Ο τελευταίος μεγάλος

Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής εγκαινιάζει τη νέα τριώροφη πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Σερρών το 1956. Μαζί του ο Γεώργιος Τσιώτας από την Πρώτη και στο μέσον ο Νικόλαος Ζαπριάνος, τότε Γραμματέας της Κοινότητας Μανδηλίου Φυλλίδας

Ο Τρυγητής του 1930 μετρά τις τελευταίες του μέρες.

Ο μεσημεριάτικος ήλιος διαχέει τη γλυκιά θαλπωρή του στα χωριά των παρυφών του ιερού βουνού.

Ο πρωτότοκος γιος, νεαρός Δικηγόρος στις Σέρρες, φτάνει στο προσφιλές οικογενειακό σπίτι στην Πρώτη.

Στη μικρή αυλή ακούγεται βούισμα μελισσιών, τα κλαδιά της ροδιάς λυγούν από την αφθονία των καρπών.

Φιλά την κυρά – Φωτεινή και απαγκιάζει για λίγο στη μητρική αγκαλιά της.

Μπαίνει στο παιδικό δωμάτιο και χαϊδεύει τα μάγουλα του στερνογέννητου. Ακόμη ένα αγόρι, ο Αχιλλέας,  ήρθε να προστεθεί από τον περασμένο χρόνο στα έξι παιδιά.

Στο διπλανό τον περιμένει ο  κύρης του σπιτιού.

- Καλημέρα, πατέρα.

- Κάθισε.

Παρατηρεί τον πατέρα του.

Ο Γεώργιος, δάσκαλος, πράκτορας του Μακεδονικού αγώνα και τώρα καπνοκαλλιεργητής , είναι  ακόμη εύρωστος και ευθυτενής.

Πενήντα  χρονών δεν είναι γέρος. Τα μαλλιά του όμως έχουν ασπρίσει.

Το πρόσωπό του με τις βαθιές ρυτίδες φανερώνει τα σκληρά βασανιστήρια που υπέστη κατά την ομηρεία στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής και κάποια πικρία επίσης, μια θλίψη.

-  Μου είπαν πως είσαι υποψήφιος.

- Όχι ακόμη.

- Ωστόσο, πως το σκέφτεσαι. Άκουσε Κώστα. Δεν είσαι καμωμένος για την πολιτική. Σε ξέρω, έχεις χαρακτήρα. Αδιάλλακτος, αλύγιστος. Ή θα συμβιβασθείς και δεν θα είσαι ο εαυτός σου ή θα κρατήσεις την ωραία σου ακαμψία και θ’ αποτύχεις. Όπως και να είναι θα υποφέρεις, σε ξέρω, ως το μαρτύριο.

- Σειρά σου τώρα, γιε μου.

Ο Κώστας διστάζει. Όχι πως φροντίζει να ξεφύγει, αλλά αιφνιδιάστηκε και φοβάται μια σύγκρουση, όπου θα φαινόταν κατώτερος από την υπόθεση που υποστηρίζει.

Όμως παύει να αντιστέκεται στα λόγια που του ανεβαίνουν απ’ την καρδιά.

- Φιλοδοξία μου είναι να αφιερωθώ στους ανθρώπους του λαού μου, γι’ αυτούς και δια  μέσου αυτών θα ήθελα να δικαιώσω το πέρασμά μου απ’ τον κόσμο αυτό.

Ομολογία πίστεως βαθιά και ακέραια ειλικρινής για μια αποστολή που το τίμημά της υπήρξε βαρύτατο. Στέγνωσε γι’ αυτήν την ψυχή του. Δεν απέτυχε. Ούτε πρόδωσε τον χαρακτήρα του. Όμως υπέφερε. Υπό το άγχος των ευθυνών προκειμένου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να φανεί αντάξιος του εαυτού του και της Ιστορίας. Λιτός και αυστηρός  στην προσωπική του ζωή, θυσίασε τον ιδιώτη στο δημόσιο βίο. Δεν απήλαυσε ποτέ την εξουσία. Δεν την επεδίωξε ως επιβράβευση αλλά ως μέσο για να εκπληρώσει την αποστολή, στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του. Και σε καμιά περίπτωση δεν θα τη δεχόταν είτε υπό όρους είτε για να υπηρετήσει οποιαδήποτε άλλη πολιτική εκτός από τη δική του.

