Η σφηκοφωλιά

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην πρόσφατη και στη σημερινή εθνομηδενιστική πραγματικότητα, η οποία όμως στο θεωρητικό επίπεδο συνδέεται με τα σχέδια και τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων στους γεωπολιτικούς τους σχεδιασμούς. Είχαμε πει ότι ο οργανωμένος ελληνικός εθνομηδενισμός γεννήθηκε στη δεκαετία του 1990.  Το αυγό του φιδιού εκκολάφθηκε με τη δημιουργία, το 1993 από τον Κώστα Σημίτη, του Ομίλου για τον Προβληματισμό και τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ). Οι φιλοευρωπαϊκές διακηρύξεις, η ειρηνόφιλη πρόθεση για να διευκολυνθεί η Τουρκία να εισέλθει ως ισότιμο μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εξαγγελίες για εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και η προσήλωση στις ευρωπαϊκές αξίες, ήταν τα ουσιώδη στοιχεία της ίδρυσης αυτής της υπερκομματικής μη κυβερνητικής οργάνωσης. Είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται η «φάμπρικα» των ΜΚΟ και των Ανεξάρτητων Αρχών που αποσκοπούσαν στην αποδόμηση του εθνικού κράτους. Αυτή η υπερκομματική εμφάνιση του ΟΠΕΚ παραπλάνησε και στελέχη άλλων κομματικών χώρων (π. χ. Κων. Μητσοτάκης, Γ. Βαρβιτσιώτης, Ν. Κωνσταντόπουλος, Σπ. Λυκούδης, Ν. Αλιβιζάτος κ.ά.) να παραστούν σε πολιτική εκδήλωση του ΟΠΕΚ, δεδομένου ότι και ο τότε πρόεδρός του Σωκράτης Κοσμίδης ήταν  πολιτικό πρόσωπο μάλλον ήπιας κεντροδεξιάς ιδεολογίας. Άλλωστε, την εποχή εκείνη ο Σημίτης βρισκόταν σε «ιδεολογική απόσταση» από κάποιες επίσημες θέσεις της κομματικής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ  και γι’ αυτό η ίδρυση του ΟΠΕΚ αντιμετωπίστηκε με μεγάλη καχυποψία από το κόμμα του. Η εφημερίδα «Αυριανή» κατάγγειλε το Σημίτη ως προτιθέμενο να ιδρύσει νέο κόμμα για να συστεγάσει σ’ αυτό τους κομματικούς του φίλους αλλά «και ρετάλια της Αριστεράς». Το ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ  Παντελής Οικονόμου χαρακτήρισε τον ΟΠΕΚ «εκτροφείο παραγόντων». Αυτό το «εκτροφείο» έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο όταν αποτέλεσε άντρο του εθνομηδενισμού με πρόεδρο τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο, ο οποίος μαζί με τον καθηγητή της «London School of Economics» Νίκο Μουζέλη (κολλητό φίλο του Κ.Σημίτη) αποτέλεσαν, κατά το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», τους πιο «προβεβλημένους θεωρητικούς του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του ελληνικού καπιταλισμού». Αργότερα, το Δεκέμβρη του 2009, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πολύ πιο σκληρός σε χαρακτηρισμούς γι’ αυτή την ομάδα των αναθεωρητών της ιστορίας. Σε επιστολή του προς τον ηθοποιό και γνωστό για τις αντιδικτατορικές απόψεις του Στέφανο Ληναίο, γράφει:
{ Αγαπητέ μου Στέφανε,
Προχτές το βράδυ στη ΝΕΤ, ο Νίκος Δήμου στην εκπομπή «ΣΤΑ  ΑΚΡΑ» επαναλάμβανε τις γνωστές απόψεις Ρεπούση-Λιάκου-Κουλούρη-Άννας Φραγκουδάκη και του νέου «φρούτου», της κ. Δραγώνα, βουλευτού του ΠΑΣΟΚ και «Ειδικής Γραμματέως του Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων», δηλαδή στην καρδιά της διαμόρφωσης της σκέψης, των γνώσεων και του ήθους των Ελλήνων του μέλλοντος.  Στη συμμορία συμμετέχει και ο κ. Νίκος Μουζέλης, σύζυγος της κ. Θ. Δραγώνα, καθηγητής του LSE (?) και επιστημονικός υπεύθυνος του «Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ»!!! Άλλο ένα πόστο-κλειδί }.
