Από την Ελληνική και Ξένη Λογοτεχνία ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

Κάποια Κυριακή ταξίδευα μ’ ένα παμπάλαιο τραίνο, πήγαινα στο Κάμπου – Λούγκ.

Ήταν το καλοκαίρι μιας χρονιάς ξηρασίας, και η Ιουλιάτικη μέρα τόσο λαμπερή, ο ουρανός τόσο γαλανός, που αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι ν’ αντικρύζουν παρόμοια ομορφιά με τόσο εγωισμό.

Η ατμομηχανή αγκομαχούσε στην ανηφοριά, και μονάχα ο ατμός, με το βέλο του, θόλωνε την ασύγκριτη ομορφιά του τοπίου.

Η πλάση, με μια ευλογημένη στροφή στην πορεία της, έσβησε τις πληγές της πυρπολημένης γης. Ο Ιούνιος που είχε περάσει πια, είχε αφήσει πάνω στο γρασίδι και τα δέντρα μια κραυγή έντονα φυτική, πονεμένο πράσινο. Περνούσαμε από μικρούς ξύλινους σταθμούς, πνιγμένους στην ασυνήθιστη αυτή βλάστηση, έπειτα μάλιστα από παρόμοια θεομηνία, και χαιρόμουν γιατί σε λίγο θα έβλεπα την κοιλάδα του ποταμού Δαμποβιτσιοάρα, που τόσο βαθιά την αγαπά η ψυχή μου.

Ταξιδιώτης, μονάχα μ’ ένα οδοιπορικό σάκκο στο συρματένιο ράφι, αδιάφορος στο τι θα  συμβεί αύριο, χωρίς την έγνοια να βρω ένα καταφύγιο, χαιρόμουνα για τις μέρες που κατάφερα να σώσω από τις στείρες ασχολίες εκείνου του καιρού. Ημουν μονάχος και θλιμμένος, γιατί τα ταξίδια πρέπει να γίνονται πάντοτε με κάποιον, που να μπορείς να τον σφίξεις το χέρι… Η αργή πορεία του τραίνου, σαν του σαλίγκαρου, με λίγα βαγόνια τρίτης θέσης, ακάθαρτα, με είχε κουράσει. Ελειπαν ολίγες ώρες να φτάσουμε, και γω σαν να λυπόμουνα, σαν κάτι…

Ηταν λίγο πριν το μεσημέρι, κατά τις εντεκάμιση, μπορεί και περισσότερο. Οι ταξιδιώτες, μετρημένοι πάνω στους ξύλινους μπάγκους: Μια γυναίκα γερή, με βαρβάτο στήθος μέσα σε χωριάτικη άσπρη μπλούζα. Ενας νέος παπάς, κάπως αφρόντιστος, με αχτένιστα καστανά γένια κ’ ένα πατηκωμένο καλυμμαύχι κατεβασμένο στο ξέγνοιαστο μέτωπό του (αν και τα μάτια εκφράζανε την έντονη μελαγχολία…). Αυτό για λίγη ώρα, γιατί αμέσως μετά, σε μια στάση εξίσου κακομοιριασμένη, γέρνοντας στο παράθυρο είδα ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα του βαγονιού μου μερικοί άγνωστοι. Ακούγονταν φωνές κοριτσίστικες, εκείνες οι φωνές που σε αναστατώνουν… Ανοιξε διάπλατα η ξύλινη πόρτα και στο ήσυχο και σχεδόν άδειο βαγόνι μπήκε μια ομάδα εφήβων. Ηταν τέσσερις ή πέντε. Τώρα, που το σκέφτομαι καλύτερα, ήταν  πέντε: δυο κοπέλες και τρία αγόρια.

Τ’ αγόρια φορούσαν πουκάμισα με σκωτσέζικα τετραγωνάκια και μιλούσαν δυνατά. Ο ένας κάπνιζε, και όπως φαίνεται ο καπνός τον έπνιγε. Οι κοπέλες τον κορόιδευαν, όχι λιγότερο αναμμένες, καθώς έριχναν τους ταξιδιωτικούς σάκκους στο συρματένιο ράφι.

Από την αρχή κατάλαβα ότι δεν τους άρεζε το βαγόνι και δεν ξαφνιάστηκα όταν άκουσα τη μια κοπέλλα – χαριτωμένη – να λέει στους συντρόφους της ότι πρέπει ν’ αλλάξουν βαγόνι, γιατί αυτό ήταν ασκούπιστο και μύριζε ανθρώπινο ιδρώτα.

