Εθνομηδενισμός και τουρκολαγνεία

Στο προηγούμενο άρθρο ασχοληθήκαμε με τις πολιτικές διαδικασίες στη χώρα μας, οι οποίες διευκόλυναν την εξάπλωση και ισχυροποίηση του εθνομηδενισμού. Για όσους αντιδρούσαν (Δεξιούς ή Αριστερούς) σε αυτές τις αναθεωρητικές απόψεις της ιστορίας και στη διαστρέβλωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού πολιτισμού, οι χαρακτηρισμοί ήταν βαρύτατοι και έξω από τους κανόνες ευπρέπειας και πολιτισμένης κοινωνικής συμπεριφοράς. Η διαφωνία σήμανε φασισμό, ρατσισμό, σκοταδισμό ή βαρβαρότητα και όταν ακόμα ο υβριζόμενος επικαλούνταν την άμεπτη πολιτική του συμπεριφορά ή ακόμα είχε τις ίδιες πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις με τον υβριστή του. Γι’ αυτό συλλήβδην όλοι οι στρατιωτικοί, οι θρησκευόμενοι αλλά και οι υπέρμαχοι της πατριωτικής Αριστεράς, σαν το Μίκη Θεοδωράκη ή το Γιώργο Καραμπελιά,  μετατρέπονταν σε «φασιστικά υβρίδια της ακροδεξιάς». Ακόμα και τον μακαρίτη Αντώνη Τρίτση, όταν για δήθεν πειθαρχικούς λόγους τον «εκπαραθύρωσαν» από το κόμμα, τα φερέφωνα της εθνομηδενιστικής προπαγάνδας τον χαρακτήριζαν «κρυφοδεξιό που έπασχε από προγονοπληξία». Ένα από τα «αμαρτήματά» του ήταν πως ως υπουργός παιδείας είχε εκφωνήσει, σε συνέδριο εκπαιδευτικών, έναν πατριωτικό λόγο με αναφορές στην αρχαιότητα και στην ανάταση του  ελληνισμού, αλλά και σχέδια για διάδοση του ελληνικού πολιτισμού με τη βοήθεια και των απόδημων Ελλήνων. Αυτός ο πατριωτικός σχεδιασμός του Τρίτση για «ανάταση του ελληνικού πολιτισμού», υπήρξε η πρόφαση της βαριάς κατηγορίας(!) από τους «προοδευτικούς» διεθνιστές της παγκοσμιοποίησης για την «αρχαιοελληνική προγονοπληξία και προγονολατρεία» του. 
Οι χαρακτηρισμοί ήταν βαρύτατοι για όσους αντιδρούσαν στη διδασκαλία του βιβλίου ιστορίας της Μαρίας Ρεπούση. Στις 28 Ιανουαρίου 2007, η εφημερίδα «Το Βήμα» παρουσίασε αφιέρωμα στο οποίο  αρθρογραφούσαν η συγγραφέας του βιβλίου Ιστορίας  Μ. Ρεπούση, η Χριστίνα Κουλούρη και ο πνευματικός τους μέντορας Αντώνης Λιάκος.  Από τη μία δήλωναν την έκπληξή τους για το μέγεθος των αντιδράσεων κι από την άλλη ο κ. Λιάκος, χρησιμοποίησε σκληρότερα λόγια από της κ. Κουλούρη, η οποία στις 7 Ιανουαρίου 2007 έγραψε στο «Βήμα της Κυριακής» ότι, αυτοί που αντιδρούν είναι «απλώς  νοικοκυρές, εργάτες και κτηνοτρόφοι». Ο Α. Λιάκος στην ίδια εφημερίδα χαρακτήριζε όσους διαφωνούσαν με το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση ότι ήταν «ψυχωτικοί».  Αλλά υπήρχαν και άλλοι βαρύγδουποι  χαρακτηρισμοί, όπως  αγράμματοι, εσμός Αλευρομαγείρων, εθνικιστικό λόμπι, φαιοχίτωνες, ακροδεξιοί, φαικόκκινη συμμαχία κ.ά. Ο πανταχού παρών και συντονιστής των αναθεωρητών Αντώνης Λιάκος, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, στις κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη, του Γ. Παπανδρέου και του Α. Τσίπρα, είχε με την ομάδα του διαρκή παρουσία στον κρατικό μηχανισμό και κυρίως στα εκπαιδευτικά θέματα. Στα τελευταία χρόνια, επί πρωθυπουργίας Α.Τσίπρα, είχε διοριστεί Πρόεδρος του φορέα για τον Εθνικό Διάλογο στην Παιδεία.  Η παιδεία, το υπουργείο εξωτερικών και τα μεγάλα ΜΜΕ είναι πάντα ο στόχος για τον εθνομηδενιστικό έλεγχο της κρατικής μηχανής.
