ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ (2ο τελευταίο)

Μπορεί να ’ναι καλή τούτη η ζωή. Μπορεί να μη του λείπει τίποτα. Αλλά για τούτον, τώρα στα γεράματα δεν κάνει… Σαν είναι μικρό το δέντρο, αν το μεταφυτέψεις, μπορεί να ξαναπιάσει ρίζες. Μα μεγάλο δέντρο, δε μεταφυτεύεται. Θα ξεραθεί, θα μαραζώσει…
Κι απόψε, όπως ξέρει μάλιστα πως μπήκε ο Απρίλης, κ’ ήρθε η Άνοιξη πάλι, και δεν ξέρει αν θα τον βρει άλλη, δεν έκλεισε μάτι… Σαν το κορμί του ολάκερο να ’χε βελόνια. Σαν τα μάτια του να είχαν στεγνώσει… Χωρίς να δει την ώρα, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι, ντύθηκε και πήγε στην κουζίνα.
Τα παιδιά κ’ η νύφη του κοιμόντουσαν ακόμα. Έκανε καφέ, κάπνισε τρία – τέσσερα τσιγάρα μαζεμένα, και πήγε και στάθηκε μπρος στο παραθυράκι.
Άνοιξη είναι. Απρίλης. Ακόμα και μέσα του κάτι να γίνεται. Το νιώθει. Η ματιά του στέκει στο μικρό γεράνι, που είναι στο περβάζι.
Με τούτον τον καιρό, τούτη την εποχή που σκάει η γης και ξεπετάει ακράτητα χυμούς ζωής, σ’ όλα τα ζωντανά και τα βλαστάρια, και τούτο το φυτό, έχει πάρει ένα όμορφο, πράσινο χρώμα. Πάνω στα φύλλα του, μικρές δροσοσταλιές απ’ τον νοτιά της νύχτας, δε στεγνώσαν ακόμα…
Κοιτάει το μικρό κομμάτι τ’ ουρανού, ψηλά κι αντίκρυ, π’ αφήνανε μόνο να φαίνεται από δω οι γύρω  πολυκατοικίες. Ένα μικρό τετράγωνο αχνό γαλάζιο, που τώρα μόλις αρχίζει να φωτίζεται… Κ’ εδώ είναι μισοσκόταδο ακόμα.
Τέτοιαν ώρα, θ’άχε πάρει τα ζωντανά και θα είχε κινήσει για το Πιστράτι. Θ’ ακολουθούσε ο Βαλής μέχρι τα μισά του δρόμου, και θα γύριζε πίσω, όπως έκανε πάντα. (Τι να έγινε το δόλιο το ζωντανό…) θα ρούφαγε τη δροσερή ανάσα του κάμπου… Θα χαιρόταν το μάτι του, το φρέσκο πράσινο και τα λογής πολύχρωμα κεντήδια της γης, που ξεπετάγονταν ώρα την ώρα με το δροσό τ’ Απρίλη. Θα χαιρόταν τ’  αυτί του με κείνη τη μουσική απ’ τα πουλιά…
Θα έδενε για βοσκή τα ζωντανά και θα ξεχνιόταν – όπως πάντα – παλεύοντας στο χτήμα ώσπου να σουρουπώσει…
Απ’ το δρόμο, όσο περνάει η ώρα, τόσο πληθαίνουν ασταμάτητα οι περαστικοί, διαβολεμένοι σαματάδες, που τρέχουν σαν τους τρελούς, αφήνοντας πίσω τους μαύρες κάπνιες… Που σου κλείνουν τα ρουθούνια και σου κόβουν την  ανάσα. Που σε χτυπάνε στο μυαλό, στο κάνουν κουρκούτι…
Τώρα, άρχισε και κείνο το τρυπάνι στο πλαϊνό γιαπί, για την καινούργια πολυκατοικία. Που σπάει το βράχο και την πέτρα και μαζί, σου τριβελίζει το κεφάλι και πάει βαθειά στην καρδιά σου.
Άναψε πάλι τσιγάρο. Ακίνητος, αφαιρεμένος, κοιτάει τα φύλλα του γερανιού στη γλάστρα.
Νιώθει σα να πνίγεται τώρα, όμοια φυλακισμένος εδώ μέσα και μονάχος, σε τούτο το σκοτεινό… κελλί, τούτη την ώρα, που ξέρει τι γίνεται κει κάτω. Ετσι τούρχεται να φωνάξει. Θέλει σε κάποιον να μιλήσει, να του πει και να ξεσπάσει:
-Μετάνιωσε, μωρέ!... Πικρά μετάνιωσε που λύγισε και ήρθε… θέλει να φύγει, μωρέ… θέλει να πάει, να γυρίσει πάλι κει κάτω… Τι κι αν άλλαξε ζωή… Τι κι αν ξαπόστασε και ξένοιασε – όπως του λένε -. Τι κι αν τα βρήκε όλα, κι έχασε πια – ίσως και για πάντα πια – την Ανοιξη. Την Ανοιξη, μωρέ, και τον Απρίλη…
Σαν δυο δροσοσταλίδες να φύγανε απ’ το γεράνι, και κυλάνε τώρα απ’ τα δύο του μάτια. Και δίχως να το νιώσει…

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Παρ. 04 Μαρ. 2016 - 13:03