Από την Ελληνική και Ξένη Λογοτεχνία ΠΕΡΟΥ

Μισέλ Μπροντώ

``Το Περού, σε μια πρώτη ανάγνωση είναι η ιστορία μιας χαμένης αγάπης. Σε μια δεύτερη, είναι η ιστορία όλων των χαμένων ονείρων, των χαμένων υποθέσεων, των πραγμάτων που δεν θα ξανακάνουμε ποτέ, των ποταμών που δεν θα διαβούμε δεύτερη φορά’’.

Β.Κ.

Απόσπασμα

Τη Μαρία Σαμπίνα Ετχέρος – Λίνσε την είδα για πρώτη φορά στο προαύλιο ενός κολεγίου της λεωφόρου Αρεκίπα, στη Λίμα, κάποιον Απρίλιο.

Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, με φωτεινό πρόσωπο, μισοκρυμμένο πίσω από μια μακριά φράντζα χρυσαφένιων μαλλιών, που την άφηνε κάθε τόσο να πέφτει μπροστά, λιγότερο για να μοιάζει στη Λωρήν Μπακώλ και περισσότερο για να βλέπει με ένα μόνο μάτι, και να τη βλέπουν έτσι και οι άλλοι.

Μπλε ήταν το χρώμα εκείνου του αριστερού ματιού που κοίταζε επίμονα το πρόσωπό μου.

Είχε στόμα σαρκώδες σαν μεγάλο κεράσι, σαν δαμάσκηνο. Φορούσε γκρίζο φουστάνι με τιράντες πάνω από λευκό πουκάμισο, που ήταν η στολή του κολεγίου για κορίτσια, όπως ήταν για τ’ αγόρια το γκρι κοστούμι με άσπρο πουκάμισο και τα μαύρα παπούτσια, και κάτω από τις πιέτες του γκρίζου φουστανιού της ένα ζευγάρι κόκκινα σκαρπίνια με κορδόνια, που μου φάνηκαν πολύ περίπλοκα. Δεν είχαν το χρώμα που επέβαλλε ο κανονισμός, γι’ αυτό και μου τράβηξαν την προσοχή.

Σ’ ένα κολέγιο, αποκτούν πολύ γρήγορα σημασία ακόμη και οι παραμικρές λεπτομέρειες στην αμφίεση, και οι πιο ασήμαντες παραλλαγές στην επιβεβλημένη μόδα.

Χαμογελούσε κι έμοιαζε να μην αφήνει ελεύθερη τη ζωηράδα που έκρυβε μέσα της, από σεμνότητα ή για να με προκαλέσει.

…………………………………….

Δεν φανταζόμουν καθόλου πόσο σημαντικό ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου μέχρι και σήμερα ακόμη, που τα λουλούδια της γιακαράνδας έχουνε πέσει και τα πουλιά εκείνων των χρόνων έχουν πετάξει.

Τότε, δεν αδημονούσα καθόλου να τη δω, εγώ που αργότερα, σε λίγο, έμελλε να αδημονώ τόσο πολύ. Πήγαινα προς την αίθουσα των καθηγητών και ήταν εκεί, στη βάση της σιδερένιας σκάλας, με το ένα χέρι στο κιγκλίδωμα, σαν να φυλούσε σκοπιά.

Περπατούσα στην εσωτερική αυλή του κολεγίου, στη διάρκεια κάποιας ώρας μελέτης, και στεκόταν επάνω, στο διάδρομο που σχημάτιζε υπερώο ολόγυρα στην αυλή… Κάποια αταξία θα’χε κάνει και ήταν τιμωρημένη, εκτός κι αν την είχαν στείλει για κιμωλίες. Με παρακολουθούσε.

Μιλούσα κάπου παράμερα με τον μεγάλο της αδελφό, τον Ρούλφο, και ξάφνου ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των μαθητών που ο ήχος του ηλεκτρικού κουδουνιού θα σκόρπιζε σε λίγο στις διάφορες αίθουσες… Αυτά τα ραντεβού, αθέλητα κι ακόμη με κάποιον τρόπο επιθυμητά, απ’ τη μεριά μου, τουλάχιστον, συνεχίστηκαν σχεδόν για ένα χρόνο.

