Η Αρχιτεκτονική των Αγίων Θεοδώρων (Παλαιά Μητρόπολη)

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

            Η πόλη των Σερρών ήταν αστικό κέντρο με ιδιαίτερη σημασία κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Στην παλαιοχριστιανική εποχή συγκαταλέγονταν μεταξύ των σπουδαιότερων πόλεων της Μακεδονίας. Οι εκκλησίες της ήταν γνωστές σε όλο το Βυζάντιο.

Η βασιλική των Αγίων Θεοδώρων θαυμάσιο μνημείο της Ανατολικής Μακεδονίας, υπήρξε για αιώνες κέντρο λατρείας συνδεόμενο με την παράδοση και τους θρύλους του τόπου. Ο ναός έχοντας μεγάλη θρησκευτική, ιστορική και αρχαιολογική αξία, ταλαιπωρήθηκε πολλές φορές από τις πυρκαγιές του 1206, του 1571, του 1637 και του 1714. Στους δύο τελευταίους αιώνες καταστράφηκε ολοσχερώς από τις δύο μεγάλες φωτιές του 1849 και του 1913. Η ερείπωση της τρίκλιτης βασικής έδωσε την δυνατότητα στην αρχαιολογική υπηρεσία να προβεί στις απαραίτητες μελέτες και την ανασκαφική έρευνα από το 1938 έως τα τέλη του 20ου αιώνα. Οι εργασίες της περισυλλογής, της εξυγίανσης του δαπέδου και της στερέωσης του φέροντα οργανισμού, διήρκησαν αρκετό χρόνο. Με το σημαντικό αυτό έργο της 12ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, δόθηκε η δυνατότητα στην εκκλησία στις αρχές του 21ου αιώνα να λειτουργήσει ως προκυνηματικός ναός.

                Η βασιλική είναι ίσως το πιο γνωστό βυζαντινό μνημείο της πόλης, λόγω της άριστης κατάστασής του μετά από την αποκατάστασή του και από τα  πλέον αξιόλογα παραδείγματα από την άποψη της αρχιτεκτονικής.

Την Ελληνιστική βασιλική επισκέφθηκαν ήδη από το τέλος του 19ου έως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα πολύ ερευνητές, σπουδαιότεροι ήταν:

Ο Π. Παπαγεωργίου που ασχολήθηκε με την ιστορία του μνημείου το 1894.

Ο Perdizet και ο Chesmay μελέτησαν το ψηφιδωτό της κόγχης του ιερού του ναού το  1903.

Ο Γ. Λαμπάκης το 1902 και ο Ν. Ρ. Kondakov το 1909 ερεύνησαν όσα αφορούσαν τα λειτουργικά σκεύη και τα άμφια της εκκλησίας.

Ο Ν. Ρ. Kondakov ασχολήθηκε με το ψηφιδωτό.

Ο Charles Diehl, ο Doltem το 1911, και ο Oscar Wulf το 1918 ασκεί κριτική για την σύνθεση του ψηφιδωτού.

Ο Α. Ξυγγόπουλος το 1919, και ο Π. Πέννας το 1938 ασχολείται με τα ιστορικά στοιχεία του ναού.

Ο Α. Ορλάνδος το 1940-49 του οποίου οι δημοσιεύσεις για την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων αποτελούν ως τις μέρες μας μοναδική περιγραφή και προσπάθεια συνολικής θεώρησης του μνημείου.

                Στην παρούσα εργασία θα πρέπει να τονισθεί ότι εξετάζεται η αρχιτεκτονική του βυζαντινού μνημείου.

                Θερμές ευχαριστίες οφείλω σε όσους βοήθησαν με οποιοδήποτε τρόπο στην πραγματοποίηση της παρούσας μελέτης. Ιδιαίτερα θα αναφερθώ στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτας κ.κ. Θεολόγο, που η βοήθειά του ήταν μεγάλη και καθοριστική, καθώς και στον πατέρα Ιορδάνη εφημέριο του ναού, ο οποίος συνεργάστηκε άψογα κατά την διαδικασία της αποτύπωσης και της μελέτης του κτηρίου. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στην πολύτιμη βοήθεια του πατέρα Ευστράτιου και του Αλέξανδρου Αναγνωστόπολου Γραμματέα της Ιεράς Μητρόπλης Σερρών και Νιγρίτας.              

 

Η   Α Ρ Χ  Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η   Τ Η Σ   Β Α Σ Ι Λ Ι Κ Η Σ

 

1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Ο κώδικας της παλαιάς Μητρόπολης των Σερρών, ο όποιος αφαιρέθηκε από τους Βούλγαρους το 1917[1], μας πληροφορεί ότι ο λαμπρός ναός συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε αρκετές φορές. Μεγάλες επεμβάσεις στη δόμησή του έχουν γίνει σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Το 1206 την πόλη κατέλαβε και κατέστρεψε ο Βούλγαρος ηγεμόνας Ιωάννης Ασέν, ο επονομαζόμενος Σκυλογιάννης[2]. Με την καταστροφή της πόλης από τους Βούλγαρους, ο ναός έπαθε μεγάλες ζημιές.

Το 1221, τις Σέρρες κατέκτησε ο Δεσπότης της Ηπείρου ο Θεόδωρος  Άγγελος Κομνηνός[3]. Για την σπουδαία νίκη επί των Φράγκων, του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου του Β΄, κοσμήθηκε η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων με σπουδαία ψηφιδωτά.

Το 1255, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ ο Λάσκαρης ως δώρο για την βοήθεια των Αγίων Θεοδώρων στην σπουδαία νίκη του επί των Βουλγάρων, επιχρυσώνει και επαργυρώνει τις εικόνες του ναού[4].

                Η περίοδος που ακολούθησε αποτέλεσε περίοδο ανάπτυξης και καλλιτεχνικής άνθισης. Ειδικότερα οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282) και Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328) έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πόλη και την περιοχή Στις αρχές του 14ου αιώνα αναφέρεται ως πόλη κραταιά και ευημερούσα. Οι εμφύλιες διαμάχες του 14ου αιώνα είχαν τον ανάλογο αντίκτυπο και στην πόλη των Σερρών. Πιστή στους Παλαιολόγους βασιλείς αντέταξε σφοδρή αντίσταση, όταν ο Καντακουζηνός πολιόρκησε την πόλη το 1342 μαζί με το σύμμαχό του βασιλιά της Σερβίας Στέφανο Δουσάν[5].

Το 1571 ο ναός λεηλατήθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι προκαλούν μεγάλες ζημιές. Στο χρονικό διάστημα που ακολουθεί έγιναν παρεμβάσεις μικρής κλίμακας.

Δύο αιώνες μετά, το 1725, ο νότιος τοίχος του ναού λόγω πτώσης ξανακτίσθηκε από τον Μητροπολίτη Σερρών Στέφανο[6]. Τα αίτια της πτώσης είναι άγνωστα, ίσως από κάποιο σεισμό ή από κάποια αστοχία της τοιχοποιίας. Οι καταστροφές στον ναό συνεχίστηκαν αρκετά χρόνια μετά με την πυρκαγιά το 1849, αυτή προκάλεσε εκτεταμένες φθορές στην εκκλησία. Καταστράφηκε από την φωτιά η ξύλινη στέγη, το τέμπλο, η ψηφιδωτή σύνθεση της Κοινωνίας των Αποστόλων και στους κίονες παρατηρήθηκαν ραγίσματα. Το 1852 ο ναός αποκαταστάθηκε από τις εκτεταμένες ζημιές. [7]

Στις 28 Ιουνίου του 1913 η πόλη των Σερρών καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Βούλγαρους, ομοίως και η Μητρόπολη. Το 1917 στην προσπάθεια αποτοιχισμού της εικόνας της Θεοτόκου Πονολύτριας οι Βούλγαροι την τεμαχίζουν και την εγκαταλείπουν στο δυτικό τοίχο της εκκλησίας.