Όπως ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας, για τους προγονόπληκτους(!) σαν τον Τρίτση, ο Αντώνης Λιάκος έγραψε ότι «η ιστορική εκπαίδευση θέλει να διαπλάσει σύγχρονους πολίτες με κριτική συνείδηση, όχι καρικατούρες των 300 του Λεωνίδα». Με λίγα λόγια η διάπλαση αυτή των πολιτών θα έπρεπε να επιτευχθεί με μια Ιστορία χωρίς ιστορικά γεγονότα και με Έλληνες χωρίς ελληνικότητα. Τα παιδιά των Ελλήνων που στο σχολείο διδάσκονταν τις «καρικατούρες» για τη Μάχη των Θερμοπυλών, την εποποιία του Μαραθώνα ή τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, «εξαπατούνταν» από τους δασκάλους τους διότι τα έκαναν να πιστεύουν ότι δήθεν(!) είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τότε όμως ποιοι είμαστε; 
Οι καθηγήτριες Θάλεια Δραγώνα (παντοδύναμη στο υπουργείο παιδείας, επί πρωθυπουργίας Παπανδέου το 2010 και υπουργίας Άννας Δαμαντοπούλου) και Άννα Φραγκουδάκη βρήκαν την απάντηση! Εμείς οι Έλληνες, λένε, μπασταρδεμένοι από Σλάβους, Αλβανούς και Τούρκους, είμαστε ένα ψεύτικο δημιούργημα της αρχαιολατρίας των Ευρωπαίων. Μας άρεσε αυτό το παραμύθι που το δεχτήκαμε «για να τα κονομήσουμε!». Η τουρκολατρεία επικράτησε ως επίσημη πολιτική κατεύθυνση στο υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων. Η Θ. Δραγώνα ως επικεφαλής της υπουργικής επιτροπής για την αναμόρφωση του Λυκείου, πρότεινε να αφαιρεθεί από τη διδακτέα ύλη η Βυζαντινή Ιστορία και η Επανάσταση του ’21 και το μάθημα να μετατραπεί σε προαιρετικό.  
Αυτή η τουρκολαγνεία των ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών της ομάδας των αναθεωρητών της Ιστορίας που έλεγχε όλες τις λειτουργικές δομές του υπουργείου παιδείας, δεν ήταν ένα ανεξάρτητο και μεμονωμένο αρρωστημένο σύμπτωμα της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Εντασσόταν στο γενικότερο πνεύμα των δυτικοευρωπαίων αναθεωρητών για το διαχωρισμό της ευρωπαϊκής Ιστορίας σε Δυτική και Ανατολική (Βαλκανική), με ταυτόχρονη αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας. Εξάλλου, και η θεωρία του Σάμιουελ Χάντινγκτον για τη «Σύγκρουση των Πολιτισμών» τοποθετούσε την Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων, στον «μη πολιτισμένο κόσμο» ο οποίος αποτελούσε εχθρό και κίνδυνο για την «πολιτισμένη Δύση». 
Πάνω στα ίδια σκαριά είναι διατυπωμένη και η θεωρία του Δ. Κιτσίκη, καθηγητή του πανεπιστημίου της Οττάβα του Καναδά και της Κωνσταντινούπολης, για τον «Ενδιάμεσο Χώρο». Αυτός ο χώρος συμπεριλαμβάνει, με ισότιμους (και όχι συγκρουσιακούς πολιτισμούς) τη χριστιανική Ορθοδοξία και το Ισλάμ. Γι’ αυτό ο Κιτσίκης πρότεινε τη δημιουργία μιας μεγάλης ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας, με την οποία θα αλληλοσυμπληρώνονται οι δυο πολιτισμοί. Κάτι παρόμοιο είχαν προτείνει και στο Μωάμεθ Β΄,τον πορθητή της Κωνσταντινούπολης, κάποιοι θρησκευτικοί ηγέτες του Βυζαντίου. Θα μπορούσε ο τούρκος σουλτάνος, σαν τον Καρλομάγνο, να διεκδικήσει τα κληρονομικά δικαιώματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την ανάδειξή του σε ηγέτη «μιας Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας». Αν υλοποιούνταν ένα τέτοιο σχέδιο ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα χρειαζόταν σήμερα να μιλά για «τα σύνορα της καρδιάς του και για μια γαλάζια πατρίδα της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου». Όλος αυτός ο χώρος θα ήταν τουρκο-ισλαμικός. 