-Όλα είναι σαν αυτό, απάντησε ο ένας από τους τρεις, κατεβάζοντας το πλαϊνό του βρώμικο τζάμι.

Είδα τον τρόμο στα μάτια του παπά, και χάρηκα λιγάκι, δεν ξέρω γιατί. Οι νεοφερμένοι φώναζαν και πειράζονταν με οικειότητα. Φαίνονταν πλουσιόπαιδα. Κάποτε – κάποτε, αν καλά θυμάμαι, το γυρνούσαν στα  γαλλικά, για να ξιπάσουν τους άξεστους συνταξιδιώτες τους.

Η ευθυμία είναι κατάσταση της στιγμής… Αν συμβεί να διαρκέσει καταντά επιφανειακή. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως δεν άντεχα πια το ξύλινο τροχοφόρο κελλί, και σκέφτηκα ν’ αλλάξω θέση. Με σκανδάλιζε, όμως, η αχόρταγη ματιά του πιο νέου από τους τρεις, ένα χλωμό παλικάρι με ολάνοιχτα μάτια και μελανιασμένο στόμα φυματικού. Ηταν πιο ήσυχος, πιο ήρεμος, και όλο κοίταζε από το παράθυρο το βρεμένο τοπίο, που άστραφτε στις αχτίδες του Ιουλιάτικου ήλιου. Τόσο πεινασμένη περιέργεια για τη φύση, δεν μπορούσε να την έχει πάρα ένας καλλιτέχνης…

Στις Μερμηγκιές – μου άρεσε η τοπωνυμία και την κράτησα – η πόρτα του βαγονιού ξανάνοιξε διάπλατα και στη σιωπή – ξαφνικά έγινε σιωπή – μπήκαν στο βαγόνι μας τρεις χωριάτες, θεριστές. Μαύροι από τον ήλιο, στεγνοί, κοκαλλιάρηδες… με κείνο το αποκάμωμα στο βλέμμα, που το αναγνωρίζεις σε όσους δουλεύουν βαριά στα σπλάχνα της γης. Που δεν αγαπούν τη δουλειά τους, που τη δουλεύουν φτωχοί και αναγκασμένοι από πατέρα σε γιο, που την κληρονομούν…

……………………………………………………………………………

Κρατούσαν στα χέρια τα δρεπάνια τους, με τις μεταλλικές λεπίδες να στράφτουν στον ήλιο που έμπαινε από το τζάμι. Τα στήσαν δίπλα τους, με προσεχτικές χειρονομίες, σαν νάταν ζωντανές υπάρξεις. Ηταν ξυπόλητοι, με πόδια μαύρα, και φορούσαν κάτι κουρέλια που μόλις φτάνανε να τους σκεπάσουν… Κάθησαν σιωπηλοί απέναντί μου, στο σκληρό μπάγκο, κ’ ένα τέταρτο της ώρας δε βγάλανε μιλιά. Τους κοίταξα ένα – ένα… Ο πιο νέος πρέπει να είχε περάσει τα τριανταπέντε… Ο δεύτερος, ένας γέρος ζωσμένος με φαρδιά δερμάτινη ζώνη, - που μέσα της φύλαγε τον καπνό και τη στουρναρόπετρα, κ’ ένα παλιό σουγιά… Με πονηρά μάτια, όμως και λυπημένα και κουρασμένα… έψαχνε με τα στεγνά δάχτυλα στην καπνοσακκούλα του, μηχανικά, μήπως βρει μερικά ψίχουλα καπνού, να τ’ απλώσει σ’ ένα κομμάτι εφημερίδας και να τα στρίψει επιτήδεια με καρτερία.

Ο τρίτος, είχε ρίξει το μαύρο καπέλο του στο σβέρκο και στήριξε την πλάτη του στο αποκούμπι του μπάγκου. Ο λαιμός του ήταν μακρύς και λεπτός και το στόμα του ωραίο, μικρό… Κι αυτός δεν είχε τίποτα να πει, έμεινε βουβός για πολλή ώρα. Κοίταζε από το παράθυρο, και όλη η ομορφιά των πραγμάτων, που κοντά τους περνούσε το τραίνο, γλιστρούσε από τ’ αδιάφορα μάτια του και τα έπλενε, όπως το νερό του βουνού, που πλένει τα βότσαλα των ποταμών…

(συνεχίζεται) 

Τελευταία ενημέρωση: 
Δευ. 29 Φεβ. 2016 - 13:32