Το 1938 άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης από τον Α. Ορλάνδο και ολοκληρώθηκαν το 1959 από τον  Ε. Στίκα. Το 1989, με παρέμβαση του Μητροπολίτη Μάξιμου το μνημείο επισκευάσθηκε και το 1993 λειτούργησε ως προσκυνηματικός ναός.

 

1.2 Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΚΑΙ Ο ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ

Οι Σέρρες κατά τον 14ο αιώνα φημίζονταν για τις πολλές εκκλησίες και ιδιαίτερα για την θαυμάσια Μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων. Ο ναός των Αγίων στρατιωτικών μαρτύρων Θεοδώρων, Τήρωνος και Στρατηλάτη, κτισμένος στους πρόποδες της Ακρόπολης της πόλης των Σερρών  στην περιοχή βαρόσι[8], βόρεια της βασιλικής οδού, ήταν στολισμένος με θαυμάσια ψηφιδωτά καθώς και με επίχρυσες και επάργυρες εικόνες. Η Μητρόπολη τοποθετημένη στη μέση της παλαιάς πόλης των Σερρών περιβάλλονταν από ευρύχωρη αυλή στην οποία υπήρχε πηγάδι με πόσιμο καθαρό νερό για τις ανάγκες των πιστών[9].

Όπως αναφέρει ο Πεδιάσιμος, στον χώρο της αυλής, στην δυτική πλευρά της βασιλικής, παλαιότερα συνεχίζονταν το οικοδόμημα με το επίμηκες αίθριο ή περίστωο. Το αίθριο ήταν χαρακτηριστικό των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Το περίστωο συνήθως περιβάλλονταν από στοά, εσωτερική περίστυλη αυλή που λειτουργούσε και ως φυσικός φωταγωγός[10]. Το σχήμα του αίθριου ήταν συνήθως τετράγωνο, όμως στο περίστωο της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων η βόρεια και νότια πλευρά ήταν μεγαλύτερες των υπόλοιπων δύο, περίπτωση  που το κατατάσσει στις εξαιρέσεις όπως και αυτό της βασικής Φιλίππων[11]. Ο χώρος του αίθριου με το περιστύλιο και τον ημιυαπαίθριο χώρο διαμόρφωνε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον που προετοίμαζε τον επισκέπτη για την είσοδό του στον νάρθηκα.

Το επίπεδο του δαπέδου του αίθριου ήταν χαμηλότερο από αυτό της παλιάς εκκλησίας, αυτό προσέδιδε μνημειακό χαρακτήρα στο οικοδόμημα του ναού η προσπέλαση του οποίου γίνονταν από μια κλίμακα λίγων βαθμίδων. Η ανάβαση τη κλίμακας και η διαφορά των επιπέδων δημιουργούσε ένα αίσθημα δέους στον πιστό. Η διαβάθμιση των επιπέδων δεν ακολουθήθηκε μόνο στην κατασκευή του παρόντος παλαιοχριστιανικού οικοδομήματος, αλλά γενικά ως κατασκευαστικό γνώρισμα το συναντούμε και σε άλλες παλαιοχριστιανικές βασιλικές των οποίων το δάπεδο του αίθριου βρίσκονταν χαμηλότερα από του νάρθηκα, όπως στην βασιλική του όρους Ναβαύ[12], των Φιλίππων, του Αγ. Στεφάνου της Κω κλπ.

Το 1868 ο Μητροπολίτης Σερρών Νεόφυτος με την βοήθεια των Σερραίων χριστιανών οικοδόμησε το κωδωνοστάσιο στο νότιο τμήμα της αυλής του ναού. Σ’ αυτό εντοιχιστήκαν δύο σπάνια πορτραίτα βυζαντινής γλυπτικής. Στη μία από τις δύο μαρμάρινες εικόνες εικονίζεται ο Χριστός με την επιγραφή «Ιησούς Χριστός ο Ευεργέτης» και στην άλλη η Θεοτόκος ακέφαλη με την επιγραφή «Μήτηρ Θεού η Πονολύτρια». Και τα δύο είναι έργα πιθανόν του 12ου αιώνα, σμιλευμένα από τον ίδιο ανώνυμο λιθοξόο[13]. Τα γλυπτά απλά και παραστατικά φιλοτεχνήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται σχεδόν επίπεδα και άσαρκα με ύφος ξερό και αινιγματικό δίχως ευρύτερη προοπτική.

Σήμερα στην  νοτιοανατολική  πλευρά της αυλής των Αγ. Θεοδώρων βρίσκεται κτίσμα το λεγόμενο «αγίασμα», τετράπλευρο που αρχικά στεγάζονταν με θόλο. Η δυτική πλευρά του κτίσματος είναι τελείως κατεστραμμένη. Το κτήριο αποτελούσε αρχικά χώρο υστερορωμαϊκού λουτρώνα, τμήμα του οποίου κατέλαβε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Ίσως το κτίσμα αυτό να ταυτίζεται με το φρέαρ που περιγράφει ο Πεδιάσιμος[14].

 Άξια λόγου είναι η παρουσία δώματος του νεοαναγειρόμενου κτιρίου με  πέτρινη επένδυση σε απόσταση 9,00μ. από την εκκλησία. Η υψομετρική διαφορά των 4,30μ., από την στάθμη της οδού Δραγούμη έως την αυλή του ναού,  γεφυρώνεται από τρεις πέτρινες κλίμακες οι οποίες σταδιακά με πλατώματα και πλατύσκαλα οδηγούν τον επισκέπτη στην αυλή του βυζαντινού ναού. Η υψομετρική διαφορά της παλαιάς και της νέας στάθμης του περιβάλλοντα χώρου δεν απαντάται μόνο στον ναό των Αγίων Θεοδώρων αλλά το συναντούμε και σε άλλες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης όπως: στην Αχειροποίητο, στην Αγίας Σοφίας, στην Χαλκέων κ.α.

 

1.3 Η ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές, στον ελλαδικό χώρο κατά τον 12ο αιώνα ο απλούστερος τύπος ναού που εφαρμόζονταν στο Βυζάντιο και ανήκε στην αρχιτεκτονική παράδοση ήταν ο μονόχωρος  κεραμοσκεπής χώρος που τον αποκαλούσαν μονόλικτη βασιλική. Λόγω της απλής κατασκευής είχε εφαρμοσθεί ευρύτατα ήδη από τους σκοτεινούς χρόνους έως και την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτές οι εκκλησίες, με μια αίθουσα και με μία κόγχη ιερού, συναντώνται με νάρθηκα ή χωρίς αυτόν .

Ο τύπος της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής δεν έπαψε να εμφανίζεται στην Ελλάδα, από την παλαιοχριστιανική εποχή. Ο δομικός του οργανισμός ήταν πάντοτε ένας απλός τύπος που δεν δημιουργούσε προβλήματα. Εύκολα όμως μια ξυλόστεγη βασιλική μπορούσε να αλλάξει μορφή με την καταστροφή της στέγης από πυρκαγιά ή άλλα αίτια.

Η τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος υπό μορφή φωταγωγού εκφράζει την συνέχεια από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας. Σήμερα, βασιζόμενοι σε πολύ περισσότερα μνημεία από όσα γνώριζαν οι παλαιότεροι μελετητές, αντιλαμβανόμαστε ότι το θέμα της κάλυψης με ξύλα ή με καμάρες ήταν συναρτημένο με το μέγεθος του κτηρίου.

Στα παλαιότερα παραδείγματα τρίκλιτων ξυλόστεγων βασιλικών στον ελλαδικό χώρο, του 10ου αιώνα ίσως, εντάσσονται οι εκκλησίες της Μάκρης Έβρου, των Πατρών  και του Ασκληπιείου Τρικάλων .

