Από την Ελληνική και Ξένη Λογοτεχνία ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ

Αυτό γινόταν – όμως λιγότερο – κι από τότε που πρωτόρθε. Μα εδώ και κάμποσο καιρό τώρα, τις νύχτες πάλευε και τυραννιόταν με τον ύπνο. Σαν έπεφτε, όπως πάντα νωρίς, λαγοκοιμόταν λίγο και ξύπναγε.

Τεζάρανε τα μάτια του, κι όσο και να πάσκιζε, δεν κατάφερνε πια να κοιμηθεί, και βολόδερνε πάνω στο στρώμα. Συχνά τον βασανίζανε κάτι μπερδεμένα όνειρα, και συλλογιές αλλόκοτες…

Κάθε λίγο, πάταγε το κουμπί, άναβε το λαμπάκι που του είχαν πλάι στο κρεβάτι, κι’ έπιανε το ρολόι του κάτω απ’ το προσκέφαλο, κοιτάζοντας την ώρα. Κι αυτοί οι καταραμένοι οι δείχτες, λες κι’ είχαμε κολλήσει με τσιρίσι…

Αρρώσταινε. Βαλάντωνε πάνω στο κρεβάτι, ως ότου να υπολόγιζε πως πια, έπρεπε να’χει αρχίσει να χαράζει. Γιατί το φως της μέρας δεν έφτανε δω μέσα. Τότε πεταγόταν, ντυνότανε, και πατώντας στις μύτες να μη ξυπνήσει τους άλλους πήγαινε στην κουζίνα. Εφτιαχνε καφέ κι άρχιζε τα τσιγάρα… Κάπνιζε και συλλογιόταν.

Πότε θυμόταν το μποστάνι κει κάτω στο Πιστράκι. Ο τόπος τούτο τον καιρό θα ναι χαρά Θεού. Παράδεισος. Μα κείνο θα κοντεύει να ρημάξει, αν δεν ρήμαξε κιόλα…

Πότε θυμότανε τα ζωντανά του, ένα – ένα, που τα ξολόθρεψε όλα. Τ’ αμπέλι τουλάϊστον και τις ελιές, θα τις κοιτάει ο Ταρής που έβαλε σέμπρο; Εκείνος πάντα τεμπέλης ήτανε ο κερατάς, μα πού να βρεις καλύτερο που έχουνε φύγει όλοι… Τώρα τα κλήματα θέλουνε ράντισμα. Λίγο αργότερα πρέπει να τα σκαλίσει… Θα ρίξει άραγες κανά νερό ο Απρίλης;…

Θυμάται και τους φίλους, όλους της ηλικίας του, που άφησε ’κει κάτω. Και την παρέα τους τα βράδυα στην ταβέρνα του Κούρτη… Πρέπει και τώρα νά’ναι καλό το κρασί του. Από τότε που σταμάτησε να του δίνει το δικό του το σταφύλι, παίρνει του Πανωλάκου. Καλό είναι κι’ αυτό, ξερικό αμπέλι…

Το σπίτι του, από τότε που τον κατάφεραν και το πούλησε, ούτε θέλει πια να το θυμάται. Κάθε φορά που πάει εκεί ο νους του, σα να φεύγει ένα κομμάτι απ’ τη ζωή του…

-Βρε πως την έπαθε. Πως στάθηκε μπόσικος και τον φέραν τούμπα. Και τον καταφέρανε… Μα πάλι, θα πρέπει να πει και το σωστό. Δε θα πρέπει νά’χει παράπονο. Να μην είναι αχάριστος.

Κι αν έμενε κει κάτω, τι θα γινόταν ολομόναχος. Ως πότε θα πάλευε. Κι’ εκεί ως τότε που έφυγε ήτανε σκλάβος. Σκλάβος της δουλειάς και της μιζέριας. Τάχα τα ξέχασε;

Και κείνη η δόλια η γριά, τι τράβηξε όσο ζούσε. Κ’ έφυγε λίγο νωρίς η δόλια. Δεν πρόλαβε να ξανασάνει, τώρα που τα παιδιά εδώ έχουν προκόψει και δόξα τω Θεώ είναι καλά. Εφυγε βασανισμένη, αποσταμένη. Αν την είχε τουλάϊστον κι αυτήν τώρα εδώ που είναι, να μην ήταν μονάχος…

Μα όπως και νάγινε, δεν πρέπει να έχει παράπονο. Όχι. Εδώ τώρα είναι αφέντης. Αφέντης με τα όλα του. Τίποτα δεν του λείπει. Η νύφη του τον έχει καλύτερα κι από πατέρα. Την κάμαρά του την έχει. Τα καθαρά στρωσίδια του. Τα ρούχα του, το μπάνιο του, το καλό φαΐ του. Και ποτέ άδεια την τσέπη. Δεν πρέπει να έχει παράπονο. Εδώ ξαπόστασε, ξένοιασε…

Ναι, αλλά πάλι, τι να το κάνεις που εδώ είναι μονάχος. Που σαν φεύγουν τα παιδιά, βγαίνει το πρωί απ’το σπίτι και δε βρίσκει έναν άνθρωπο να πει καλημέρα. Εδώ, πανάθεμά τους, είν’ όλοι κουρδισμένα μηχανάκια. Ολοι τρέχουνε σαν παλαβοί, κανένας δε γυρνάει να σε κοιτάξει. Σε κείνον το μικρό καφενέ της γειτονιάς που πάει, δεν ξέρει κανέναν να πει δυο λόγια. Θέλει κάποιο βραδάκι να πάει να πιει κανά κρασί, με ποιον να πάει…

Και τα βράδυα, νωρίς – νωρίς γυρίζει σπίτι. Ο μικρός θα λείπει. Ο μεγάλος με τη νύφη, αν δε λείπουνε κι αυτοί, θά’ναι κολλημένοι σε κείνο το κουτί, και για ώρες δε θα βγάζουν άχνα. Να καθήσει και κείνος; Όχι, δε θέλει. Δεν τα νογάει κείνα που δείχνει, και τον ζαλίζει. Τον φέρνει σκοτούρα και θολούρα στα μάτια.

Και πάει νωρίς – νωρίς και ξαπλώνει…

(αύριο το τέλος) 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 03 Μαρ. 2016 - 13:00