Χρειάστηκε να περάσει ο τόπος πολλές ακόμη περιπέτειες και ο ίδιος πολλές δοκιμασίες, για να συνειδητοποιηθεί από το μεγαλύτερο τμήμα του λαού ότι ο Μακεδόνας αυτός πολιτικός δεν συμβιβάζεται.  Προτιμά να αποσυρθεί παρά να νοθεύσει τις πεποιθήσεις του για το τι συμφέρει στο έθνος και το λαό.

Μια απουσία που διαρκεί για μήνες, για χρόνια και μια σιωπή περισυλλογής, όπου ο  ιδιωτικός λόγος αποσύρεται προκειμένου να  αποφανθεί, όταν  καταστεί  επιβεβλημένο, ως δημόσιος λόγος  λακωνικός αλλά καίριος.

Πεποίθησή του ότι η πολιτική δεν είναι επάγγελμα αλλά αποστολή και περισσότερο απ΄ αυτό ανθρώπινη δικαίωση και τελικά βωμός αυτοθυσίας υπέρ του τόπου.

Απλός βουλευτής ακόμη, το 1945, διατυπώνει με  λαγαρό τρόπο την πολιτική του φιλοσοφία  που φιλοδοξούσε να εφαρμόσει στην πράξη και την εφήρμοσε με ακύμαντη επιμονή, ότι «η έννοια της πολιτικής είναι η θέληση και η ικανότης να θυσιάζεσαι για τον τόπο σου. Όταν κατέχεις αυτή τη δύναμη ημπορεί να είσαι χρήσιμος στον τόπο  σου και στην εποχή σου… χωρίς γενναίο αίσθημα δεν γίνεται  τίποτε το σημαντικό  στη ζωή και προ παντός στην πολιτική, που αποτελεί την πληρέστερη έκφρασή της».

Εννόησε και βίωσε την πολιτική σε όλο της το μεγαλείο και το μαρτύριο. Επωμίσθηκε τον άθλο να κατευθύνει την ελληνική μοίρα, να αλλάξει την κοινωνική και πολιτική νοοτροπία και να μεταγάγει τον τόπο στην ευρωπαϊκή ιστορία.

Εθνικός διχασμός, κοινωνική ασυδοσία, πολιτική φαυλότητα και βαλκανικό πνεύμα – ανθρώπων, θεσμών και κράτους – υπήρξαν οι θανάσιμες πληγές της νεοελληνικής ιστορίας.

Έχοντας ως πρωταρχικό μέλημα την αποφυγή του διχασμού, της άρνησης αυτής της Ελλάδος, επικεντρώνει τη δράση του κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας σε τρεις τομείς: Οικονομική ανάπτυξη, υγιές πολιτικό κλίμα, πολιτική και εθνική ασφάλεια.

 Όταν όμως  οι συνασπισμένοι στον παραμερισμό τους «ανένδοτοι» ζηλωτές της εξουσίας άρχισαν να απειλούν με την υποδαύλιση των παθών, όχι μόνο τη συνέχιση του έργου του αλλά και τη γαλήνη του τόπου και το κύρος των θεσμών, προτίμησε να αποχωρήσει.

Να εγκαταλείψει τη χώρα και την πολιτική, που έδινε νόημα στη ζωή του. Γιατί, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να ανεχθεί το ενδεχόμενο που θεωρούσε μοιραίο:

Ότι, υπερασπιζόμενος το έργο του και διεκδικώντας πάλι την εξουσία πεισματικά μέσα στη μεθοδευμένη αναστάτωση, θα είχε συμβάλει κι αυτός στην αναζωπύρωση του εθνικού διχασμού.

 Για την εκτίμηση του πολιτικού έργου τρία στοιχεία έχουν κατ’ αυτόν ιστορική αξία:

Η πρόθεση, η ενέργεια και το αποτέλεσμα. Για την πρώτη περίοδο της πολιτικής του θητείας αμφιβάλλει, το 1966, ως προς το τι πέτυχε και τι δεν πέτυχε, είναι όμως απόλυτος σ’ ένα σημείο, στο ότι ανέτρεψε «την καθιερωμένη από μακρού αντίληψη ότι η αθλιότητα αποτελεί την αμετακίνητη μοίρα της Ελλάδος» και «απέδειξε εμπράκτως ότι μπορεί ο λαός μας να ευημερήσει».