Παραδείγματα τρίκλιτων βασιλικών με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος του 12ου αιώνα είναι περιορισμένα: το καθολικό της μονής Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μεγαλόβρυσο  Αγιάς και το καθολικό της Μονής Βλαχέρνας Ηλείας του οποίου το ιερό και ο νάρθηκας είναι θολοσκεπής. Όμοια διάταξη απαντάται και στην μικρή βασιλική του 13ου αιώνα στο Ανήλιο.

Στις ελληνικές χώρες της Ανατολής οι βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος είναι μεταγενέστερες αυτών της Δύσης (Αγ. Πέτρος της Ρώμης και Αγ. Παύλος εκτός των τειχών), παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς την διάπλαση και την μορφή του εγκάρσιου. Οι παλαιότερες χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αιώνα με μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.

Από τη μεγάλη ποικιλία στη διαμόρφωση του εγκάρσιου κλίτους των εκκλησιών της Ανατολής απορρέουν τρεις ομάδες-τύποι ναών, που στην σύνθεσή τους περιλαμβάνουν το εγκάρσιο. Πρωτεύον χαρακτηριστικό των εγκάρσιων της Ανατολής είναι η τριμερής διαίρεσή τους. Ο ναός της παλαιάς Μητρόπολης των Αγ. Θεοδώρων εντάσσεται στην πρώτη ομάδα. Αυτή χαρακτηρίζεται ως πρότυπη γιατί το εγκάρσιο κλίτος δεν εξέχει και επηρεάζει ελάχιστα την αρχιτεκτονική σύνθεση των βασικών εκκλησιών. Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται επίσης η βασιλική της Κορίνθου, η τρίκλιτος της πόλης Χισάρ – Μπάνια της Βουλγαρίας και η πεντάκλιτος βασιλική της Επιδαύρου.

Σύμφωνα με περιγραφές από παλαιότερους ερευνητές η ελληνιστική βασιλική των Αγίων Θεοδώρων, παρουσιάζει πολλά παλαιοχριστιανικά στοιχεία[15], στον νάρθηκα, στην σύνθεση του κυρίως ναού, στην υπερύψωση του μεσαίου κλίτους, στα κιονόκρανα και στο ιερό.

Αρκετά από αυτά βρέθηκαν διάσπαρτα στην περιοχή της παλαιάς μητρόπολης Σερρών. Ανάμεσα σ’ αυτά και ένα κιονόκρανο με εγχάρακτη αφιερωματική επιγραφή με το όνομα του επίσκοπου Πρεκτηκίου (5ος – 6ος αι.)[16].

Όπως μας πληροφορεί ο Cousinery ο ναός ιδρύθηκε κατά την παλαιοχριστιανική εποχή στην θέση αρχαιότερου παλαιοχριστιανικού ναού, αναφέρει ότι δεν πρόκειται για ανέγερση νέου ναού αλλά για μετασκευή του πρώτου παλαιοχριστιανικού του 6ου μ.Χ. αιώνα[17].

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος ο Β΄ μετά την επικράτησή του κατά των Βουλγάρων (1014 μ.Χ.)[18] επεκτείνει και στολίζει τον ναό. Με την επέμβαση του αυτοκράτορα η μονόκλιτη βασιλική μετασχηματίσθηκε σε τρίκλιτη και το ιερό στέφθηκε από καμάρα. Επιγραφή που βρέθηκε στο ναό επιβεβαιώνει ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος κατά τον 11ο αιώνα στον έναν από τους δύο στρατιωτικούς αγίους, τον στρατηλάγη[19].

Ο C. Delvoye, αναφερόμενος στον ναό τον χαρακτηρίζει ωραίο παράδειγμα ξυλόστεγης βασιλικής του 11ου αιώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας[20].

Οι ανασκαφές που έγιναν το 1992 από την 12η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μας επιβεβαιώνουν ότι η τρίκλιτη βασιλική είχε κτισθεί σε διάφορες φάσεις για τις οποίες λόγω έλλειψης στοιχείων, είναι αδύνατη η ασφαλής χρονολόγηση[21].

 

1.4 Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΚΛΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

 Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ο διαχωρισμός των μορφολογικών θεμάτων από τα κατασκευαστικά και την τυπολογία είναι συμβατικός. Η εκκλησία που μας απασχολεί θα αναλυθεί ως ένα έργο τέχνης όχι μόνον ως προς την άρθρωση των όγκων και των επιφανειών αλλά και ως προς τα επί μέρους τμήματα. Είναι φανερό ότι στην ελληνιστική βασιλική των Αγ. Θεοδώρων δεν ισχύουν, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, αυστηροί μορφολογικοί κανόνες[22]. Ο ναός σχεδιάστηκε κατά προσέγγιση με τους περιορισμούς που επέβαλλαν οι εξωτερικοί παράγοντες. Ο αρχιτεκτονικός τύπος της τρίκλιτης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος ήταν καθοριστικός παράγοντας για την εξωτερική διάπλαση των όγκων. Οι πλαστικοί όγκοι του κυρίως ναού, του υπερυψωμένου μεσαίου κλίτους, της κόγχης του ιερού, και του νάρθηκα δηλώνουν το περίγραμμα μιας συμμετρικής κατασκευής. Στις στενές πλευρές του μνημείου υπάρχει συμμετρία ως προς τον κατακόρυφο άξονα.

Αναλυτικότερα, στην δυτική πρόσοψη, τα τρία μεγάλα ανοίγματα με τα τρία μικρότερα από κάτω που φωτίζουν τον ναό, προβάλουν τη συμμετρική σχέση. Στη διαμόρφωση της δυτικής όμως όψης κύριο ρόλο παίζουν και τα τρία  τυφλά αψιδώματα. Η συμμετρία του ναού τονίζεται με τα ισοσκελή αετώματα, ανατολικά και δυτικά. Σε αυτά ανοίγονται παράθυρα στα στατικώς αφόρτιστα τύμπανά τους. Οι επίπεδες επιφάνειες των στεγών ορίζονται από τις απαραίτητες κλίσεις για την απορροή των όμβριων υδάτων. Το εξωτερικό στερεό σχήμα του ναού και τα περιγράμματα των όψεων προκύπτουν από τη λογική της κατασκευής και από την διάπλαση του εσωτερικού χώρου[23], που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, δηλαδή την δρομικότητα και την ανάταση[24].

Η οργάνωση των όψεων της εκκλησίας γίνεται με απλά και ουσιαστικά μέσα. Η άμεση αντίληψη της τεκτονικής σαφήνειας και της καθαρότητας των γεωμετρικών όγκων της βασιλικής οφείλεται ακριβώς στην εξωτερίκευση της δομής του ναού.

ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ

Η κατασκευή των θυρών πάνω τους άξονες και των παραθύρων στα αφόρτιστα μέρη των τοίχων, για λειτουργικούς λόγους, οδηγεί αβίαστα σε συμμετρική διάταξη των όψεων. Εξάλλου μια δρομική, χωρίς τρούλο εκκλησία, με στοιχεία ρυθμικώς επαναλαμβανόμενα ορίζει όψεις συμμετρικές. Τόσο τα τόξα παράθυρα όσο και οι πόρτες με τα μαρμάρινα μέλη, αναδεικνύονται τελικά σε ουσιαστικά μορφολογικά στοιχεία των όψεων. Χαρακτηριστική ακόμη είναι η κατασκευή των ψευδοπαραθύρων στους δύο τρούλους του ιερού για λόγους μορφής. Η πλινθόκτιστη κατασκευή τους διαφοροποιείται ελάχιστα στον νότιο τρούλο που στη βάση του γείσου φέρει μια σειρά πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας.

