Η άλωση της Κωνταντινούπολης και ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης

Ο ανδριάντας του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου στον Μυστρά

«Τέλος, πάντων, την 29η Μαΐου 1453 είδεν η Δύσις εκπληρούμενον τον σκοπόν, τον οποίον λυσσωδώς επεδίωκεν` την άλωσην της Κωνσταντινουπόλεως»
  «Το την πόλιν σοι δούναι, ουτ εμόν εστίν ούτ άλλου των κατοικούντων ενταύθα κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν, μη φειδόμενοι της ζωής ημών»

Η απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου στο αίτημα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης

Η αρχή του τέλους.

12 Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι του πάπα Ιννοκέντιου του Γ’ καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη, με αρχηγό τον Ιταλό Βονιφάτιο Μομφερατικό.

Η καταστροφή της βασιλεύουσας πόλης, από τους παπικούς σταυροφόρους,  ενταγμένη στα διαχρονικά πλαίσια της παπικής παγκόσμιας κυριαρχίας που, παρά τις συγνώμες, παραμένει, με το νέο όνομα και σχέδιο της παγκοσμιοποίησης έως και σήμερα αδιαφοροποίητη, αποτελεί μέτρο σύγκρισης όλων των λεηλασιών που, στρατοί κατοχής, έχουν διαπράξει έως και σήμερα.

Πενήντα εφτά χρόνια κράτησε η παπική κατοχή της Κωνσταντινούπολης. Στις 25 Ιουλίου του 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακαταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη και επανιδρύει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία όμως πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεν ανέκαμψε ποτέ.

Η βάρβαρη κατοχή των Σταυροφόρων, είναι η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και, η βασική αιτία τής πτώσης της στους Οθωμανούς Τούρκους. Ήταν τόσο επαχθής η παπική κατοχή που, ο λαός της πόλης- αυτοκρατορίας, όταν βρέθηκε μια ανάσα από το θάνατο, συζητούσε για το ποιο είναι καλύτερο` το «φακιόλιον» των Τούρκων ή, η λατινική καλύπρα, επιλέγοντας το πρώτο, με τη λογική πως, είναι αδύνατο οι Τούρκοι να κάνουν χειρότερες βιαιοπραγίες από τους Λατίνους.

Όμω,ς γελάστηκαν! Οι Τούρκοι έκαναν τα ίδια με τους Λατίνους!

Το ψυχομαχητό της Αυτοκρατορίας, έως και την ήμερα που ήρθε φωνή από τον ουρανό και απ’ αρχαγγέλου στόμα, να πάψουν το χερουβικό, να χαμηλώσουν τ’ Άγια, να πάρουν οι παπάδες τα ιερά και τα κεριά να σβήσουν, γιατί είναι θέλημα Θεού η Pόλη να τουρκέψει, είχε πολλές και οδυνηρές στιγμές αγωνίας. Η Αυτοκρατορία άντεξε στις συνεχείς επιθέσεις των Οθωμανών, των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Καταλανών, των Φράγκων. Έχασε τα ζωτικής σημασίας εδάφη της Μακεδονίας από τους Σέρβους και τους Τούρκους, αντιμετώπισε την πολιορκία της Θεσσαλονίκης και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, από τον Ιούνιο έως και το Σεπτέμβριο του 1422, από τον Μουράτ Β΄.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άντεξε στις επιθέσεις των αλλοφύλων και στις υπονομεύσεις των παπικών έως και τις 2.30 το μεσημέρι της 29ης  Μαΐου του 1453.

Την ημέρα αυτή, που ταράχθηκε η Δέσποινα και δάκρυσαν οι εικόνες, έπεσε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο τελευταίος Αυτοκράτοράς της, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, το καύχημα και η έμπνευση, μαζί με τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα, κάθε αγωνιστή για την Ελευθερία.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, έβδομος της ομώνυμης αυτοκρατορικής Δυναστείας, ήταν γιος του Μανουήλ Παλαιολόγου.