Παραδέχεται ότι έκανε λάθη, αυτά όμως «ήσαν αναπόφευκτα ή ηθελημένα· ήσαν ηθελημένα μικρά λάθη για να αποφευχθούν μεγαλύτερα».

Διακατέχεται ωστόσο από μια μεγάλη πικρία, για το ότι δεν μπόρεσε να αποβαλκανιοποιήσει την Ελλάδα και δεν κατόρθωσε να αλλάξει την πολιτική νοοτροπία των Ελλήνων.

«Ο Ελληνισμός έζησε πάντα μέσα στο πρόσκαιρο και το υπερβολικό. Μπορεί να κάμει θαύματα για μια στιγμή, μα δεν μπορεί να κάμει καμιά προσπάθεια διαρκείας. Αλλά η πολιτική είναι κατ’ εξοχήν προσπάθεια διαρκείας».

Όταν αναλαμβάνει παράκλητος τον Ιούλιο του 1974 εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας, είναι για να βγάλει αυτή τη φορά τον τόπο από την επτάχρονη δικτατορία και να τον οδηγήσει σε μια και πάλι νέα ευρωπαϊκή πορεία. Ξεκινά από εκεί που τον σταμάτησαν οι δολοφόνοι του Λαμπράκη και του πολιτικού ήθους.

Εφαρμόζει με μαθηματική ακρίβεια το πολιτικό πρόγραμμα που συνέλαβε από τότε που πρωτοκατετάγη στην πολιτική. Προσαρμοσμένο και ανταποκρινόμενο  στις νέες διαμορφωθείσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες εγχώριες και ευρωπαϊκές, απότοκο μιας συστηματικής και ενδελεχούς επεξεργασίας κατά τη διάρκεια του ενδεκάχρονου εκπατρισμού του στη γαλλική πρωτεύουσα.

Αρχίζει από την αναίρεση του εμφυλίου νομιμοποιώντας το κομμουνιστικό κόμμα, διαγράφοντας από τον εθνικό χάρτη τις διαχωριστικές γραμμές, καταπολεμώντας τη γάγγραινα που λέγεται διχόνοια και κίνδυνος διχασμού. Συνεχίζει με την πολιτειακή τομή. Συντονίζει τη σύνταξη του νέου Συντάγματος και επιτυγχάνει με την ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει τη σε σύντομο χρονικό διάστημα ψήφιση και ισχύ του θεμελιώδους νόμου της χώρας· του μακροβιότερου στην ιστορία της, που εκφράζει πλήρως την ευρωπαϊκή αντίληψη για το δημοκρατικό πολίτευμα, το κράτος, τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Αποκαθιστά τη δημοκρατική νομιμότητα, την τυπική δημοκρατία, στην πλήρη ελληνική έννοια της αποκλειστικώς από αιρετούς άρχοντες άσκησης της πολιτικής εξουσίας και την ουσιαστική δημοκρατία με τη δημιουργία κόμματος αρχών, την καθιέρωση ήπιου πολιτικού κλίματος, την αναβάθμιση των πολιτικών ηθών και της κοινοβουλευτικής πρακτικής.

Υπερβαίνει τον βαλκανικό χώρο καθιστώντας την Ελλάδα οργανικό μέλος της προηγμένης Ευρώπης με την ένταξή της στην (τότε) ΕΟΚ διασφαλίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο αμετάκλητα την πολιτική της ομαλότητα.

Επιλύει το γλωσσικό ζήτημα που χρόνιζε με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας.

 Στη νέα αυτή περίοδο δεν είναι η οικονομία το πρωταρχικό. «Η ευτυχία του ανθρώπου εξαρτάται περισσότερο από την ποιότητα της ζωής του, παρά από τον πλούτο που διαθέτει. Το θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι η οικονομική πρόοδος αλλά η κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν ένας λαός δεν ημπορεί να την επιτύχει στα πλαίσια της δημοκρατίας, κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην ιδέα της δημοκρατίας…  Η πρόοδος της χώρας μας δεν εξαρτάται τόσο από την αξιοποίηση των υλικών, όσο από την αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων».