Η διαμόρφωση των περίθυρων γίνεται με μαρμάρινα αυτοτελή μέλη (δύο ορθοστάτες, το ανώφλι και τον κοσμήτη). Αυτό εφαρμόζονταν στα κτήρια της Κωνσταντινούπολης και υιοθετήθηκε στις εκκλησίες της Μακεδονίας ήδη από τον 10ο αιώνα. Τα γενικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών θυρωμάτων έχουν την βάση τους σε παλαιότερα παλαιοχριστιανικά πρότυπα.

Η δυτική πύλη του νάρθηκα, η κύρια είσοδος του ναού, δεν ακολουθεί την παράδοση των μαρμάρινων περίθυρων. Η κατασκευή της είναι απλή και λιτή. Το κατώφλι είναι μαρμάρινο, αποτελούμενο από δύο μεγάλες μαρμαρόπλακες, το ανώφλι κατασκευασμένο από μεγάλης διατομής ξυλοδοκούς στέφεται από το πλινθόκτιστο τόξο. Το τύμπανο της πύλης δομημένο από αργολιθοδομή και πλίνθους ολοκληρώνει την κατασκευή.

  Η νότια θύρα του νάρθηκα έχει και αυτή μαρμάρινο κατώφλι. Στο μέσο του μαρμάρινου επιστήλιου έχει χαραχθεί ένας σταυρός. Στο σημείο αυτό η τοιχοποιία γύρω από την πόρτα αποτελείται από λαξευτούς λίθους. Το τύμπανο της θύρας έχει κατασκευασθεί από δύο οξυκόρυφα τόξα σε εσοχή από το επίπεδο της εξωτερικής τοιχοποιίας. Σε εσοχή έχει κατασκευαστεί και το δεύτερο τόξο σε σχέση με το πρώτο. Το τύμπανο κοσμούν στο κέντρο μία ανάγλυφη μορφή και στην κορυφή ένα ανάγλυφο θυμιατήρι. Η κατασκευή τόξων χωρίς εμφανείς αρμούς μεταξύ τους είναι χαρακτηριστικό του 12ου αιώνα Η γεωμετρική ακρίβεια των οξυκόρυφων τόξων του τύμπανου εξασφαλίστηκε από την επιμελημένη λάξευση και την δεξιοτεχνία των τεχνιτών που επιμελήθηκαν την κατασκευή. Η μορφή των οξυκόρυφων τόξων συνδέεται με τον όψιμο ρωμανικό, γοτθικό ρυθμό, και η χάραξη του τόξου έχει γίνει με δύο κέντρα τα οποία βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους στην ίδια ευθεία. Ελάχιστα είναι τα παραδείγματα τυμπάνων με οξυκόρυφα τόξα, ένα από αυτά είναι αυτό του νότιου θυρώματος του καθολικού της Αγίας Μονής Αρείας.

Στη νότια θύρα του κυρίως ναού, αυτό που είναι άξιο προσοχής είναι η κατασκευή  παραθύρου λίγα εκατοστά πάνω από το επιστήλιο. Αυτό ήταν σύνηθες σε κατασκευές του 12ου αιώνα, απόρροια της νέας αντίληψης για τα ανοίγματα την εποχή της Φραγκοκρατίας και των Παλαιολόγων[25].

Λιγότερο από το μισό της δεξιάς πλευράς της βόρειας πύλης του κυρίως ναού καλύπτει η εξωτερική τοιχοποιία του προκτίσματος. Η υπόλοιπη επιφάνεια είναι κτισμένη και επιχρισμένη με τμήμα του πλινθόκτιστου τόξου να είναι ορατό. Κτισμένη επίσης είναι και η βόρεια είσοδος του νάρθηκα, σύμφωνα με την κάτοψη του Α. Ορλάνδου[26]. Αυτή αποτελεί το νότιο τμήμα της τοιχοποιίας του προκτίσματος που έχει δομηθεί στην βόρεια πλευρά του ναού.

Στις αρχές του 11ου αιώνα και αργότερα κατά τον 13ο αιώνα οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες δεν εφάρμοζαν αυστηρούς αναλογικούς κανόνες[27]. Την παράδοση αυτή ακολουθεί και η εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων της οποίας οι όψεις δεν φαίνεται να έχουν αναλογικές σχέσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και ως προς το γενικό σύνολο. Για την αντίληψη της κλίμακας των όψεων καθοριστικό ρόλο έχουν τα μεγέθη των θυρών, των παραθύρων και των υλικών δόμησης όπως: τους λαξευτούς ή ημιλαξευτούς λίθους, τους συμπαγής οπτόπλινθους και τα μαρμάρινα μέλη.

ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΕΣ

Η πλινθοπερίβλητη τοιχοποιία επιβλήθηκε στον ελλαδικό χώρο μετά τον 11ο αιώνα και εφαρμόζονταν σε πλούσιες κατασκευές εκκλησιών. Είχε θεωρηθεί από παλιά γνώρισμα της «ελλαδικής σχολής». Η δαπανηρή αυτή κατασκευή προϋποθέτει τη λάξευση και το γώνιασμα πολλών λίθων ίδιου περίπου μεγέθους. Λόγω κόστους γίνονταν μικροπαραλλαγές με την χρήση αργολιθοδομής που μείωνε σημαντικά τη δαπάνη. Μικτές κατασκευές, δηλαδή η χρήση πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας σ’ ένα μόνο τμήμα του ναού και οι υπόλοιποι τοίχοι να έχουν πιο απλή κατασκευή, έχουν γίνει σε πολλές εκκλησίες όπως στην Παντάνασσα της Γερουμάνας, στον Αγ. Γεώργιος Κίττας, στον Αγ. Νικόλαο του Καμπιά και σε άλλες[28].

Η διαφοροποίηση των ζωνών των πλίνθων και η κατασκευή μεγάλων τμημάτων τοιχοποιίας με πλίνθους, είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό που προδίδει τις αλλεπάλληλες εις τους αιώνες αποκαταστάσεις και στερεώσεις της περιμετρικής τοιχοποιίας. Η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία με διπλές οριζόντιες στρώσεις τούβλων δεν είναι σπάνια και απαντάται από τον 11ο αιώνα Οι κατασκευές διπλών και τριπλών σειρών πλίνθων δηλώνουν πιθανότατα την έλλειψη πέτρας. Διπλά κατακόρυφα τούβλα δεν συναντήσαμε σε κανένα σημείο της εξωτερικής τοιχοποιίας.

Τα τμήματα της αυστηρής πλινθοπερίβλητης κατασκευής της βασιλικής τα χαρακτηρίζουν οι ισοϋψείς δόμοι, ορθογώνιες λαξευτές πέτρες με τα λεπτά τούβλα σε διπλή ή τριπλή αδιάσπαστη σειρά, και οι οριζόντιοι ισοπαχείς αρμοί με αρμολογήματα ίσου βάθους. Προκύπτει έτσι εικαστικό αποτέλεσμα ισόδομης τοιχοποιίας με τονισμένους χρωματικά τους οριζόντιους και κάθετους αρμούς.