Η ήττα του Σέρβου δεσπότη των Σερρών Ιωάννη Ugljesa και του αδελφού του Vukasin στις 26 Σεπτεμβρίου του 1371 στη μάχη του Cernomen στον Έβρο έδωσε τη δυνατότητα στους Σέρβους ηγεμόνες  Κωνσταντίνο και Ιωάννη Dragaš, που εξουσίαζαν περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας, να καταλάβουν την πόλη των Σερρών, για μικρό χρονικό διάστημα, αφού, το Νοέμβριο του 1371 την ελευθέρωσε ο Διοικητής της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Παλαιολόγος που, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1373 στέφθηκε συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.

Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, στην πόλη των Σερρών, γνώρισε τη Σερβίδα πριγκίπισσα Έλενα Dragaš την οποία και παντρεύτηκε, μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, στις 10 Φεβρουαρίου του 1392. Η Έλενα Dragaš, λίγο πριν από τη στέψη της σε αυτοκράτειρα μετονομάστηκε σε Ειρήνη και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1450. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ήταν το τέταρτο παιδί από τα έξι αγόρια που απέκτησε  με την Ειρήνη-Έλενα Dragaš ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος. 

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1404. Από νωρίς, ο πατέρας του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) του ανέθεσε ηγετικές και υπεύθυνες, για τις συνθήκες της εποχής, διοικητικές θέσεις. Έτσι ανέλαβε τη διοίκηση των πόλεων του Εύξεινου Πόντου, το 1427 τη διοίκηση της Βοστίτσας (το σημερινό Αίγιο) ενώ, στη συνέχεια, με τα αδέλφια του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβε τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά.

Την εποχή αυτή κατάφερε να ανακαταλάβει τις εναπομείνασες, υπό τον έλεγχο των Φράγκων, περιοχές της Πελοποννήσου. Η διαφωνία των τριών αδελφών ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να επιστρέψει στην Βασιλεύουσα, όπου και παρέμεινε από το Σεπτέμβριο του 1435 έως και τον Ιούνιο του 1436. Κατά πάσα πιθανότητα, κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχε στις προκαταρτικές συζητήσεις για την ένωση των εκκλησιών και, χάρη σ’ αυτή την εμπειρία, συμμετείχε σε επιτροπές που μετέβησαν στην Ιταλία, για να συζητήσουν αυτό το θέμα. 

Από τις 27 Νοεμβρίου του 1439 έως και την πρώτη Φεβρουαρίου του 1440 αντικατέστησε τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο (1425-1448) που, επικεφαλής ενός ομίλου από αξιωματούχους της αυτοκρατορικής αυλής και εκκλησιαστικούς ηγέτες, πήγε στην Ιταλία, για να συμφωνήσει την ένωση των εκκλησιών και τη μεταστροφή στο δόγμα των Λατίνων του Ορθόδοξου λαού και του κλήρου της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Μετά την επώδυνη, για την Ορθοδοξία, διακήρυξη της ένωσης των εκκλησιών,  ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος επανήλθε στην Βασιλεύουσα και ο Κωνσταντίνος, τον Οκτώβριο του 1443 επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου και έγινε Δεσπότης του Μυστρά. Αυτή την εποχή συνομιλεί με τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, το φιλόσοφο με τη νεοελληνική συνείδηση, που έγραφε στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο  πως: «Έλληνες εσμέν το γένος, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Καρπός της πνευματικής επίδρασης του φιλοσόφου, ήταν η στερέωση της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που επηρέασε μεγάλως τις κατοπινές του αποφάσεις.

Επί των ημερών του, το Δεσποτάτο του Μυστρά, αύξησε τα όριά του και βελτίωσε την άμυνά του με την οικοδόμηση στον ισθμό της Κορίνθου του τείχους του Εξαμιλίου, το οποίο όμως δεν άντεξε στην επίθεση των στρατευμάτων του Μουράτ του Β΄, που νίκησε τον Κωνσταντίνο στις 10 Δεκεμβρίου του 1446 και τον υποχρέωσε να γίνει φόρου υποτελής του.

Στις 31 Οκτωβρίου του 1448 πεθαίνει, χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος που, παρά τη σθεναρή αντίσταση του Μητροπολίτου Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού, είχε υπογράψει στις 6 Ιουλίου του 1439 την επαίσχυντη ένωση των εκκλησιών.

Στο θρόνο της Αυτοκρατορίας τον διαδέχεται ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που, στις 6 Ιανουαρίου του 1449 στέφθηκε Αυτοκράτορας στο Μυστρά ως Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ και, δύο μήνες αργότερα, εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη.

