Διήγημα: Η ελιά και το δίκαννο

Η κυρία Αγάπη έφερε το τσίπουρο μαζί με το μεζεδάκι. Ελιές κορωνέικες, πολλές, ψιλές και γευστικές, φέτα, ντομάτα και μπόλικο αγνό ελαιόλαδο να το σφουγγίζεις με το ψωμί. Όπως ακριβώς το θέλω. Ευτυχία. Μισή. Η άλλη μισή έλειπε. Η ουσία είναι πως ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας είχε ήδη παρατεθεί μπροστά μου, σε τούτο δα το λιτό πιατάκι.
Την ευχαρίστησα και τσούγκρισα με τον κύριο Αντώνη, ετών 69. Είχα κάτσει στο τραπέζι του, μια κι όλα τα άλλα ήταν κατειλημμένα σε εκείνη την παραδεισένια αυλίτσα, με τις πολύχρωμες λουλουδιασμένες γλάστρες, την κουρτινάτη βουκαμβίλια και το ασορτί ροζ ποδήλατο στις παρυφές του Κάστρου Χλεμούτσι.
“Πως σε λένε;” με ρώτησε. Συστηθήκαμε. Οι πρώτες συστάσεις είναι οι καλύτερες. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα για τον άλλο, δε σε πολυνοιάζει, κυρίως χαϊδεύεις επιδερμικά μόνο τις γενικές, αόριστες κι επιτηδευμένες πληροφορίες που σου παρουσιάζει ο συνομιλητής. Curriculum vitae, ένα πράμα. Μόνο τα θετικά ακούς. Μετά, λοιπόν, την πρώτη παρουσίαση άρχισε να αχνοφαίνεται η πίσω μεριά του βιογραφικού. Αυτή που δεν τυπώθηκε ποτέ.
“Α, έτσι! Και δουλεύεις δηλαδή με τους πρόσφυγες. Μάλιστα... Καλά ο δικός τους πόλεμος δεν τελείωσε; Τι κάνουν αυτοί ακόμα εδώ; Κι εμείς δηλαδή τι φταίμε για το δικό τους τον πόλεμο;”Ο συνομιλητής είχε πολλές σελίδες βιογραφικού στα αζήτητα.
«Εσύ προσωπικά κυρ Αντώνη δε φταις σε τίποτα, ούτε κι έφταιξες ποτέ και για τίποτα» του αντιγύρισα, ενώ με περιεργαζόταν καχύποπτα προσπαθώντας να καταλάβει, αν στο δικό μου βιογραφικό έγραφε και τρολ, κάπου εκεί στις δεξιότητες.
Τσουγκρίσαμε ξανά για να υπερθεματίσουμε... την αντιγνωμία μας. Άλλωστε τσίπουρου παρόντος, πάσα αντιγνωμία φθίνουσα”- Θρασύβουλας.
Στο εξ’ αριστερών τραπέζι ένας καλοστεκούμενος ξυρισμένος 60αρης μιλούσε στα γερμανικά με την οικογένεια του τραπεζίου εκ δεξιών. Όπως μου διεμήνυσε ο συνδαιτημόνας μου -καθότι το κουτσομπολιό διευκολύνεται όταν οι διπλανοί δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα σου- ήταν Τούρκος στην καταγωγή, δάσκαλος που ζούσε στη Γερμανία, αλλά δεν πήγαινε ποτέ στην Τουρκία, ούτε για επίσκεψη, γιατί θα τον εκτελούσε ο Ερντογάν, το γιατί δεν εξηγήθηκε ποτέ, άλλωστε δεν ενδιέφερε. Δίπλα του ο γιος του, «Γερμανός βέρος από μητέρα», γιατρός, μαζί με την κοπέλα του, μια μελαχρινή Μεξικάνα με την οποία ανταλλάξαμε λίγα ισπανικά – έχω κι εγώ τα κολλήματά μου- για να επιτείνω το πολυπολιτισμικόν του πράγματος. Εκεί σε μια γωνιά του νότου, εγώ λοιπόν, ένας βόρειος εργασιακός μετανάστης να συναναστρέφομαι με ντόπιους, Γερμανούς, Τούρκους και Μεξικάνους. Κατά τ’ άλλα μας φταίγαν οι πρόσφυγες....