Ο τρόπος αυτός δόμησης γενικεύεται κατά τον 13ο αιώνα στην αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου της Ηπείρου και από εκεί εφαρμόσθηκε στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, στον οποίο δεν φθάνουν σε υψηλό επίπεδο κατασκευής. Στην ατελή αυτή κατασκευή υπερισχύει πολλές φορές η γραφικότητα όπου υπάρχουν ημιλαξευμένες πέτρες που δεν έχουν ορθογώνιο σχήμα με κάθετες και οριζόντιες στρώσεις πλίθων με επιμελημένα αρμολογήματα που προσέδιναν ικανοποιητική εμφάνιση στην ατελή τοιχοποιία, παρά τις γεωμετρικές ατέλειες των σχημάτων. Οι τοιχοποιίες από λαξευτές εξ ολοκλήρου πέτρες δίχως πλίνθους και αρμούς είναι χαρακτηριστικό της «ελλαδικής σχολής» κατά τον 12ο αιώνα, φυσικά σε αυτό βοήθησε και η προοδευτική εξέλιξη της λιθοξοϊκής και η αναβίωση ορισμένων στοιχείων κλασικιστικής τεχνοτροπίας. Οι δόμοι συνήθως είναι συνεχείς και οριζόντιοι, το σύστημα όμως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως ισόδομο ούτε ως ψευδοισόδομο.

Τα προκτίσματα είναι δομημένα με τοιχοποιίες εμφανής αργολιθοδομής η οποία είναι φθηνότερη ως κατασκευή από τη λαξευτή και την πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία. Πρόκειται για την απλούστερη μορφή τοιχοποιίας στην οποία γίνεται χρήση ασβεστοκονιάματος και ακατέργαστης πέτρας προέλευσης ίσως από κοντινούς χείμαρρους ή από κάποια αυτοσχέδια λατομία. Δεν λείπουν και οι παρεμβολές λίγων ή πολλών πλίνθων σε στρώσεις, χαρακτηριστικό των κτιρίων της Ελλάδος κατά τον 10ο αιώνα[29].

Οι εξωτερικές τοιχοποιίες με τα αψιδώματα, τα αετώματα και την εξωτερική κόγχη, δίνουν μια αίσθηση πλαστικότητας. Η εναλλαγή των στρώσεων από τούβλα και λίθους, καθώς και η διαμόρφωση τόξων από πλίνθους αποτελούν τα κύρια στοιχεία με τα οποία διαμορφώνονται οι εξωτερικές επιφάνειες[30]. Υπάρχουν όμως και σημεία, κυρίως στην νότια πλευρά του ναού, που επικρατεί αυστηρότητα δηλαδή δεν υπάρχει διάκοσμος ούτε πολυχρωμία. Στα σημεία αυτά θριαμβεύει η λιθοξοϊκή τέχνη και το αποτέλεσμά της είναι μια λαξευτή λεία τοιχοποιία. Τα εξωτερικά δομικά στοιχεία του ναού δεν είναι επιχρισμένα, με αποτέλεσμα η φυσική πολυχρωμία των υλικών να είναι ορατή με θαυμάσιο αισθητικό αποτέλεσμα.

Η βόρεια τοιχοποιία της βασιλικής έχει πάχος 1,09μ. και μήκος 26,26μ., η μορφή της έως σήμερα είναι αυτή του ανοικτού τόξου. Την θλάση, δηλαδή το κοίλωμα το παρουσιάζει στο μέσο του μήκους της[31]. Στην κατώτερη ζώνη και στην αριστερή πλευρά της, το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένο ως προς τις στρώσεις των πλίθων, γι’ αυτό υπάρχουν στρώσεις της μιας έως και τεσσάρων πλίνθων. Όσο αφορά τους λίθους λίγοι είναι επεξεργασμένοι και οι υπόλοιποι ακατέργαστοι. Η κατάσταση βελτιώνεται στην ανώτερη ζώνη στο ύψος των τεσσάρων τοξοτών παραθύρων. Οι περισσότερες πέτρες είναι ορθογώνιες και οι στρώσεις των λεπτών τούβλων είναι μονές ή διπλές.

Πάνω από τα προκτίσματα, στο μέσο και στη δεξιά πλευρά της τοιχοποιίας, η αρτιότητα της πλινθοπερίβλητης τοιχοποιίας στη μεσαία και ανώτερη ζώνη είναι ικανοποιητική. Λαξευμένες πέτρες περιβάλλονται επάνω και κάτω από τρεις οριζόντιες στρώσεις οπτόπλινθων με κάθετους πλίνθους δεξιά και αριστερά. Ανάμεσα στα τέσσερα ανοίγματα στο ύψος της ποδιάς, τέσσερεις κεραμικοί σταυροί με ύψος ίσο με δύο δόμους κοσμούν την βόρεια πλευρά. Εξ ολοκλήρου δομημένη από πλίνθους είναι η βόρεια πλευρά του νάρθηκα, πιθανότατα την δόμησή της να επιμελήθηκε ο Μητροπολίτης Σερρών Θεοφάνης το 1602.

Η τοιχοποιία του υπερυψωμένο τμήματος του μεσαίου κλίτους δεσπόζει στη βόρεια πλευρά της βασιλικής, η πλιθοπερίβλητη κατασκευή, με τους ισοϋψείς δόμους και τα τέσσερα τοξωτά παράθυρα που φωτίζουν το μεσαίο κλίτος, δίνει την εικόνα της άρτιας κατασκευής. Το ύψος της βόρειας τοιχοποιίας μαζί με το υπερυψωμένο τμήμα της και αυτό της στέγης, δηλαδή το ύψος του ναού, ανέρχεται στα 16,86μ.

 Στην όψη του νάρθηκα πέντε μεγάλα παράθυρα φωτίζουν τον γυναικωνίτη. Στο ύψος αυτό η τοιχοποιία με τις τρεις στρώσεις τούβλων και τους ορθογώνιους λίθους φανερώνουν την δεξιοτεχνία των τεχνιτών και την πλούσια κατασκευή. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και στην κάτω ζώνη του εξωτερικού τοίχου. Εδώ οι στρώσεις των πλίνθων είναι άλλοτε διπλές και άλλοτε μιας σειράς. Αυτό σε συνδυασμό  με τις ακατέργαστες πέτρες δίνουν την εικόνα της πρόχειρης κατασκευής στην είσοδο του πρόναου. Το πάχος του τοίχου 0,88μ. δεν είναι όμοιο με αυτό του βόρειου και το μήκος του φθάνει τα 17,62μ. Ο λόγος της μικρής πλευρά του ναού ως προς την μεγάλη πλησιάζει τον αριθμό 1,5.

Άξια λόγου είναι η ενσωμάτωση στην κάτω δεξιά πλευρά του τοίχου του νάρθηκα, ενός μαρμάρινου γλυπτού. Η ένταξη λαξευμένων μαρμάρινων μελών στις όψεις συνήθως αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας νέας σύνθεσης. Έργα με συναισθηματική και καλλιτεχνική αξία που πίστευαν ότι είχαν καθαγιαστεί σε παλαιότερες εκκλησίες έπαιρναν τη θέση σε νέες δηλώνοντας την αγάπη των Βυζαντινών για το παρελθόν. Αυτό βέβαια μπορεί να ήταν κάποια ιδεολογική αντίληψη που ευνοούσε την ενσωμάτωση αρχαίων μελών σε νέα κατασκευή θεωρώντας πως αυτή κέρδιζε από την δόξα της αρχαιότητας. Εξάλλου η αφθονία των ερειπίων στην περιοχή των Αγ. Θεοδώρων δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για επαναχρησιμοποίηση παλαιότερου υλικού το οποίο οι λιθοξόοι της εποχής είχαν την ικανότητα να το συνθέτουν με τα νέα δομικά στοιχεία με ενδιαφέροντα εικαστικά αποτελέσματα. Στο σημείο της ενδιαφέρουσας αυτής κατασκευής η τοιχοποιία αποτελείται από λαξευτές πέτρες.