Την αρχή της Βασιλείας του σημάδεψαν γεγονότα με τεράστια πολιτική σημασία. Το πρώτο ήταν η παραίτηση, από τη θέση του καθολικού κριτή και γενικού σεκρετάριου των ανακτόρων Γεννάδιου του Σχολάριου, που έγινε το 1450. Το δεύτερο, ο θάνατος του Σουλτάνου Μεχμέτ του Β΄, που συνέβη στις 2 Φεβρουαρίου του 1451 και, το τρίτο, η φυγή από την Κωνσταντινούπολη του Πατριάρχη Γρηγορίου Β΄ Μελισσηνού τον Αύγουστο του 1451.

Η ανάληψη της εξουσίας από το νεαρό Μωάμεθ Β΄ επιδείνωσε τις σχέσεις Οθωμανών και Βυζαντίου. Η στρατιωτική πίεση των Οθωμανών στην βασιλεύουσα, που αυτή την εποχή ήταν πρωτεύουσα και κράτος της κάποτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθημερινά αυξανόταν και, η σύγκρουση φαινόταν πως ήταν αναπόφευκτη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν αξιόμαχες μεν αλλά αριθμητικά ασύγκριτα λιγότερες απ’ αυτές που διέθετε ο νέος Οθωμανός Σουλτάνος.

Από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεν έλειπε η προνοητικότητα, το θάρρος και η αποφασιστικότητα. Οι προθέσεις του νέου Σουλτάνου έδειχναν πως, η σύγκρουση, ήταν προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δυνατότητες βοήθειας για την Αυτοκρατορία ήταν περιορισμένες, καθώς, ο Σέρβος Δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς (1427), εγγονός του Πρίγκιπα Λαζάρου, που είχε ηρωικότατα αντισταθεί στις στρατιές του Μουράτ Α΄ στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) δεν είχε τη δυνατότητα βοήθειας, αφού η Σερβία βρισκόταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό από το 1439. Ακόμη, η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των Σέρβων και των Ούγγρων του Ιωάννη Ουνιάδη,  η ήττα του χριστιανικού στρατού στις μάχες της Βάρνας το 1444 και του Ουνιάδη στο Κοσσυφοπέδιο το 1448 απέκλειαν κάθε δυνατότητα βοήθειας από τις χριστιανικές δυνάμεις της Μεσευρώπης, γιατί ο Ουνιάδης είχε συνάψει ανακωχή με τους Τούρκους το Νοέμβριο του 1451.

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος,  παρά το γεγονός πως, δεν είχε περιορισμένη αντίληψη της συνολικής πολιτικής καταστάσεως στην Δύση, δεν υποψιαζόταν το μέγεθος των ραδιουργιών του πάπα Νικόλαου του Ε΄, που ενίσχυε με όλα του τα πολιτικά και οικονομικά μέσα το θρασύ Βασιλιά της Αραγωνίας και Νεαπόλεως Αλφόνσο τον Ε΄ που, οι πολιτικές και στρατιωτικές φιλοδοξίες του, με τις «ευλογίες» του πάπα, έφταναν έως και την ίδρυση μιας νέας λατινικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

 Η «…πολυώνυμος ... και μεγαλώνυμος…η μεγαλόπολις αύτη Πόλις πασών των υπό τον ήλιον πόλεων…» ήταν γεωγραφικά απομονωμένη από το χριστιανικό της περίγυρο. Η μόνη οδός επικοινωνίας της με τη Δύση, ήταν η θάλασσα. 

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, δεν είχε μπροστά του πολλές επιλογές. Τον Απρίλιο του 1451 στέλνει στη Ρώμη τον Ανδρόνικο Βρυένιο Λεοντάρη να ζητήσει βοήθεια. Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος, δίνει στον πάπα Νικόλαο Ε΄ δυο επιστολές. Η πρώτη ήταν του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ο οποίος εξηγούσε στον πάπα πως, ο καιρός είναι κατάλληλος για την παροχή βοήθειας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το στράτευμα του νεαρού Σουλτάνου ενώ, με τη δεύτερη επιστολή, που συνέταξαν οι ανθενωτικοί: «ουχ εκόντες…αλλά ηναγκασμένοι και βεβιασμένοι τας συνειδήσεις…» προτεινόταν στον πάπα η σύγκλιση μιας νέας συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, που θα επανεξέταζε τις μεταξύ των δυο εκκλησιών διαφορές.