Ένα μηχανάκι πέρασε γκαζωτό, το τέταρτο ίδιο μέσα σε μισή ώρα, ο πιτσιρικάς οδηγός, ανήλικος, άνετος, «ακρανής», πιθανότατα κωφός, αφού η εξάτμιση της πάπιας ήταν ικανή να ξυπνήσει ασθενή σε πολυετές κώμα, σκέφτηκα πως, εκτός από παρκαρισμένο έξω από αστυνομικό τμήμα, περιπολικό δεν είχα δει πουθενά δυο βδομάδες τώρα. Μια άλλη Ελλάδα υπέθεσα, ίσως λίγο παρωχημένη, αλλά υπαρκτή. Ένα άλλο κράτος δικαίου. Ίσως πιο δίκαιο. Ίσως πιο δίκαννο...
        Η αλήθεια είναι πως, εδώ και λίγο καιρό, όσο δηλαδή βρίσκομαι σε τούτα τα μέρη, αισθάνομαι λιγάκι εγκλωβισμένος σε σκηνικό ταινίας του Οικονομίδη. Αθάνατη ελληνική επαρχία. Άπειρα χαμηλόσκεπα θερμοκήπια με φράουλες, που τώρα στο κατακαλόκαιρο φαντάζουν καυτά, βασανιστικά κι απάνθρωπα. Τρακτέρ με συρόμενα, γεμάτα καρπούζια όσο δεν πάει, μεταφέρουν το εμπόρευμα σε τριαξονικά φορτηγά καταμεσής του δρόμου, ενώ κάθε λίγο πέντε-έξι σκασμένα καρπούζια στο οδόστρωμα δείχνουν να μην τα κατάφεραν στη μετάγγιση. Διασταυρώθηκα με ένα, από τα πολλά, τρακτέρ προχθές στην επαρχιακή οδό, χωρίς φώτα, χωρίς καθρέπτες, χωρίς έλεος. Ο οδηγός του, ηλιοκαμένος μεσήλικας, φορούσε καπέλο ψάθινο, με διπλωμένα τα πλαϊνά, τύπου και ύφους καουμπόι, κάπνιζε κι οδηγούσε, το τσιγάρο κολλημένο στην τέρμα αριστερή άκρη του χείλους, θαρρείς και κάπνιζε από το μάγουλο, με κοίταξε περιεργαστικά, σχεδόν εχθρικά, σαν να μπήκα στα χωράφια του. Δεν σκόπευα να μπω, μην και με σκοπεύσει.
Έτσι κοιτάζουν εδώ, διερευνητικά κι αδιάκριτα. Έχεις την αίσθηση του υποψηφίου θηράματος. Ίσως παραίσθηση. Οι εργάτες γης κι αυτοί αναρίθμητοι, μελαμψοί κυρίως, Πακιστανοί στην πλειοψηφία, πρόσωπα σκαμμένα, ταλαιπωρημένα απ’τον ήλιο και την «καλοπέραση». «Δε φτάνουν πια οι εργάτες, έχουν φύγει οι περισσότεροι Ιταλία, τους ψάχνουν πια με το τουφέκι», είχε πει ο κυρ Αντώνης. Θυμήθηκα κάποια περιστατικά με εργάτες γης και τουφέκι σε τούτα τα μέρη, το είπαν στις ειδήσεις, αλλά έτσι θα είναι εδώ… Όταν τόλμησα να επιχειρηματολογήσω υπέρ της αύξησης του μεροκάματου των 25-30 ευρώ των εργατών, ως δέλεαρ για να μη φεύγουν Ιταλία, μου απάντησε με στόμφο ότι «τους φτάνουν αυτούς τα χρήματα». Θα φθάνουν υπέθεσα, αφού το λέει ένας ντόπιος. Ύστερα θυμήθηκα αυτό που είπε, ότι εισέπραξε 3.000 ευρώ αμοιβή για να περάσει πέτρα τον τοίχο του σπιτιού κάποιου Γερμανού. «Καλά λεφτά για μια βδομάδα δουλειά», κοκορεύτηκε. Η ασυναίσθητη μαθηματική πράξη διαίρεσης που διέτρεξε το νου μου, δεν εξισορρόπησε τα μεροκάματα της μιας και της άλλης πλευράς. Αλλά έτσι θα είναι εδώ. Ίσως πιο δίκαννο…   
Ξαφνικά το βλέμμα του έφυγε από πάνω μου και καρφώθηκε εκστατικά σε κάποιο στόχο πίσω από την πλάτη μου.