Πάνω από την στέγη του νάρθηκα, το αέτωμα με τα τραπεζόσχημα δυτικά τμήματα όψεων του βόρειου και νότιου κλίτους συμπληρώνουν το περίγραμμα της ανώτερης ζώνης της δυτικής πρόσοψης. Τα τρία τοξωτά μεγάλα παράθυρα, με το μεγαλύτερο άνοιγμα στη μέση, τονίζουν τη συμμετρία της όψης και φωτίζουν το κεντρικό κλίτος της εκκλησίας από την δυτική πλευρά. Άλλα τρία πολύ μικρότερα σε μέγεθος τοξωτά ανοίγματα κατασκευάστηκαν κάτω από τα μεγάλα. Στην κορυφή του ισοσκελούς αετώματος τα τρία τυφλά αψιδώματα τόνιζαν τον άξονα συμμετρίας της όψης και προσέδιδαν πλαστικότητα σε αυτή.

Στο αριστερό αψίδωμα, σε αντίθεση με τ’ άλλα δύο, διακρίνεται στο εσωτερικό τοιχογραφία με τη μορφή Αγίου. Παλαιότερα στα αψιδώματα εικονίζονταν οι Άγιοι Θεόδωροι ένας στο αριστερό και ο άλλος στο δεξί αψίδωμα ενώ στο κέντρο είχε τοιχογραφηθεί η μορφή του Χριστού[32]. Η τοιχοποιία από το μέσο των μεγάλων ανοιγμάτων έως την κορυφή έχει γίνει από πλίνθους, γι’ αυτό και η επικράτηση του φυσικού κοκκινόχρωμου χρώματος είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η κατάσταση στο κατώτερο σημείο του της τοιχοποιίας δεν διαφέρει πολύ από αυτή της κορυφής. Η διαφορά έγκειται στην χρήση λίγων ακατέργαστων λίθων που δεν τοποθετούνται σε σειρά αλλά διάσπαρτα.

Το τμήμα τοίχου του νότιου κλίτους έχει  τραπεζοειδές σχήμα ενισχυμένο στην γωνία με πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία πλάτους όχι πάνω από δύο μέτρα, η υπόλοιπη τοιχοποιία έχει δομηθεί εξ ολοκλήρου από τούβλα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην τοιχοποιία του βόρειου κλίτους ανάλογου σχήματος. Σ’ αυτή εκτός από την ενίσχυση της γωνίας που έγινε με όμοιο τρόπο, το υπόλοιπο τμήμα χαρακτηρίζεται από μια κατασκευή ανάμικτη με ακατέργαστες πέτρες και λεπτά τούβλα.

 

plinthiniepigrafh.jpg

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι. Πλίνθινη επιγραφή της νότιας τοιχοποιίας του ναού η οποία αναφέρει: ΕΝ  ΕΤΙ  ΑΨΚΕ + Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΕΡΡΩΝ  ΣΤΕΦΑΝΟΣ [Ο ΚΤ]ΙΤΩΡ

 

Ο νότιος τοίχος μετά την πτώση του το 1725[33] επαναδομήθηκε από πωρόλιθους και πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία, η οποία διαφέρει από τις τοιχοποιίες του υπόλοιπου ναού[34]. Η πλίνθινη επιγραφή μαρτυρεί το όνομα του Μητροπολίτη που έχει προβεί στην αποκατάσταση της τοιχοποιίας. Ο μακρύς αυτός τοίχος μήκους 20,37μ. και πάχους 0,88μ. περιλαμβάνει την νότια πλευρά του πρόναου ή νάρθηκα και του νότιου κλίτους, στην κάτω ζώνη του οποίου η λαξευμένη λεία τοιχοποιία σε σχήμα Π φιλοξενεί στο εσωτερικό της την πλινθοπερίβλητη που αποτελείται από τρεις δόμους με μία στρώση πλίνθων παρεμβάλετε τετραπλή στρώση τούβλων και τελειώνει με τρεις ακόμη ισοϋψείς δόμους. Η κατασκευή της λαξευτής αυτής τοιχοποιίας δίχως αρμούς ίσως υπαγορεύθηκε από την ανάγκη μιας πιο σταθερής και ασφαλής δόμησης ιδίως στο σημείο συμβολής της με αυτή της δυτικής πλευράς. Στο πνεύμα αυτό της ισχυρής κατασκευής, για να μην υπάρξει στο μέλλον αστοχία με αποτέλεσμα την εκ νέου κατάρρευση της νότιας τοιχοποιίας, ενισχύθηκε με λαξευτούς πωρόλιθους σχεδόν μέχρι το ύψος της στέγης του νάρθηκα, τμήμα του δυτικού και νότιου τοίχου του πρόναου.

Στην νότια πλευρά του νάρθηκα, στο τμήμα της πετρόκτιστης επιφάνειας, πάνω αριστερά από την νότια πύλη, το παράθυρο με το οξυκόρυφο τόξο φωτίζει τον πρόναο. Είναι το μοναδικό παράθυρο του χώρου γι’ αυτό ο φωτισμός δεν είναι ικανοποιητικός. Αντίθετα στην νότια πλευρά του γυναικωνίτη τα δύο μεγάλα τοξωτά παράθυρα που βρίσκονται πάνω από τα οξυκόρυφα ανοίγματα φωτίζουν επαρκώς τον χώρο. Από την κορυφή του οξυκόρυφου παραθύρου έως το γείσο αναπτύσσεται πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία με ακατέργαστες πέτρες και λεπτούς πλίνθους.

Στο τμήμα του λιθόκτιστου τοίχου του νότιου κλίτους τα τέσσερα παράθυρα έχουν ξύλινο επιστήλιο, και τύμπανο από πλίνθινο τόξο. Η πέτρινη τοιχοποιία που φθάνει έως το άνω μέρος των παραθύρων, σε ορισμένα τμήματα δεν έχει αρμούς και σε άλλα έχει. Πάνω από αυτή τη στάθμη η πλινθοπερίβλητη δόμηση με πέτρες ακανόνιστου σχήματος συνεχίζεται έως την τετραπλή στρώση των οπτόπλινθων που αποτελούν τη βάση των τεσσάρων τοξωτών ανοιγμάτων που ρυθμικά επαναλαμβάνονται στην ανώτερη ζώνη του τοίχου. Από το σημείο αυτό έως και το γείσο της στέγης η πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομή χαρακτηρίζεται για την άρτια κατασκευή της. Αυτό όμως που προκαλεί ενδιαφέρον στο τμήμα αυτό της όψης είναι η άρνηση των κατακόρυφων αξόνων των ανοιγμάτων της λιθοδομής να ταυτισθούν με αυτούς των τοξωτών παραθύρων της ανώτερης ζώνης του τοίχου.

Με μικρή εξοχή διαχωρίζεται ο νότιος τοίχος του παραβήματος, μήκους 5,89μ., με το δίλοβο τοξωτό παράθυρο από την νότια τοιχοδομή του κυρίως ναού. Η κατασκευή του τοίχου διαμορφώθηκε από λαξευτές πέτρες που διαχωρίζονταν από κάθετους πλίνθους. Ανάμεσα στους δόμους παρεμβάλλονταν πολυπληθείς στρώσεις τούβλων οι οποίες δεν υπάκουαν σε ρυθμική επανάληψη. Η ανατολική πλευρά στη βάση έφερε λίθους με τούβλα σε ύψος περίπου 1,5μ., η κατασκευή συνεχίζεταν με οπτόπλινθους έως το μέσο του συνολικού ύψους του τοίχου, στη συνέχεια επικρατούσε η πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομή.

Στην ανατολική πλευρά των ναών το εξωτερικό σχήμα των κογχών του ιερού  αφορά την μορφή και όχι τον τύπο, γι’ αυτό και διαφορετικοί τύποι εκκλησιών του 11ου αιώνα, όπως η Καπνικαρέα[35], το καθολικό της Μονής Αρείας και του Ναυπλίου (12ου αι.), περιλαμβάνουν στην σύνθεσή τους το τρίκογχο βήμα. Ακολουθώντας την παράδοση διατηρούν το τριμερές ιερό και οι οψιμότεροι ναοί όπως ο Άγ. Ανδρέας Περιστεράς[36].