Και μετά, η ολοκλήρωση και κορύφωση μιας μακράς, επίπονης, με κατάθεση ψυχής για τον ίδιο και καθοριστικής για την πορεία του τόπου  πολιτικής  παρουσίας με τη δύο φορές εκλογή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, κατά την πρώτη μάλιστα  συνυπάρχοντας με μια Κυβέρνηση ιδιόμορφου σοσιαλισμού.

Η αυστηρή προσήλωση στην τήρηση  των συνταγματικών κανόνων, η συνεπής θέση πάνω από τις κομματικές διαμάχες, η εξασφάλιση της ομαλής διαδοχής των κομμάτων στην εξουσία, η συμβολή στην εκτόνωση των  πολιτικών παθών, η συνεισφορά στην εμπέδωση της εθνικής ενότητας και η ενίσχυση του διεθνούς κύρους της χώρας συνθέτουν τις κύριες παραμέτρους της παρουσίας του στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Αποπροσωποποιώντας την πολιτική, αποδεσμεύοντας το πολιτικό έργο από το προσωπικό αίσθημα και το κομματικό συμφέρον επεδίωξε σε άμεση προτεραιότητα να εξαλείψει τα εθνικά ελαττώματα, να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις εθνικές αρετές, όπως πρωτίστως εκείνη της ομοθυμίας λαού και ηγεσίας σε κρίσιμες στιγμές που οδηγεί στην επιτέλεση και θαυμάτων ακόμη. Ζήτησε να ιεραρχήσει τα προβλήματα του τόπου και να αποδυθεί στην επίλυση κυρίως εκείνων που αφορούν περισσότερο το μέλλον παρά το άμεσο παρόν· να δημιουργήσει σταθερούς πολιτικούς θεσμούς, εναρμονίζοντάς τους με τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου· να εθίσει τους Έλληνες στην προσπάθεια διαρκείας· να εισάγει ήπιο πολιτικό κλίμα, ήμερα πολιτικά ήθη και μια σώφρονα πολιτική νοοτροπία· να μάθει το λαό να σέβεται τον νόμο και ν’ ακούει την αλήθεια· να άρει τις ψευδείς και νοσογόνους διαχωριστικές γραμμές· να αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή· να εκριζώσει τη δημαγωγία· να δημιουργήσει πραγματικά πολιτικά κόμματα· να πείσει τους πολίτες ότι το μυστικό της επιτυχίας είναι ο μόχθος.

Δεν εφάρμοσε μια πολιτική θεωρία στην πράξη, αλλά εκπόνησε με την πολιτική του μια θεωρία πολιτικής πράξης. Η πολιτική του δεν ήταν προϊόν αλλά παραγωγός πολιτικής θεωρίας.

Στα 28 του πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής.

Στα 39 του ανέλαβε το πρώτο του χαρτοφυλάκιο.

Στα 48 του σχημάτισε την πρώτη του Κυβέρνηση.

Πρωτιές που φυσικά δεν εξαντλούνται στην ηλικία, αλλά καταξιώνονται με την καθοριστική συμβολή του στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους μέσω μιας πολιτικής διαδρομής που διήρκησε πάνω από μισό αιώνα .

Ο πατέρας «έφυγε» δύο χρόνια μετά τον διάλογο που σημάδεψε και τους δύο.  

Στα 25 του ο πρωτότοκος γιος αναλαμβάνει την πολύτεκνη οικογένεια θυσιάζοντας γι’ αυτήν ένα μέρος του εαυτού  του. Για τον τόπο τα πάντα.

Ο δάσκαλος δεν πρόλαβε να διαπιστώσει ότι δεν είχε άδικο αλλά ούτε και δίκιο.

Και όταν διεκήρυττε ότι οι ενάρετοι δεν μπορούν να είναι πολιτικοί, δεν φανταζόταν ότι άφηνε μια πολιτική διαθήκη και μια ευχή περί εναρέτου πολιτικής.

Θα ήταν δίκαιο να χαραχθεί στον τάφο του ότι εκτελέσθηκε η διαθήκη και εκπληρώθηκε η ευχή από τον γιο του, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Υ.Γ. Μνημοσύνη στη συμπλήρωση 25 ετών από την εκδημία του μεγάλου Έλληνα πολιτικού στις 23.04.1998.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 20 Απρ. 2023 - 09:36