«Πια είναι αυτή ρε Αγάπη»; ρώτησε την ιδιοκτήτρια που εδώ και λίγη ώρα είχε πλαισιωθεί στην παρέα μας, αφού το τουρκογερμανομεξικανικό τουρλουμπούκι είχε πάει να χωνέψει τα εκπληκτικά μαγειρευτά της.
«Η Νικολέτα είναι…, η κόρη της Καίτης της Αλεκοπούλου» ψιθύρισε η κυρία Αγάπη, καθώς η «περί ης» ο λόγος ολοένα και μας πλησίαζε. Κοίταξα διακριτικά στο πλάι, πιότερο από ευγένεια και λιγότερο από περιέργεια, ένα κορίτσι γύρω στα 15 με 16, σε διαδικασία σχηματισμού γυναίκας.
Τριάντα δευτερόλεπτα το πολύ να κράτησε η παρέλαση, ο κυρ Αντώνης δεν την άφησε στιγμή από τα μάτια του. Το βλέμμα του μαρτυρούσε λαιμαργία. Την έτρωγε. Τον κοίταζα που κοίταζε. Μου φάνηκε πως έγλυψε τα χείλη του, ίσως και να’ταν από τη ζέστη του Ιούνη. Προσπάθησα να μαντέψω τις σκέψεις του, μα δε χρειάστηκε να ζοριστώ πολύ.
«Ρε, πως μεγάλωσε η Νικολέτα…», πρόσθεσε με νόημα, μόλις το κορίτσι απομακρύνθηκε τόσο, όσο να μην ακούσει αλλά και να μην κινδυνεύσει από τις σκέψεις του. «…να και η πιπιλιά στο λαιμό» συμπλήρωσε, πιθανόν για να απενοχοποιήσει τον αδιάκριτο συλλογισμό του. Αλλά και πάλι, μήπως οι σκέψεις αυτές, που του τις απέδιδα, μην ήταν τελικά δικές μου, υπόγειες, σκοτεινές; Λένε πως αν καμιά φορά καταφέρεις να ρίξεις μια κλεφτή ματιά στην ψυχή του άλλου, πρόσεξε τους αντικατοπτρισμούς. Το δίκαννοοο….
Μετά τους αποδιοργανωτικούς -για τη συζήτηση- στοχασμούς που προκάλεσε η Νικολέτα, η κουβέντα επέστρεψε στην ανάλυση του βιογραφικού μου. Στη δεύτερη φάση. Ας πούμε στη συνέντευξη.
«Και που μένεις είπαμε;»
«Στη Μυρσίνη», απάντησα πιστεύοντας ότι χόρτασα την περιέργειά του.
«Σε τίνος το σπίτι;» απτόητος.
«Στου τάδε…». Είτε τα τσίπουρα ενθάρρυναν την από πλευράς μου ειλικρίνεια, είτε, το πιο πιθανό, ήμουν απροετοίμαστος να αντιμετωπίσω ανακριτικές διαδικασίες. Άλλωστε οι δυνάμεις μου ήδη είχαν εξασθενήσει από την υπερπροσπάθεια να τσιμπάω ελιές κορωνέικες με το πιρούνι.
«Και ποιο ακριβώς είναι το σπίτι;»  το δίκαννο είχε γίνει πολυβόλο.
«Ε… το τέταρτο σπίτι στην άκρη του χωριού μπαίνοντας από τον κεντρικό…», ο κοινωνικοαμυντικός μου μηχανισμός ήταν εκτός λειτουργίας, ο πληροφοριακός αναστολέας ανενεργός και το δεξί μου χέρι έτρεμε από τις αστοχίες πάνω στις ελιές. Έτσι, απαντούσα σε όλα σαν ηλίθιος. Κορόιδευα τους γέρους, που τους παίρνουν τηλέφωνο επίδοξοι απατεώνες, συστήνονται ως φίλοι του παιδιού τους ή χειρούργοι σε νοσοκομείο κι αυτοί ξερνάνε ότι γνωστικό δεδομένο μπορεί να υπάρξει και μετά κλαίνε συντάξεις και κομποδέματα. Για μια στιγμή κοκκάλωσα, είδα τη σύνταξη του μήνα να εξανεμίζεται, αλλά μόνο για μια στιγμή, καθώς την επόμενη συνειδητοποίησα ότι δεν παίρνω σύνταξη κι ηρέμησα.