                Η μορφολογία της κυκλικής κόγχης του παρόντος ναού στην εξωτερική όψη παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς το σχήμα της. Ο G. Millet καταγράφει ότι το παλαιότερο σχήμα αψίδων σε ναούς της επαρχίας ήταν εξωτερικά κυκλικό το οποίο εξελισσόμενο κατέληξε ημιεξαγωνικό[37]. Ο Π. Βοκοτόπουλος σημειώνει πως η αρχαϊκή μορφή της ημικυκλικής αψίδας είχε εγκαταλειφθεί από τον 11ου αιώνα και το συσχετίζει με την καθιέρωση του πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας, αναφέρει ακόμη ότι οι μεγάλες ημικυκλικές κόγχες κτίζονταν πάνω σε ερείπια παλαιότερων ναών[38]. Αυτό ίσως να επιβεβαιώνει την πληροφορία του Cousinery που αναφέρει ότι ο ναός των Αγ. Θεοδώρων ήταν παλαιοχριστιανικός.

                Το κύριο διαρθρωτικό στοιχείο της κόγχης της ελληνιστικής βασιλικής είναι το τρίλοβο παράθυρο που λειτουργικοί λόγοι επέβαλαν την κατασκευή του πάνω στον άξονα. Η επιλογή του αριθμού των λοβών του παραθύρου είχε σχέση με το μέγεθος της αψίδας[39], γι’ αυτό λόγο της ευάριθμης αψίδας της άλλοτε μονόκλιτης βασιλικής επιλέχθηκε το τρίλοβο άνοιγμα.

Οι τρούλοι ως δεσπόζοντα στοιχεία στη βυζαντινή αρχιτεκτονική σφράγιζαν με τη μορφή τους τον χαραχτήρα του χώρου κάθε εκκλησίας. Οι δίδυμες κατασκευές πάνω από τα παραβήματα, δεξιά και αριστερά της κόγχης του ιερού, δεν τονίζουν μόνο την συμμετρία της κατασκευής αλλά αποδεικνύουν και στην πράξη τις πολυάριθμες αρχιτεκτονικές λύσεις που ανέπτυσσαν οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες. Το ύψος των κυκλικών τρούλων δεν υπερβαίνει αυτό της στέγης του νότιου κλίτους, προς χάριν υποθέτω της αρμονίας των όγκων.

Στο ερώτημα, γιατί δημιουργούνταν τα ψευδοπαράθυρα στους δύο τρούλους, απαντάται από τον Χ. Μπούρα ο οποίος αναφέρει ότι γίνονταν όχι για λόγους ευκολίας ή οικονομίας, αλλά πιθανότατα για να διευρυνθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα των τρούλων εσωτερικά και για να αποφευχθούν τα ευπαθή γύψινα υαλοστάσια των παραθύρων.

Γενικά η κατασκευή των τρούλων απαιτούσε την χρήση ελαφρών υλικών. Για να περιοριστεί το βάρος και οι πλάγιες ωθήσεις το πάχος των τοίχων ήταν πολύ μικρό. Το γεγονός αυτό είχε επιπτώσεις στη μορφή γιατί το μόνο υλικό που ανταποκρίνονταν στις κατασκευαστικές αυτές απαιτήσεις ήταν το τούβλο[40].

Τα παράθυρα στους τρούλους, όπως και στην αψίδα του ιερού διαμορφώνουν κατά κύριο λόγο την εξωτερική όψη της ανατολικής πρόσοψης του ναού. Η κατασκευή των στενόμακρων τοξωτών παράθυρων και στους τρούλους και στην κόγχη γίνονταν με δύο σειρές τόξων που δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο αλλά το δεύτερο εσωτερικό ήταν κατασκευασμένο σε μικρή εσοχή. Την λογική της μικρής εσοχής ακολουθούσαν και οι πλίνθοι των ευθύγραμμων τμημάτων του παραθύρου. Η εσοχή αυτή επιτρέπει την σκίαση των μικρών παριών προσδίδοντας πλαστικότητα στην όψη του παραθύρου το οποίο τονίζεται επιπλέον και από το διπλό περίγραμμα της κατασκευής. 

Η κατασκευή της στέψης των τρούλων δεν έγινε με κυματιστά προς τα πάνω γείσα αλλά με ευθύγραμμα. Κατά τον 12ο ή 13ο αιώνα[41] που κατασκευάστηκαν οι τρούλοι των Αγίων Θεοδώρων καθιερώθηκε το οριζόντιο γείσο και η δημιουργία μιας απλής πυραμιδοειδής στέγης. Αυτή φέρει σήμερα οδοντωτό γείσο και το καθαρό γεωμετρικό σχήμα διευκολύνει την κεράμωσή της με βυζαντινά κεραμίδια.

Η κόγχη του ιερού δομημένη κατ εξοχήν από τούβλα και εν μέρει από πλινθοπερίβλητη κατασκευή κοσμήθηκε από κεραμικούς ήλιους. Τα τόξα του τρίλοβου ανοίγματος έχουν κατασκευαστεί από κάθετα, ακτινωτά τοποθετημένα λεπτά τούβλα. Το περίγραμμα αυτών ενισχύονταν διακοσμητικά από τρεις στρώσεις πλίθων. Σε εσοχή  σε κάθε λοβό διακρίνουμε το εσωτερικό πλίνθινο τόξο που έχει δομηθεί όπως το εξωτερικό. 

                Πάνω από το τέμπλο, στην δυτική πλευρά του Ιερού, υψώνονταν τοίχος που κατέληγε σε τριγωνικό σχήμα, έφερε τρία μεγάλα παράθυρα με ανατολικό προσανατολισμό. Αυτά όταν ανέτειλε ο ήλιος φώτιζαν όχι μόνο το μεσαίο κλίτος, αλλά και τα πλάγια κλίτη του ναού[42]. Μεγάλα παράθυρα υπήρχαν και στον δυτικό τοίχο, και γενικά κάθε σημείο του ναού φωτίζονταν από τα μεγάλα ανοίγματα που υπήρχαν περιμμερτικά της βασιλικής, χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης[43]. Η δόμηση του ανατολικού αετώματος από λεπτά τούβλα έδινε ένα ζωηρό κεραμιδί χρώμα όταν οι ακτίνες του ανατέλλοντα ήλιου ανακλώνταν πάνω στην πλίνθινη επιφάνεια. Ο ανατολικός και ο βόρειος τοίχος του έτερου παραβήματος με το δίλοβο τοξωτό παράθυρο στο βορρά και το πλιθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης που χαρακτηρίζονταν από τις ανομοιόμορφες οριζόντιες στρώσεις τούβλων, συμπλήρωναν τον φέροντα οργανισμό της βασιλικής.

ΓΕΙΣΑ

Τα γείσα, άλλοτε οριζόντια και άλλοτε κεκλιμένα, ήταν σημαντικά μορφολογικά στοιχεία γιατί με την τελευταία σειρά των κεραμιδιών συνθέτουν το περίγραμμα της επίστεψης του ναού. Κατασκευασμένα έτσι ώστε να προεξέχουν λίγο από τον τοίχο τονίζουν τα περιγράμματα των κεκλιμένων στεγών, χωρίς να απολέσουν τη λειτουργικότητά τους δηλαδή την συλλογή και απομάκρυνση των όμβριων υδάτων.

