Η Μάνα

Γλιστρούσαν χθες το πρωί οι τρεις μαυροντυμένες σκιές στον ανθισμένο αυλόγυρο της εκκλησιάς και ήταν βαθύς ο αχός της καμπάνας που στάλαζε στις καρδιές.

Η μάνα δε βάσταξε τον πόνο, λύθηκε μπρος στο λείψανο του παιδιού της και την έσερναν έξω δυο συγγενείς να ρουφήξει μια γουλιά καθαρό αέρα, να πάρει μια ανάσα ζωής στα άδεια πνευμόνια της. Μέσα, από τα εσώτατα του ναού, οι παραπονεμένες ψαλμωδίες καλούσαν στον τελευταίο ασπασμό. Και οι διαβάτες που περνούσαν εκείνη την ώρα από το μεγάλο δρόμο  ένιωσαν τα βήματα να γίνονται βαριά, τους βάραινε η ξένη θλίψη πάνω στους ώμους, τους κατάπινε όλη τη ζωντάνια της μέρας. Μέσα στο ανοιξιάτικο πρωινό, ανάμεσα στα λουλούδια και τα μπουμπουκιασμένα κλαριά, έσβησαν οι λεπτομέρειες, απομακρύνθηκαν οι όγκοι της εκκλησιάς και έμειναν εκεί η μάνα, οι δυο σκιές και ο μεγάλος, ασήκωτος σταυρός. Η Μάνα και ο Χάρος.

Έχουν τόση λύπη οι μάνες που αποχαιρετούν τα παιδιά τους στην ύστατη κατοικία, όση δεν έχει ούτε η λαβωμένη λαφίνα. Και καθώς είναι βουτηγμένες στα δάκρυα και τη σιωπή, ξεπροβάλλουν οι οπτασίες κάποιου ευτυχισμένου παρελθόντος, χαμογελούν από μακριά τα λευκά, κοφτερά δοντάκια του μωρού, γελάει η πλάση όλη, είναι ήλιος και Άνοιξη, χρώματα και μύρο, είναι χαρά ανείπωτη.

Μα, να, έρχεται ο Αχέροντας βαρύς και σκιερός ανάμεσα στη μάνα και στο παρελθόν, ο θάνατος ανάμεσα σε κείνη και το παιδί της.

Βαριά πέφτει η σκιά του πεπρωμένου στο πρόσωπο της μάνας. Και ανελέητη. Είναι τα δάκρυα που κυλούν χωρίς σταματημό, σιγηλά στα ωχρά της μάγουλα.

Είναι τα μάτια τα πνιγμένα στην άφατη και σπαρακτική θλίψη.

Είναι η Μοίρα η ίδια που αυλάκωσε βαθύτατα το πρόσωπο της μάνας και από τη μια μέρα στην άλλη το έκανε αγνώριστο, το αγίασε. Κατάπιε ο πόνος τα κερένια της χαρακτηριστικά. Έσβησαν οι γραμμές στη σιλουέτα της. Έγινε η μάνα μία: Η Μάνα η χαροκαμένη.

Έτσι καθώς γλιστρούσαν χθες το πρωινό οι δυο σκιές με τη μάνα ανάμεσά τους  μέσα στον ανθισμένο αυλόγυρο της εκκλησιάς, κέρωσαν οι περαστικοί, χαμήλωσαν τη φωνή, τους έφυγε η πνοή. Σταυροκοπήθηκαν εμπρός της. Στη μία Μάνα, τη φαρμακωμένη, που έμεινε λείψανο αβάσταχτου πόνου και οδύνης ακένωτης στον πάνω κόσμο μπροστά στο εικόνισμα της άλλης Μάνας με ένα τεράστιο και αναπάντητο «γιατί» στα χείλη της.

Και είχε χθες δάκρυα το πρωινό, χαμήλωσε ο ουρανός βουρκωμένος πάνω στα πένθιμα σήμαντρα. Ήταν βαρύς, πολύ μεγάλος ο σταυρός στα μάτια της. Οι ψαλμωδίες νεκρώσιμες, τα λουλούδια πεθαμένα στα μεγάλα στεφάνια, οι φωνές λιγωμένες στο λαρύγγι, πνιγμένες. Και ήταν μονάχα εκείνη, η μάνα, που την έσερναν δυο σκιές στον ανθισμένο αυλόγυρο να ρουφήξει μια γουλιά καθαρό αέρα, να πάρει μια γουλιά ζωή στα άδεια πνευμόνια της.

Στα μεγάλα, στεφανωμένα απ’ τον πόνο μάτια της, το βλέμμα ήταν υγρό, κυλούσε μαζί με τα δάκρυα, δεν έλεγε τίποτε πια, αδειανό.

Στάθηκε στα πόδια της, γλίστρησε μες στους γαλάζιους καπνούς του λιβανωτού και των χλομών λαμπάδων. Κι ύστερα χάθηκε.
 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 07 Μαρ. 2023 - 10:48