ΕΠΙΠΛΕΟΝ 12,2 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΕΤΗΣΙΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Στα 12,2 δισ. ευρώ ετησίως διαμορφώνονται, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, τα περιθώρια δυνητικής ανάπτυξης του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα, δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας. Απαραίτητες προϋποθέσεις η αναβάθμιση της τεχνολογίας παραγωγής, του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων και του τρόπου λειτουργίας των συνεταιρισμών.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της τράπεζας, η υιοθέτηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων αυτής της μορφής εκτιμάται ότι θα ξεκλειδώσει την ανεκμετάλλευτη δυναμική της Ελλάδας προσφέροντας σημαντική στήριξη στην οικονομία.

Συγκεκριμένα, βάσει υποδειγμάτων της ΕΤΕ σε παγκόσμιο δείγμα σχεδόν 170 χωρών, εκτιμήθηκε ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά:

(i) την τεχνολογία παραγωγής,

(ii) το βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και

(iii) τον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορουσε να αυξήσει την άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 9,1 δισ. ευρώ ετησίως (3,6 δισ. ευρώ μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. ευρώ μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων).

Καθώς η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων κ.α.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ (ή 6,9% του ΑΕΠ) δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας.

Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, ευνοημένος από τα εγγενή φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, ο αγροτικός τομέας είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, συνεισφέροντας 2,9% στο ΑΕΠ (έναντι 1,2% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη) και 14% στην απασχόληση (έναντι 5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).

Παράλληλα, η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για τον κλάδο κατά την τελευταία 25ετία, με την παγκόσμια ζήτηση να αυξάνεται με ρυθμό 9% ετησίως και την Ευρώπη να παραμένει κυρίαρχη στη διεθνή αγορά τροφίμων (καλύπτοντας το 40% των εξαγωγών παγκοσμίως).

Ωστόσο, η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειμενικό συγκριτικό του πλεονέκτημα και να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ευκαιρία. Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία (μόλις 0,3% ετησίως αν αφαιρέσουμε τις επιδοτήσεις), με αποτέλεσμα πλέον να καλύπτει το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής από 0,8% το 1993.

Επιπλέον, ο βαθμός τυποποιήσης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη).

Ως αποτέλεσμα, ο αγροτικός κλάδος εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ το 2014 (ή 2,3 δισ. ευρώ αν ληφθούν υπόψη και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών όπως σπόροι, λιπάσματα, ζωοτροφές), ενώ η ΕΕ συνολικά εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 9 δισ. ευρώ.

Στο νέο τεύχος των περιοδικών εκδόσεων της Εθνικής Τράπεζας για κλάδους της ελληνικής οικονομίας, διενεργείται μια ανάλυση του παραπάνω ζητήματος δομημένη γύρω από τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:

* Ποιοι παράγοντες κρατούν την ελληνική αγροτική παραγωγή χαμηλά;

* Τι πρέπει να γίνει για να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα;

* Ποιο είναι το δυνητικό επίπεδο που μπορεί να φτάσει ο ελληνικός αγροδιατροφικός κλάδος;

* Ποια είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική για την επιτυχημένη απόβαση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές;

Τελευταία ενημέρωση: 
Παρ. 18 Δεκ. 2015 - 12:57