Η πόλη των Σερρών εκτός από τις μεγάλες περιπέτειες και τις διώξεις που είχε υποστεί κατά το διάστημα αιώνων δουλείας, είχε και τον τρομερότερο εχθρό των συχνότατων πυρκαγιών. Το 1206 ο ναός κάηκε από τον Ιωαννίτση. Στη συνέχεια κάηκε εκ νέου το 1571, το 1637 και το 1714[44]. Τους τελευταίους δύο αιώνες μετά από τις καταστροφικές φωτιές το 1849,το1913[45], και τις πολυάριθμες αποκαταστάσεις που έγιναν στον ναό, δεν ήταν δυνατό να έχουμε εικόνα των αρχικών γείσων. Η αντικατάσταση αυτών έγινε με οδοντωτά γείσα που αποτελούνταν από λεπτούς πλίνθους.

ΠΡΟΚΤΙΣΜΑΤΑ

Πριν την καταστροφική φωτιά που προκάλεσαν οι Βούλγαροι το 1913, υπήρχαν προκτίσματα μικρές προσθήκες, που κατά καιρούς είχαν προστεθεί στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του ναού. Από τα κτίσματα αυτά απέμειναν μόνο οι θεμελιώσεις[46].

Σήμερα υπάρχουν δύο προκτίσματα σε επαφή με την βόρεια τοιχοποιία της εκκλησίας και καταλαμβάνουν μεγάλο μήκος της, πολύ παραπάνω από το μισό, με διαφορετικά ύψη αυτό των 3.50μ. και το άλλο των 4.50μ. Στα κτίσματα αυτά λειτουργεί σήμερα το Μουσείο της Παλαιάς Μητρόπολης Σερρών που ιδρύθηκε με αφορμή την επαναλειτουργία του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων ως προσκυνηματικού ναού. Θεωρήθηκε τότε σκόπιμο να εκτεθούν σε κάποιο χώρο και τα βυζαντινά γλυπτά που προέρχονται από το ίδιο το μνημείο. Η έκθεση τελικά αναπτύχθηκε στα πρόσκτισμα του μνημείου και στον αύλειο χώρο. Στους χώρους αυτούς υπάρχουν διάφορα γλυπτά του άλλοτε γλυπτού διάκοσμου του ναού, καθώς και διάφορα επιτύμβια μνημεία[47].

 

ΦΩΤΟ2 Δυτική όψη του ναού των Αγίων Θεοδώρων

ΦΩΤΟ3 Αναπαράσταση της μονόλικτης βασιλικής πριν την επέμβαση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Βασίλειου του Β΄, με την οποία  η μονόκλιτη βασιλική μετασχηματίσθηκε σε τρίκλιτη (1014 μ.Χ.)

ΦΩΤΟ4 Αναπαράσταση του περίστωου της βασιλικής των Αγίων Θεοδώρων

 

[1] http:// www.serrelib.gr/gramatosima.htm (12-01-12).

[2]http://www.yougles.com/m/.../recent?page...9, Σ. Δαδάκη, Έφορος 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (02-01-12).

[3] Γ. Καφταντζής, Ιστορία της πόλης των Σερρών και της περιφέρειάς της, τ. 3, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 145.

[4] Γ. Καφταντζής, ό.π., σ. 148.

[5] Γ. Καφταντζής, ό.π., σ.σ. 149-154.

[6] Π. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια τα περί τας Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου, Θεσσαλονίκη 1988, σ.24.

[7] Π. Παπαγεωργίου, ό.π., σ.25.

[8] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40, σ.154.

[9] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών κατά την Έκφρασιν του Πεδιασίμου», Επετηρίς Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΙΘ΄ (19), Αθήνα 1949, σ. 260.

[10] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών κατά την Έκφρασιν του Πεδιασίμου», Επετηρίς Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΙΘ΄ (19), Αθήνα 1949, σ. 260.

[11] P. Lemerle, Philippes et la Macedoine orientale, Paris 1945, πιν. 35-36.

[12] Saller, The memorial of Moses on mount Nebo, Jerusalem 1941.

[13] Γ. Καφταντζής, Ιστορία της πόλης των Σερρών και της περιφέρειάς της, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 97.

[14] Χ. Μπακιρτζής, «Σέρρες Παλαιά Μητρόπολη Αγίων Θεοδώρων», Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 33, μέρος Β΄1 – χρονικά, Αθήνα 1978, σ. 315.

[15] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40, σ.166.

[16] Χ. Κουκούλη - Χρυσανθάκη, «Σίρις - Σίρρα – Σέρραι», Σερραϊκά Ανάλεκτα, επιμ. Π. Σαμσάρης, τ.3, Σέρρες 2001, σ. 46.

[17] Cousinery, Voyage dans la Macedoine, Paris 1831, σ. 161.

[18] Κ. Παπακυριάκου, «Ιστορική αναδρομή στο Νομό Σερρών», Σερραϊκά Ανάλεκτα, επιμ. Π. Σαμσάρης, Εκδόσεις Δ.Ε.Π.Κ.Α. Σερρών, τ. 4, Σέρρες 2006, σ. 251.

[19] http://www.imsn.gr/proskynimatikos-naos-ag-theodoron (02-02-12)

[20] C. Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, Μετάφραση Μ. Παπαδάκη, Αθήνα 1991, σ. 325.

[21] Σ. Δαδάκη, «Παλαιά Μητρόπολη Σερρών (Άγιοι Θεόδωροι)», Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 47, Αθήνα 1992, σ. 517.

[22] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, ό.π., σ. 380.

[23] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 384.

[24] Χ. Μπακιρτζής, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 26.

[25] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 416.

[26] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40, σ. 155, εικ. 2.

[27] Π. Μιχελής, Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης, Αθήνα 1946, σσ. 42-43.

[28] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, ό.π., σ. 454.

[29] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 463.

[30] Α. Πασαδαίος, Ο κεραμικός διάκοσμος των κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1973, σσ. 50-75

[31] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40 , σ. 154.

[32] Την πληροφορία αυτή μας την εμπιστεύθηκε ο ιερέα της εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων Πατέρας Ιορδάνης στις 10-02-12.

[33] Π. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια τα περί τας Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 24.  

[34] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40 , σ. 154.

[35] Α. Ξυγγόπουλος, Ευρετήριον των μεσαιωνικών μνημείων, 1. Αθηνών, Ε.Μ.Μ.Ε. 1, τχ. Β΄, Αθήνα 1929, σ. 69, εικ. 57.

[36] Ν. Μουτσόπολους, Περιστερά: ο ορεινός οικισμός του Χορτιάτη καιο Ναός του Αγίου Ανδρέα: μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης του καθολικού της μονής και προτάσεις για αναβίωση της παραδοσιακής οικίας, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 33,

[37] G. Millet, Lecole grecque dans larchitecture Byzantine, Paris 1916, σσ. 3-189.

[38] Π. Βοκοτόπουλος, Η βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην χερσόνησο του Αίμου τον 10ο αιώνα, Κωνσταντίνος Ζ΄Πορφυρογέννητος και η εποχή του, Αθήνα 1989, σ σ. 151-155.

[39] Π. Βοκοτόπουλος, ό.π., σ. 162.

[40] Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 403.

[41] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40, σ.166.

[42] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών κατά την Έκφρασιν του Πεδιασίμου», Επετηρίς Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΙΘ΄ (19), Αθήνα 1949, σ. 267.

[43] Α. Ορλάνδος, ό.π., σ. 268.

[44] http://christidischristos.blogspot.com/2011/12/blog-post.html (02-02-12)

[45] Κ. Παπακυριάκου, «Κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες του Νομού Σερρών», Πανσερραϊκό Ημερολόγιο, Εκδόσεις Σ. Κοταμανίδης, τ. 18, Σέρρες 1992, σ.88.

[46] Α. Ορλάνδος, «Η Μητρόπολις των Σερρών», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. 5, Αθήνα 1939 – 40 , σ. 154.

[47] http://www.google.gr/odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj... Σ. Δαδάκη Έφορος της 12ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (12-01-12)

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 15 Μαρ. 2017 - 23:47