Όταν το 2004 η Μαριέττα Γιαννάκου, μετά από μια επιτυχημένη θητεία στην Ευρωβουλή και σε μεγάλες κυβερνητικές θέσεις, αναλάμβανε το υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων δεν γνώριζε ή, στη χειρότερη περίπτωση, δεν ήθελε να γνωρίζει ότι μπήκε σε μια σφηκοφωλιά. Βρήκε έτοιμα και σε πλήρη εξέλιξη τα ιστορικά έργα της Μαρίας Ρεπούση και της Κατερίνας Κουλούρη και (φυσικά μετά από εισηγήσεις των εκσυγχρονιστών του υπουργείου) αγωνιζόταν να τα επιβάλλει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι πιθανόν να υπήρξε αφελής μπροστά σε μια καλοστημένη παγίδα, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την πολιτική της καριέρα. Από το 2004 και ως το 2007 η Υπουργός Μαριέττα Γιαννάκου αγωνίστηκε, με νύχια και με δόντια για να επιβάλλει τη διδασκαλία του βιβλίου της Μαρίας Ρεπούση στα σχολεία και να ολοκληρωθεί η εφαρμογή στην πράξη της κοινής ιστορίας για τη «Συμφιλίωση των Λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Πολλά στελέχη του κόμματός της αλλά και οπαδοί της εξοργίστηκαν και δεν κατανόησαν την ανεξήγητη επιμονή της να επιβάλλει, με πρόφαση τους «λόγους νομιμότητας», τη χρήση του βιβλίου στα σχολεία, ενώ για την κοινή ιστορία των βαλκανικών κρατών είχε, όπως φάνηκε στη συνέχεια, κάποιες επιφυλάξεις.   
Για το βιβλίο της Ρεπούση έχουν γραφτεί τόσα πολλά, ώστε θα ήταν κουραστικό και άσκοπο για τους αναγνώστες να επαναλάβουμε τα ήδη γνωστά στους περισσότερους γεγονότα. Θα μπορούσαμε όμως να τα συσχετίσουμε με την καλύτερα μελετημένη προσπάθεια αλλοίωσης της ελληνικής ιστορίας με την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη του CDRSEE (Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη). Από όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και τις Τουρκίας) που συμμετείχαν στη συγγραφή αυτής της Ιστορίας, μόνο η Ελλάδα προθυμοποιήθηκε να την επιβάλλει νομοθετικά, με εισήγηση του τότε προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας καθηγητή Θάνου Βερέμη. Αν κάποιος είχε  στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας και απλή ενημέρωση για τους διεθνείς οργανισμούς, για τα πολιτικά πρόσωπα και τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και τους αναθεωρητές της ιστορίας που στήριξαν αυτό το σχέδιο, εύκολα θα καταλάβαινε πως οι αφανείς στόχοι δεν είχαν καμιά σχέση με τη συμφιλίωση των λαών των Βαλκανίων. Αυτό το κατανόησε και η υπουργός Μαριέττα Γιαννάκου όταν ομολόγησε «πως άλλοι ήταν οι σκοποί» της συγγραφής αυτής της Ιστορίας. Οι ψηφοφόροι της την «τιμώρησαν» και στις εκλογές του 2007 δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Στις εκλογές του 2009 εκλέχτηκε ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου και το 2019, αποφεύγοντας και πάλι τις επιλογές των ψηφοφόρων της, εκλέχτηκε με την τοποθέτησή της στη δεύτερη εκλόγιμη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας.  Από το 2007 τοποθετήθηκε σε υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, αλλά χωρίς την ανάδειξή της στο βουλευτικό αξίωμα με επιλογή των ψηφοφόρων.
Αλλά και η συντονίστρια του έργου, η καθηγήτρια Κατερίνα Κουλούρη, έκανε τις ίδιες διαπιστώσεις με τη Γιαννάκου όταν αργότερα, σε συνέντευξή της, μίλησε για τους προβληματισμούς της στον απόλυτο διαχωρισμό της Δυτικοευρωπαϊκής Ιστορίας από την Ιστορία των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι μια αποτυχημένη παλαιότερη επιδίωξη των ευρωπαίων αναθεωρητών για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερόμενοι στην Ευρωπαϊκή Ιστορία του Ζαν-Μπατίστ Ντιροζέλ, η οποία άρχιζε από την εποχή του Καρλομάγνου τον 8ο μ. Χ. αιώνα, με αποκλεισμό της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Οι αναθεωρητές προπαγανδίζουν ότι η Ευρώπη, θα έπρεπε να έχει δυο «Ιστορίες»!. 