Αφού συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν παίρνω σύνταξη και υπάρχει -δεδομένης της συνεχούς αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης- βάσιμη πιθανότητα να μην λάβω ποτέ, αποφάσισα να απαντήσω σε όλα τα ερωτήματα του συνομιλητή μου. Που θα έφτανε ο πούστης…
«Τι αυτοκίνητο έχεις;»… έναν πούστη ρε..
«Πεζώ 307», άρχισα να πιστεύω ότι συμμετέχω σε διαγωνισμό γνώσεων και οι πιθανότητες να κερδίσω ήταν με το μέρος μου, μιας και απαντούσα σωστά σε όλα, μέχρι στιγμής.
«Τι χρώμα;».. εντάξει το είχα κι αυτό.
«Γκρι σιτομπρέ» τον κούφανα, αλλά έτσι κι αλλιώς είχα περάσει στον επόμενο γύρο. Μετά φοβήθηκα ότι θα με ρωτούσε τον αριθμό κυκλοφορίας, που με την «αιθυλικομίχλη» από τα τσίπουρα ψιλοξεχνούσα και οπωσδήποτε δεν ήξερα τον αριθμό πλαισίου, οπότε έκρινα πως έπρεπε να σταματήσω, μιας και βοήθεια κοινού δεν υπήρχε και το τελευταίο κοινό που πέρασε από‘κει είχε μια πιπιλιά στο λαιμό και πλην θαύματος ή επιφοιτήσεως μάλλον δε θα βοηθούσε.
«Που το πάρκαρες;». Έψαξα αδιόρατα να εντοπίσω τον πιθανό συνεργάτη του που παρακολουθούσε τόση ώρα τη συζήτηση και ήδη ετοιμαζόταν να διαρρήξει το αυτοκινητάκι μου για να πάρει τη σύνταξη, γιατί ναι μεν εγώ ήξερα πως δεν παίρνω, αλλά ο συνεργάτης του το ήξερε;
Δεν υπήρχε λόγος να το συνεχίσω άλλο. Το βιογραφικό μου ήταν άριστα στημένο, στη συνέντευξη για δουλειά τα πήγα καλά, στο παιχνίδι γνώσεων αρίστευσα και περίμενα το δώρο μου, ένα  εφάπαξ δε θα μου κακόπεφτε, έστω της ΔΕΗ. Αποφάσισα λοιπόν, ότι από το να σκορπάω δεξιά κι αριστερά πληροφορίες χωρίς νόημα, πριν να είναι αργά ή πριν μου ζητηθεί κανένα ΙΒΑΝ, καλύτερα θα ήταν να αποδεχτώ τη μοναξιά, το πρώτο βήμα για τη φιλία με το εαυτό και να αποχωρήσω ευγενικά, πληρώνοντας το λογαριασμό, προτού μου διαρρήξουν το αυτοκίνητο κι όσο ακόμα μου έφτανε η σύνταξη ή μήπως όχι;
Ευχαρίστησα τους καινούργιους μου φίλους για τη σουρεάλ βραδιά κι άφησα την παρέα, μαζί με ένα γενναίο μπουρμπουάρ στην κυρία Αγάπη -γιατί στην αγάπη καλό είναι να επιδαψιλεύουμε- και μια τελευταία ελιά που δε μου κάθισε η ρουφιάνα. Κίνησα βιαστικά προς το αυτοκίνητο με την αγωνία να το βρω άθικτο. Στεκόταν παρκαρισμένο ακέραιο. Είδα τους φόβους μου να στρίβουν τη γωνία τρέχοντας και χαζογελώντας. Υποσχέθηκα να προσθέσω στο βιογραφικό μου τη νέα δεξιότητα. : Εξαίρετος στο τσίμπημα ελιάς, κορωνέικης.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 19 Οκτ. 2022 - 11:11