Ο Δημήτρης Κιτσίκης υπήρξε ιστορικός, τουρκολόγος και καθηγητής διεθνών σχέσεων. Θεωρείται (από αυτούς βέβαια που η θεωρία του εξυπηρετεί τα σχέδιά τους!), μαζί με τον Γερμανό Καρλ Χαουσχόφερ και τον Αμερικανό Χάλφορντ Μακίντερ, ένας από τους τρεις περισσότερο σημαντικούς γεωπολιτικολόγους του κόσμου. Στα βιβλία και στα άρθρα του αμφισβητεί ότι υπήρχε «σκλαβιά και δουλεία» κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και δεν αποδέχεται τον «μύθο για το κρυφό σχολείο». Πλήρης ταύτιση με τους αναθεωρητές του ελληνικού υπουργείου παιδείας!. Επίσης, θεωρεί ότι τα ανατολικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού (στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου) είναι τουρκικής καταγωγής. Σ’ αυτό το σημείο οι απόψεις του συμπίπτουν με τους ισχυρισμούς του πρώην Τούρκου πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ, όπως διατυπώνονται στο βιβλίο του «La Turquie en Europe» (Η Τουρκία στην Ευρώπη). Ήταν το πρώτο βήμα για τη μελλοντική διεκδίκηση της κυριαρχίας (προσάρτησης) των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η οποία εντάσσεται στη μακρόχρονη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, με σχεδιασμό της δημογραφικής, στρατιωτικής και οικονομικής της ενδυνάμωσης. Οι απόψεις αυτές του Κιτσίκη υιοθετήθηκαν από τους έλληνες αναθεωρητές της Ιστορίας, όπως π.χ. τη Θάλεια Δραγώνα και την Άννα Φραγκουδάκη, οι οποίες τις αναδεικνύουν στα βιβλία τους αλλά και από τις σημαντικές θέσεις που κατείχε η Δραγώνα στο υπουργείο παιδείας, προσπάθησαν να τις εφαρμόσουν στην εκπαιδευτική διδασκαλία. 
Στο έργο του «The Intermediate Region: A common Civilization between the Adriatic Sea and the Indus River», ο Κιτσίκης εκθέτει τη θεωρία του για την «Ενδιάμεση Περιοχή». Τα περισσότερα έργα του αναφέρονται στην Τουρκία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ ένα από τα πρώτα βιβλία του για την «Ελληνική Προπαγάνδα» (Yunan Propagandasi) εκδόθηκε στα τουρκικά, στην Κωνσταντινούπολη το 1964, σε μια περίοδο επικίνδυνης έντασης στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Σ’ αυτό προβάλλεται και καταδικάζεται ο «ελληνικός εθνικισμός». Ένας ανύπαρκτος εθνικισμός σε μια Ελλάδα, σαν ψωριασμένη κότα, από την οποία όλοι οι γείτονές της (όλοι χωρίς εξαίρεση!) διεκδικούν εδάφη της, ενώ η ίδια ποτέ δεν φάνηκε να εφαρμόζει κάποιο δόγμα επεκτατικής και εθνικιστικής πολιτικής. Αυτός ο Έλληνας(!) καθηγητής φαίνεται ότι είναι εντιμότερος από τους άλλους εθνομηδενιστές και τους ιδεολόγους Εφιάλτες. Δείχνει και στον πιο αδαή παρατηρητή ότι για δυο πανεπιστημιακές έδρες και άλλα αφανή οφέλη, δεν δίστασε να εντάξει τις ιδεολογικές του ανησυχίες στα γεωπολιτικά παιχνίδια Δυνάμεων, οι οποίες στοχεύουν στην αποδόμηση της πατρίδας του ίδιου και των προγόνων του.  Είναι έντιμος για την ειλικρίνειά του αλλά και «άτιμος», με την αρχαιοελληνική έννοια που έδινε ο νομοθέτης Σόλων στη λέξη, για τους αδιάφορους και συμφεροντολόγους πολίτες οι οποίοι προξενούσαν δεινά στην πατρίδα τους. 
             

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 06 Νοε. 2019 - 13:24