Η νέα κοινή ιστορία των βαλκανικών κρατών του CDRSEE, με εισηγητή προς το διοικητικό του συμβούλιο τον Κώστα Καρρά και διευθύντρια τη Χριστίνα Κουλούρη, αρχίζει από τον 13ο αιώνα (1281 μ. Χ.,), από την εποχή του Σουλτάνου Οσμάν του Α’ κατά την οποία ξεκίνησε η δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο εναλλακτικό εκπαιδευτικό υλικό για τη διδασκαλία της νεότερης Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στο πρώτο βιβλίο που αναφέρεται στην «Οθωμανική αυτοκρατορία», προβάλλεται ένα αισθηματικό περιστατικό από τη ζωή του Ορχάν, του  πρωτότοκου γιου του Οσμάν, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του στη δυναστεία των Οσμανιδών το 1326. Παραθέτουμε ένα μικρό κείμενο από το 13ο Μέρος του Α’ Κεφαλαίου με τίτλο «Η Οθωμανική επέκταση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» για να διαπιστωθεί, μέσα από μια γλυκανάλατη αισθηματική αφήγηση, ο ευφυής σχεδιασμός της φιλοτουρκικής προπαγάνδας:
«Το Μέρος αυτό αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής νύφης που κλέψανε και που ήταν η κόρη τού τεκβούρ του Γιαρ Χισάρ. Σε ποιον την έδωσαν και τι απέγινε; Ο Οσμάν Γαζής την έδωσε στο γιο του Ορχάν Γαζή, το κορίτσι που ονομαζόταν Υλυφέρ Χατούν. Και ο Ορχάν είχε ήδη γίνει ένας γενναίος, νέος άνδρας. […]… Και όταν κατάκτησαν αυτά τα τέσσερα κάστρα (Μπιλετζίκ, Γιαρ Χισάρ, Ινεγκιέλ, Άγιος Νικόλας), έφεραν την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στην περιοχή. Και όλοι οι κάτοικοι των χωριών επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν, όπου ανήκαν. Άρχισαν να περνούν καλύτερα από ό,τι περνούσαν με τους απίστους. Γιατί όταν μάθαιναν πόσο καλά περνούσαν τώρα αυτοί οι άπιστοι, άρχισαν να καταφθάνουν ακόμα και άνθρωποι από άλλες περιοχές». 
Αυτός ο Ορχάν Γαζής (ΣΣ-γαζής σημαίνει «θριαμβευτής» και παλαιότερα είχε την έννοια του μαχητή της πίστης) ήταν τόσο αγαθός και φιλάνθρωπος, που όταν κατέκτησε τα τέσσερα χριστιανικά Κάστρα (το ένα αναφέρεται με το ελληνικό του όνομα και τα τρία με τα τουρκικά), φέρθηκε τόσο καλά στους «άπιστους» που όλοι τους αναγνώρισαν ότι, με αυτόν ως αφέντη υπήρχε ειρήνη και δικαιοσύνη. Οι Έλληνες μαθητές που με τέτοια κείμενα θα αναπτύξουν, κατά τον καθηγητή Αντ. Λιάκο, «κριτική συνείδηση», θα συγκρίνουν και θα προσπαθήσουν να επιλέξουν ανάμεσα στο σώφρονα ηγέτη Ορχάν και π. χ. στο «φιλοπόλεμο σφαγέα(!)» Κολοκοτρώνη. Μερικά ιστορικά γεγονότα δεν είναι ποτέ τυχαία. Κάποιοι θέλουν η Ευρωπαϊκή Ιστορία να αρχίζει από το τέλος του 8ου αιώνα με τη Δυναστεία των Καρολιδών και μεγάλο ηγέτη τον Καρλομάγνο και η Ιστορία των Βαλκανικών Κρατών να έχει ως αφετηρία τη Δυναστεία των Οσμανιδών με «Γαζή» ηγέτη τον Οσμάν Α’.  
Και μόνο αυτή η λεπτομέρεια για την έναρξη της ιστορίας των βαλκανικών κρατών από την εποχή ίδρυσης της Δυναστείας των Οσμανιδών, είναι αρκούντως διαφωτιστική για τα αίτια της τουρκολατρείας, για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει. Εδώ είναι αρκετό να ειπωθεί ότι αυτές οι ευρωπαϊκές «σχέσεις αγάπης με την Τουρκία» για τη δημιουργία απεθνικοποιημένων περιοχών στη Δυτική Ευρώπη και μιας Νέας Τάξης πραγμάτων στα Βαλκάνια με τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας, ανατράπηκαν ή ενδεχομένως προσωρινά επιβραδύνθηκαν από απρόβλεπτα γεγονότα. 