Εν τω μεταξύ και, κάτω από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του λαού της Πόλης, για τον ύποπτο ρόλο που έπαιζε ο ενωτικός Πατριάρχης Γρηγόριος Β΄ Μελισσηνός στο ακανθώδες θέμα της ενεργοποίησης των όρων της συνόδου της Φλωρεντίας και της καλλιέργειας ασταθούς πολιτικού κλήματος στη Βασιλεύουσα, τον Αύγουστο του 1451 ο Πατριάρχης, φεύγει κρυφά και χωρίς να παραιτηθεί από την Κωνσταντινούπολη, πηγαίνοντας στη Ρώμη.

Το αίτημα του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, για στρατιωτική βοήθεια, συζητήθηκε στη Ρώμη και στις αυλές της Βενετίας και της Γένοβας, που έχοντας οικονομικά συμφέροντα στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Κύπρο και στον Γαλατά, δεν επιθυμούσαν μια ευθεία αντιπαράθεση με τους Οθωμανούς.

Έτσι η Γένοβα επίσημα απέτρεψε τους πολίτες της, που ζούσαν στη  συνοικία του Πέραν, να εμπλακούν στη διαμάχη, ενώ, η Βενετία και ο πάπας άρχισαν να ετοιμάζουν έναν μικρό στόλο, που ποτέ δεν έφτασε στην Βασιλεύουσα και ο Αλφόνσος της Αραγωνίας, στην πιο ακατάλληλη χρονική στιγμή, απέσυρε τα δέκα πλοία που διατηρούσε στο Αιγαίο.

Η φυγή του Πατριάρχη δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, τόσο στην Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και στις σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τον πάπα, ο οποίος ενημερώθηκε για την παρελκυστική πολιτική του Κωνσταντίνου στο θέμα της ενώσεως και, με επιστολή του, ζητούσε τόσο την αλλαγή των θέσεων του αυτοκράτορα στο ζήτημα της ένωσης των εκκλησιών, όσο και την επιστροφή και αποκατάσταση του Πατριάρχη Γρηγορίου Β΄ Μελισσηνού.

 Όμως, η απαίτηση του πάπα Νικόλαου, για άμεση ενεργοποίηση των όρων της Συνόδου της Φλωρεντίας, πέρα από την αποκατάσταση του λατινόφρονα πατριάρχη Γρηγορίου Μελισσηνού ήταν αυτή που, ουσιαστικά, ναρκοθέτησε κάθε καλή πρόθεση στη Δύση, για παροχή βοήθειας στους Έλληνες.

Η προσδοκία στρατιωτικής βοήθειας που, παρά τις υποσχέσεις, ποτέ δεν έφτασε από τους Λατίνους, καθώς και η μεγάλη αίσθηση ευθύνης για την τύχη της Αυτοκρατορίας, οδήγησαν τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στο λάθος, να μην αξιολογήσει σωστά το έμψυχο δυναμικό, που βρισκόταν μέσα στη Βασιλεύουσα. Δεν πίστεψε, όσο έπρεπε, στη δύναμη του λαού, στο αξιόμαχο φρόνημά του, που  περιγράφεται στο Ρωσικό χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη και φάνηκε περίτρανα στη μεγάλη μάχη της 29ης Μαΐου και, ιδιαίτερα, μετά την επαίσχυντη φυγή του Λατίνου Ιουστινιάνη.

Στις αρχές του 1452 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ διέταξε το κτίσιμο του ισχυρού φρουρίου Ρούμελη-Χισάρ που, μαζί με το φρούριο Αναντολού-Χισάρ, έδιδαν στους Οθωμανούς τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου.

