Οι Σέρρες του Γιώργου Καφταντζή

 «Ο Καφταντζής ήτανε για τις Σέρρες και οι Σέρρες για τον Καφταντζή ότι η Αλεξάνδρεια για τον Καβάφη κι η Σκιάθος για τον Παπαδιαμάντη. Ήτανε η πατρίδα της ψυχής του απ΄ όπου δωρίζει στην ελληνική γραμματεία το υψηλής ποιότητας ποίημά του «ο Σταθμός του Χατζή-Μπεϊλίκ», αλλά και τον πλέον καίριο για την ποίηση ορισμό: «Ποίηση είναι ένα παράθυρο, για να βλέπουμε από ένα υπόγειο που σιωπούμε».

Από τις 12 του Μάρτη του 1998 ο σεμνός γίγαντας των Σερρών κυκλοφορεί σε κάποιον άλλο ουρανό.

Σ΄ εμάς απομένει η ορφάνια και στην ανθρωπότητα οι στίχοι του». (Απόσπασμα από την ομιλία της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου, Φιλολόγου – Ποιήτριας για τον Γιώργο Καφταντζή στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών)

Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Γιώργου Καφταντζή δημοσιεύουμε μια επιλογή αποσπασμάτων από ποιήματά του για την αγαπημένη του πόλη.
                                   

Οι Σέρρες του ποιητή Γιώργου Καφταντζή
                                                                                      
Σέρρες πετσοκομμένη από καπνιά
τυραννισμένη από ξίδι, Βουλιαγμένη από φεγγάρια
με εκατό χιλιάδες κλειστά παράθυρα
χάνεσαι πάντα απ τα μάτια μου.
Παλιές κραυγές θαμμένες με λιγνίτη  
πετούν το σκοτεινό τους δόρυ. Του νερού
η αρχαία σκουριά πυκνή οδεύει
κατά την πύρινη πληγή. Το πράσινο σκαρί της
μισοπεθαμένος φορτώνει ερημιά.(1)
                                       *
Αν μου ζητούσε κανένας ξένος να του δείξω
το πιο αξιοθέατο μέρος της πατρίδας μου
στην αγορά των Σερρών θα τον πήγαινα
να τον σεργιανίσω, να την καμαρώσει
[…]                                                           
  Α, μεγάλο πράμα αυτή η αγορά
  η ίδια η ζωή που παλεύει είναι.
 Μ’ αρέσει να περπατάω στα σοκάκια της
 ψάχνοντας τα παιδικά μου χνάρια
 σ’ αυτά τα μαγαζιά γλέντησα, δούλεψα
 πότε αφεντικό, πότε δούλος.
 […]
 Εμείς οι δυο αγορά τα πάμε μια χαρά
 άσε με να σε μελετάω
 και να χαρτογραφώ τη θλίψη σου.
 […]
 Μαγεία λεν και Μοναξιά
Τα δυο ποτάμια που σε διασχίζουν (2)
                                   *   
[…] ο Στρυμόνας αρματώθηκε
με την άγρια λάμψη της βροχής
κι ο ήλιος βοσκάει σεργιανίζοντας
στη μουσκεμένη χλόη
της ΄Αγιας Ελένης
ανάμεσα σε 1.000.000 παπαρούνες
600.00 ηλιοτρόπια
90.000 καναδικές λεύκες
και 20.000 ρόδα που μοσχοβολούν! (3)
                               *  
Μια κίτρινη παλιά βροχή πέφτει σε κίτρινα τοπία
Η νύχτα τυλίγεται στο ασημένιο κοντογούνι της κι ανατριχιάζει
Στον αρχαίο δρόμο του ο Στρυμόνας κουρασμένος
Και οι νεκροί ήρεμοι σαν το λάδι σιγοπρασινίζουν (4)
                             *
 Όσες φορές κάθομαι και σκέφτομαι τον τόπο που γεννήθηκα νιώθω μια παράξενη συγκίνηση. Αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που έρχεται πάντα δεμένο με τους  μελαγχολικούς ήχους του ζουρνά απ’ την αχλύ των περασμένων, το ρίγος του  μισοφθαρμένου οράματος, πολλαπλά είδωλα σε σπασμένο καθρέφτη, άκαμπτες νύφες με ατέλειωτους λευκούς χορούς, νεκροί πνιγμένοι στα λουλούδια,  τρανταγμένοι από μοιρολογίστρες, παλαιστές αλειμμένοι λαμπερό λάδι,  σκονισμένα πανηγύρια, οι φιγούρες των προγόνων στο σκοτάδι (5)
_______________
                    
(1) Νοσταλγία, «Ουράνια Στάχυα», 1952.
(2) Η αγορά των Σερρών, «Δύσκολες Χρονιές»,1959.
(3) Ανοιξιάτικο, «Το πανηγύρι της φωτιάς», 1959.
(4) Μια κίτρινη παλιά βροχή «Ουράνια στάχυα», 1952.
(5) Βιογραφικό σημείωμα, «Βιογραφικά-Εργογραφικά»,1993.   

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Κυρ. 26 Μαρ. 2023 - 10:34