Οι τραπεζίτες, οι «σαράφηδες» που κυβερνούν την Ευρώπη, μπροστά στη ραγδαία και ακραία ισλαμοποίηση μιας επικίνδυνης και άκρως εθνικιστικής Τουρκίας,  αντιμέτωποι με τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές οι οποίες διαφοροποιούν τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών λαών, αλλά και την αλματώδη αύξηση της ακροδεξιάς, έκαναν στροφή ή προσωρινό διπλωματικό ελιγμό. Βασικό ρόλο στη μεταστροφή έπαιξε και η εφαρμογή πολιτικής προστατευτισμού από τον πάντα απρόβλεπτο Ντόναλντ Τραμπ, μπροστά στη δυσάρεστη διαπίστωση ότι η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί πλέον υπέρ της Κίνας.  Οι περαιτέρω εξελίξεις θα επηρεαστούν από τις εσωτερικές αντιθέσεις των διαφορετικών πολιτικών τάσεων στις ΗΠΑ μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Οι πρώτοι, προσκολλημένοι στο δόγμα Μπρεζίνσκι για παγκοσμιοποίηση και αντιμετώπιση της Ρωσίας ως εχθρού Νο 1, αντιτίθενται στην πολιτική των Ρεπουμπλικάνων για οικονομικό προστατευτισμό και αντιμετώπιση της Κίνας ως του πιο επικίνδυνου γεωπολιτικού αντίπαλου. Όμως, στην  πραγματικότητα η οικονομική γιγάντωση της Κίνας και η εμπορική της διείσδυση, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, στις αγορές της Αμερικής και της Ευρώπης, κλονίζει τις βασικές δομές κυριαρχίας της μοναδικής ως τώρα υπερδύναμης. 
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο σημερινός αμόρφωτος και ασυνάρτητος θεατρίνος με τις εξαιρετικές ικανότητες να πείθει τους αμερικανούς ψηφοφόρους, είναι ένα ασήμαντο πρόσωπο σ’ αυτή την εσωτερική πολιτική ρήξη. Πίσω του κρύβονται τεράστιες αξιόλογες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, που κατευθύνουν το παιχνίδι με μακρόχρονους επιστημονικούς σχεδιασμούς των πανεπιστημιακών «Think tanks». Αυτοί που θα επικρατήσουν θα καθορίσουν και τη μοίρα των υπόλοιπων χωρών του κόσμου. Αν επικρατήσει το «Δόγμα Τραμπ» η παγκοσμιοποίηση και μαζί της ο εθνομηδενισμός θα καταρρεύσουν. Αν κυριαρχήσουν οι Δημοκρατικοί, ίσως ακόμα για λίγες δεκαετίες θα επιβιώσει το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης, αλλά οι μεταναστευτικές ροές και η ένταση των πολεμικών συγκρούσεων θα αναδείξουν ακραίες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αντιμάχονται την παγκοσμιοποίηση. Η ανθρωπότητα να εύχεται ώστε, μέσα από το μεγάλο χάος αυτών των ανακατατάξεων, να μην ξεπηδήσουν ιδεολογίες και δυνάμεις που και πάλι θα αιματοκυλήσουν  τον κόσμο. 
 Για να επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας είναι αξιοσημείωτο να τονισθεί ότι, λίγες μόνον ημέρες πριν από τις εκλογές της 12 Σεπτεμβρίου 2007, ο τότε υπουργός Ευριπίδης Στυλιανίδης επιβεβαίωσε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ ότι, «Αυτό το βιβλίο ιστορίας των βαλκανικών λαών είναι προϊόν μιας από τις χαμηλές συμφωνίες που έχει υπογράψει ο Γιώργος Παπανδρέου ως υπουργός εξωτερικών, με τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Ισμαήλ  Τζεμ κατά το παρελθόν, εκ των οποίων μονομερώς κάποιες εφαρμόστηκαν και κάποιες δεν εφαρμόστηκαν». Επρόκειτο για το νόμο 2929/2001, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 142 /Α/2001 όπου στο άρθρο 1 αναφέρεται ότι: Τα Μέρη, (δηλαδή η Ελλάδα και η Τουρκία) θα συνεργάζονται στην παρουσίαση της ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και της οικονομίας της άλλης χώρας, ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία».
 Αυτή η συμφωνία ήταν ένα είδος προπομπού της ιστορίας του CDRSEE για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 07 Νοε. 2019 - 12:46