Από τον Οκτώβριο του 1452, που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος και παπικός λεγάτος Ισίδωρος, με μια μικρή δύναμη διακοσίων τοξοτών, αναζωπυρώθηκε το θέμα της ένωσης των εκκλησιών. Επιτροπές λαϊκών και αρχόντων συζήτησαν, με προτροπή του Αυτοκράτορα, τις προϋποθέσεις αυτής της ένωσης. Η κατάληξη όλων αυτών των συζητήσεων, με απαίτηση του Αυτοκράτορα, αποτυπώθηκε σε κείμενο που συνέταξαν τα μέλη της Σύναξης του Πατριαρχείου, που συνήλθε στο παλάτι στις  15 Νοεμβρίου του 1452. Στο κείμενο αυτό τονιζόταν οι θεολογικές διαφορές με τους Λατίνους και εν τέλει, για ποιους λόγους διαφωνούν με το αποτέλεσμα της συνόδου της Φλωρεντίας. Τέλος, τα συμπεράσματα αυτής της τοπικής Συνόδου, κατέληγαν σε πρόταση σύγκλισης νέας Συνόδου Ορθοδόξων και Λατίνων στην Πόλη.

Μέσα στην αγωνία του, για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας, αυτός ο Έλληνας, «…ο κύρης Κωνσταντίνος, ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος, ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων…»  πήρε μια απόφαση, που ξεπέρασε τα όρια της εκκλησιαστικής Οικονομίας που, υπό ορισμένες προϋποθέσεις,

επιτρέπει την προσωρινή ή, και μόνιμη απόκλιση από την «ακρίβεια», «χάριν μείζονος ωφελείας τινών ή της καθ’ όλου Εκκλησίας» εφόσον όμως, παραμένει αλώβητη η ευσέβεια και η ακεραιότητα του ορθοδόξου δόγματος. Πέντε μόλις μήνες, πριν από την αποφράδα ημέρα, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, ενεργοποίησε το ναυαγισμένο σχέδιο της ένωσης των εκκλησιών και διακήρυξε, μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, την ένωση Ορθοδόξων και Λατίνων, τελώντας λειτουργία κατά το ρωμαϊκό τυπικό, στην οποία χοροστάτησε ο αρνησίθρησκος, πρώην μητροπολίτης Κιέβου και νυν καρδινάλιος Πελοποννήσου Ισίδωρος.

Η πολιτική αυτή απόφαση, διατάραξε την κλονισμένη από καιρό ομόνοια και συνοχή του λαού της Κωνσταντινούπολης.

Οι συνέπειες, αυτής της απόφασης, ήταν ολέθριες. Η προσβολή του Ορθόδοξου Δόγματος και του θρησκευτικού φρονήματος του λαού, οδήγησε σε διαμάχες και διαίρεσε τους άρχοντες. Στη Μονή του Παντοκράτορος, συγκεντρώθηκαν οι ανθενωτικοί και τέλεσαν τη Θεία Λειτουργία. Το μένος τους, εναντίον των παπικών,

δεν εκπήγαζε μόνο από τις διαφορές του δόγματος. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει την απίστευτη βαρβαρότητα των Λατίνων, σε βάρος του λαού της Αυτοκρατορίας, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Επιπρόσθετα, οι Κωνσταντινουπολίτες δεν αγνοούσαν το πώς ζούσαν οι ομόδοξοί τους, σε λατινοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας και, γιαυτό, κάθε συζήτηση για ένωση με τους Λατίνους όξυνε τα πνεύματα, με αποτέλεσμα να σημειωθούν  λαϊκές κινητοποιήσεις και, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα να κλονισθεί. Έτσι, όταν τον Απρίλιο του 1453 κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκε ένα ισχυρό στράτευμα, ενωμένο υπό τη σιδηρά εξουσία του Μωάμεθ Β΄, μέσα στη Βασιλεύουσα ο λαός ήταν δυσαρεστημένος με τον Αυτοκράτορα, ενώ, οι Λατίνοι, που ζούσαν στη συνοικία του Γαλατά, λειτουργούσαν, μέσα στη Βασιλεύουσα, ως πέμπτη φάλαγγα για τους Τούρκους.

 Η τελική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης αποφασίσθηκε από τον Μωάμεθ να γίνει στις 29 Μαΐου του 1453.

Στο ναό της Αγίας Σοφίας τελέστηκε λειτουργία και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, αντί να μεταλάβη, το τίμιο και πανάγιο Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Ιησού Χριστού, δυστυχώς, έφαγε άζυμο άρτο από τα χέρια του αρνησίθρησκου Καρδινάλιου Ισίδωρου, απεμπολώντας, για το συμφέρον της πατρίδας, τη δυνατότητα αγιοποίησής του.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος «η γενναιότητα και το ήθος του οποίου σπανίως συναντάται στην Παγκόσμια Ιστορία», με 5.000 Έλληνες πολεμιστές και 2.000 Λατίνους, το κύριο σώμα των οποίων αποτελούσαν οι 700 μισθοφόροι του γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, αντιστάθηκε στις δυνάμεις των Οθωμανών, που αριθμούσαν 160.000 χιλιάδες φανατισμένους μαχητές.