Ήμουν είκοσι χρονών και είχα έρθει στη Λίμα να διδάξω γαλλικά, επειδή δεν είχα καμία κλήση για τη στρατιωτική θητεία κι επειδή ήθελα να φύγω όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ την πατρίδα μου. Μου πρότειναν το Περού και δέχτηκα χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, ένα τέτοιο όνομα δεν μπορείς να το αρνηθείς, είναι το όνομα του χρυσού, των ορυχείων και κάτι σαν ειρωνική ερώτηση, «le pere, ou?, είναι το όνομα της χώρας των αινιγμάτων.

Είχα γνωρίσει τον Ρούλφο στο Παρίσι, όταν ολοκλήρωνε τις σπουδές του στη Σορβόννη, και είχαμε γίνει πολύ στενοί φίλοι. Ο Ρούλφο, σε αντίθεση με την αδελφή του που τα είχε πάρει όλα από τη μητέρα της, τα ανοιχτά χρώματα, ήταν κατά το ένα τέταρτο Ινδιάνος σαν τον πατέρα του, που ήταν κατά το ήμισυ. Έμοιαζε με νεαρό κοράκι, καχύποπτο και κατσουφιασμένο, με τη σκούρα επιδερμίδα… και πάντοτε όλος δαχρύβρεχτες ιστορίες, απ’ αυτές που διηγούνται μεταξύ τους οι πρώτοι κάτοικοι της πατρίδας του, θέλοντας να εξηγήσουν πόσο πικρά τους στοίχισε ο ερχομός των Λευκών. Υπήρχε κάτι στη σκούρα επιδερμίδα του που με έλκυε σαν ένα αίμα πιο αληθινό πιο δυνατό απ’ το δικό μου, και τον άκουγα με συγκίνηση να λέει στίχους της βασιλικής γλώσσας που τον είχε υποδουλώσει.

Φτάνοντας στο Περού, βεβαιώθηκα αμέσως για την προειδοποίηση που μου είχε κάνει, από το Παρίσι ακόμη: εδώ όλα είναι ανάποδα. Χειμώνα έχουνε το καλοκαίρι, τα σχολεία ανοίγουν την άνοιξη, μπορούσες να έχεις μια αδελφή που έμοιαζε να έχει αλλάξει είδος, ράτσα, καταγωγή, μια αδελφή Γερμανίδα σχεδόν, και κανείς να μην ενοχλείται απ’ αυτό.

Υπήρχαν τόσες ανακατεμένες φυλές στο Περού, η επιμειξία ήταν η βάση των πάντων, κι αυτό το γευόσουν και στη μαγειρική, που ήταν ταυτόχρονα ισπανική, εβραϊκή, ινδιάνικη και κινέζικη.

Ο Ρούλφο με είχε βοηθήσει να βρω μια θέση στη Λίμα και με είχε παρουσιάσει στην οικογένειά του, στην οποία υπήρχαν πολλοί διπλωμάτες. Τα λεφτά προέρχονταν από τις γυναίκες και τα υψηλά αξιώματα τα ασκούσαν οι άντρες. Ο Ρούλφο δεν είχε προβλέψει ότι κάτι θα συνέβαινε ανάμεσα στην αδελφή του κι εμένα, μια ανταλλαγή βλεμμάτων περισσότερο, μακρές σιωπές απ’ τη μεριά μου, και κάτι σαν απόσυρση της εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνον κι εμένα.

Ένα χρόνο μετά την αφιξή μου στη χώρα του, του πρότειναν μια θέση στη Βόρεια Αμερική, σ’ ένα καλό πανεπιστήμιο.

Ήταν ένα σκαλοπάτι προς τη σταδιοδρομία στις εξωτερικές και μορφωτικές υποθέσεις. Έφυγε, αφήνοντάς μας, τη Μαρία Σαμπίνα κι εμένα, ελεύθερους ν’ αγαπηθούμε, αν έτσι μας ήταν γραφτό. 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 09 Μαρ. 2016 - 11:01