιζε απαράλλαχτο γεύμα κλεφτών στο λημέρι τους. Εφερναν ολόκληρο το ψητό και το έψηναν επάνω σ’ ένα στρώμα φύλλων, συνήθως πλατάνου ή αγριοσυκιάς. Κατόπιν ένας συνδαιτυμόνας μ’ ένα πλατύ γιαταγάνι το έκοβε επιδέξια σε κομμάτια, που μοιράζονταν στους γύρω. Ενας σκλάβος ή ένας οπλοφόρος κερνούσε κρασί τριγύρω.
Οι Ελληνες διασκέδαζαν και σε παραμονές μάχης ή μέρες νίκης, ή και όταν σε κανένα χωριό ή μοναστήρι έβρισκαν πολλές τροφές και καλό κρασί. Οι αρχηγοί και τα παλικάρια τους συνήθως έπαιρναν μέρος στο ίδιο γλέντι, όπου αντηχούσαν τραγούδια, τα οποία συνοδεύονταν συνήθως από τα ντόπια όργανα της εποχής, τα παιχνίδια, τις καραμούζες και τα νταούλια, ή τα βιολιά, μανδουλιά, λαγούτα, ντέφια και μπουζούκια, που τα έπαιζαν οι παιγνιδιάτορες ή συχνά οι ίδιοι οι αρχηγοί. 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 24 Μαρ. 2016 - 11:27