Λίγο νωρίτερα, από την αποφράδα ημέρα, στις  21 Μαΐου, πρεσβευτές του  Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, διεμήνυσαν στον Μωάμεθ, ως απάντηση στο αίτημά του να του παραδοθεί η Πόλη πως: «Εάν μεν θέλης και συ να ζήσης με μας ειρηνικά, όπως έζησαν και οι πρόγονοί σου, θα οφείλουμε χάρι στο Θεό…Το να σου δώσω όμως την Πόλι, ούτε δικαίωμά μου είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γιατί από κοινού θα πεθάνουμε όλοι με τη θέλησί μας και δεν θα λυπηθούμε την ζωή μας». 

Το πρωί της 29 Μαΐου του 1453, τα πυροβόλα όπλα των Οθωμανών, με πρώτο το φοβερό κανόνι του Ούγγρου Ουρβανού, άρχισαν την ιδιαίτερα σφοδρή επίθεσή τους εναντίων των τειχών της Πόλης. Στις επάλξεις της Βασιλεύουσας των Πόλεων, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ως ίσος με τους ορθόδοξους πολεμιστές και τους Λατίνους στρατιώτες, αμυνόταν γενναία. Όμως, ο τραυματισμός του Ιωάννη Ιουστινιάνη από θραύσμα πυροβόλου όπλου και η αποχώρησή του από τους προμαχώνες, ήταν ένα μεγάλο πλήγμα στην άμυνα της πόλης, μεγαλύτερο και από αυτό που οι Οθωμανοί τής κατάφεραν με την υπερνεώλκηση 70 τουρκικών πλοίων από το Βόσπορο στον Κεράτιο στις 23 Απριλίου του 1453. Έτσι: «ο τοσαύτα ανδρίας δείγματα προαποδειξάμενος Ιουστινιανός, καταβληθείς υπό του εκ της πληγής πόνου, από δειλία, μικροψυχεί και εν τοιαύτη κρισιμοτάτη στιγμή εγκαταλιπών την θέσιν φεύγει», παρά τις παρακλήσεις του Αυτοκράτορα.Η επαίσχυντη αποχώρηση του τραυματισμένου Ιωάννη Ιουστινιάνη, μείωσε τις δυνάμεις των αμυνόμενων, γιατί όλοι οι Λατίνοι, μαζί με τον  αρχηγό τους επιβιβάσθηκαν σε πλοία και έφυγαν για τη Χίο, όπου ο Ιουστινιάνης πέθανε με σύντροφό του τη ντροπή. Όμως, η ζημιά είχε γίνει. Οι υπερασπιστές της πόλης την πιο κρίσιμη ώρα, στερήθηκαν έναν μεγάλο εμπνευστή του πολεμικού τους φρονήματος.

Ο αγώνας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εκεί στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δεν μειώθηκε και: «...μέγας τωόντι εν τη δυστηχία αυτού γενόμενος, επεδείξατο ανδρίαν απαράμιλλον και ηρωϊσμόν εφάμιλλον του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών». Αγωνίστηκε ο Αυτοκράτορας, χωρίς τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα, μαζί με τους εναπομείναντες Έλληνες στις επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως, έως και την τελική πτώση του ίδιου και της Βασιλεύουσας των Πόλεων.

Οι Οθωμανοί «λυκοφεγγούσης της ημέρας» βρήκαν ανοιχτή μια μικρή πόρτα στο κάστρο, την Κερκόπορτα, μπήκαν στην Πόλη και: «Τέλος πάντων την 29η Μαΐου 1453 είδεν η Δύσις εκπληρούμενον τον σκοπόν, τον οποίον προ εξακοσίων ετών λυσσωδώς επεδίωκεν».

Η Κερκόπορτα, ένας κόκκος άμμου, έκρινε την ιστορία του κόσμου.

« Η Πόλις της οικουμένης… της καλλονής η εστία, το πρόσκαιρον της τρυφής χωρίον…του ημετέρου γένους το έδαφος, το των αγαθών πρυτανείον, ομόροις το θέλγητρον, και αλλογενέσιν ηδύτατον λάλημα…η κοινή πατρίς και μήτηρ και τροφός των ορθοδόξων Χριστιανών» ΕΑΛΩ! ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ και από τότε παραμένει σκλαβωμένη.

Ο Μιχαήλ Δούκας, με απλότητα, διηγείται τις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν δ΄ έτερος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστίν, αλλ’ ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».

Ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει πως, ο Μωάμεθ, ζήτησε το σώμα του Αυτοκράτορα και οι Οθωμανοί: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Κανένας από τους ιστορικούς της Αλώσεως δεν είδε το ιερό σκήνωμα του Αυτοκράτορα, πού τάφηκε σε τόπο μυστικό.

Ο ηρωικός θάνατός του μετατράπηκε από τον Ελληνικό Λαό σε ίστρο εθνικής ζωής, που μπολιάστηκε με θρύλους, σύμφωνα με τους οποίους άγγελος Κυρίου άρπαξε το Βασιλιά, μέσα από τα χέρια των Τούρκων, και τον έκρυψε σε μια σπηλιά όπου και παραμένει «Μαρμαρωμένος», για να ξαναρθεί στο πλήρωμα του χρόνου και, με το σπαθί του, να διώξει τους Τούρκους από τη Βασιλίδα των Πόλεων.

Ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, για τον Ελληνικό λαό δεν έχει πεθάνει!

Η πίστη αυτή τροφοδοτούσε τις ελπίδες του γένους, για μια επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, όπως τότε, στις 25 Ιουλίου του 1261 όταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, στρατηγός του Αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ξαναέκανε Ελληνική τη Βασιλεύουσα των Πόλεων, διώχνοντας τους παπικούς.

Το Έθνος, με την ηρωική αντίσταση τού Αυτοκράτορά του είχε ελπίδες αναγέννησης και, ακριβώς, το τέλος του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, αντάξιο Έλληνα στρατηλάτη και, η άρνησή του να παραδοθεί, αποτέλεσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο της επανάστασης του 1821, όπως μαρτυρά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Μι­αν φο­ρν, όταν επή­ρα­μεν το Ναύ­πλιον, ήλ­θεν ο Ά­μιλ­τον να με ιδή· μου είπε ό­τι: πρέ­πει οι Έλ­λη­νες να ζη­τή­σουν συμ­βι­βα­σμόν, και η Άγ­γλί­α να με­σι­τεύ­σ· εγ του απε­κρί­θη­κα, ότι αυτ δεν γί­νε­ται πο­τέ, ελευ­θε­ρί­α ή θά­να­τος· εμείς, κα­πι­τν Άμιλ­τον, πο­τ συμ­βι­βα­σμ δεν εκά­μα­με με τους Τούρ­κους· άλ­λους έκο­ψε, άλ­λους εσκλά­βω­σε με το σπα­θ και άλ­λοι, κα­θς εμείς, εζού­σα­μεν ελεύ­θε­ροι απ γεν­νε­ εις γεν­νε­ά· ο Βα­σι­λεύς μας εσκο­τώ­θη, καμ­μί­α συν­θή­κη δεν έκα­με, η φρου­ρ του είχε παν­το­τι­νν πό­λε­μον με τους Τούρ­κους και δύο φρού­ρια ήτον πάν­το­τε ανυ­πό­τα­κτα· –με είπε, ποία είναι η βα­σι­λι­κ φρου­ρά του, ποία εί­ναι τα φρού­ρια;– η φρου­ρ του Βα­σι­λέ­ως μας είναι οι λε­γό­με­νοι Κλέ­φται, τα φρού­ρια η Μά­νη και το Σού­λι και τα βου­νά».

Ο αρχιστράτηγος του αγώνα, γνήσιος εκφραστής της εθνικής συνείδησης έλεγε πως: «Έχουμε βασιλιά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στην Πόλη» ενώ, είναι στερεά η πίστη του λαού πως, τα λόγια των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ προς την Παναγία Μητέρα του Κυρίου: «Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζης, πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά μας θα ‘ναι», ανυπερθέτως θα επαληθευτούν στο πλήρωμα του χρόνου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Σάβ. 27 Μάιος. 2017 - 12:38