1917-2017: Εκατό χρόνια από τη λεηλασία των πολιτιστικών μας θησαυρών

Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια  από τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή στην πόλη των Σερρών, με κορύφωση των θηριωδιών της, την αρπαγή των πολιτιστικών θησαυρών των Σερραίων. Κλάπηκαν οι βιβλιοθήκες των Σχολείων της πόλης, τα εκκλησιαστικά κειμήλια των ναών της, ο ανεκτίμητος, για την τοπική μας ιστορία κώδικας της Μητροπόλεως.

Η κτηνωδία της πρώτης βουλγαρικής κατοχής έχει ως κορωνίδα της το ολοκαύτωμα της πόλης των Σερρών στις 28 Ιουνίου του 1913.

Η θηριωδία της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής στόχευε στην εθνολογική αλλοίωση της Ανατολικής Μακεδονίας.

Τα έργα ωμότητας των Βουλγάρων, κατά τη διετή κατοχή τους στον νομό και την πόλη των Σερρών (1916-1918), περιλαμβάνουν: 1) Τους εκτοπισμούς, κυρίως, στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας: Κίτσοβο, Κόσtιβαρ, Κορνομπάτι περισσότερων από είκοσι οκτώ χιλιάδων κατοίκων του Νομού Σερρών, από τους οποίους, μετά τη σχεδόν διετή αιχμαλωσία τους, επέστρεψαν λιγότεροι από πέντε χιλιάδες, ουσιαστικά ανίκανοι λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας τους, να συνεχίσουν ομαλά τη ζωή τους. 2) Την οργανωμένη λιμοκτονία του λαού. 3) Τις κλοπές των περιουσιακών στοιχείων των Σερραίων. 4) Τις αυθαίρετες επιτάξεις για αγγαρείες. 5) Την υποχρεωτική πορνεία ακόμη και ανήλικων κοριτσιών. 6) Τις φυλακίσεις χωρίς λόγο. 7) Τα ατομικά βασανιστήρια. 8) Την ολοκληρωτική καταστροφή των πόλεών μας όπως αυτή της Τζουμαγιάς. 9) Τη δολοφονία, με τη μέθοδο της απομόνωσης, του φυσικού ηγέτη των Σερραίων Μητροπολίτη Απόστολου Χριστοδούλου, στις 14 Ιανουαρίου του 1917.

Αυτόν το χρόνο, οι Βούλγαροι λεηλάτησαν το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.

Έκλεψαν τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα σμάλτινα εξαπτέρυγα και τους τίμιους Σταυρούς, το αρτοφόριο, τα ορειχάλκινα μανουάλια και τους πολυελαίους, τα βημόθυρα, το προσκυνητάριο και το δεσποτικό θρόνο, έργα σπουδαίας ξυλογλυπτικής τέχνης. Έσκισαν τα ιερά Ευαγγέλια προκειμένου να κλέψουν τα αργυρά και χρυσά επικαλύμματα, έκλεψαν τις χρυσοκέντητες ιερατικές στολές και τα εξαιρετικής τέχνης αργυρά ενδύματα των εικόνων.  

Η ολοκλήρωση της λεηλασίας του Μοναστηριού πραγματοποιήθηκε, με την αρπαγή του πλούτου της σπουδαίας του βιβλιοθήκης, στις 28 Ιουνίου του 1917.

    Η «περιφανεστάτη και μεγίστη,  και καλλίστη πλέον ή μεγίστη» κατά το Θεόδωρο Πεδιάσιμο πόλη των Σερραίων έπαθε, κατά τη μακραίωνα ιστορία της πολλές και, έως του ολοκαυτώματος, καταστροφές. Η πρώτη ολοκληρωτική καταστροφή της  πόλης των Σερρών έγινε το 1206 από τους Βουλγάρους  που, με επικεφαλής  τον Ιωαννίτση, κατάσκαψαν την πόλη έως των θεμελίων της. Ξανακτίσθηκε από τους φιλότιμους κατοίκους της και έκτοτε, ως κέντρο μείζονος σημασίας για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αφού δέσποζε στους στρατιωτικούς  και εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στην ενδοχώρα της βαλκανικής χερσονήσου, δέχθηκε σε διάφορα χρονικά διαστήματα τη στρατιωτική πίεση των Βουλγάρων, των Λατίνων, των Σέρβων του Στέφανου Δουσάν και των Τούρκων, στους οποίους τελικά υποδουλώθηκε το Σεπτέμβριο του 1383.

    Η σημαντικότερη, όμως, στα νεότερα χρόνια συμφορά τής πόλης των Σερρών συνέβη στις 28 Ιουνίου του 1913 όταν, πάλι οι Βούλγαροι, λίγες ώρες πριν ο ελευθερωτής Ελληνικός Στρατός μπει τροπαιούχος σε αυτήν, την έκαψαν απ΄ άκρου εις άκρον.

28η  Ιουνίου του 1913. Η φωτιά που έβαλαν στην πόλη οι αποχωρούντες άτακτα κατακτητές, μπρος στην επέλαση του Ελληνικού Στρατού, κατάστρεψε: 1.000 καταστήματα και 4.050 κατοικίες σε σύνολο 6.000, ενώ από τους  είκοσι οκτώ ιερούς ναούς της πόλης των Σερρών αποτεφρώθηκαν δεκαοκτώ, μεταξύ των οποίων οι σπουδαίοι για την αρχιτεκτονική τους ναοί της Αγίας Φωτεινής, της Αγίας Παρασκευής και, αλίμονο, ο περικαλλής και θαυμάσιος μητροπολιτικός ναός των Αγίων Θεοδώρων.

     Μετά το ολοκαύτωμα, οι φιλότιμοι και εργατικοί κάτοικοι της πόλης των Σερρών, με κόπο και στήριγμα την ελπίδα για το καλύτερο αύριο της ελεύθερης πατρίδας, ανοικοδόμησαν την πόλη τους. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, για δεύτερη φορά, οι βόρειοι επιδρομείς έρχονται στα Σέρρας και,  με προσχεδιασμένες ενέργειες, στερούν από τους φιλογενείς Σερραίους όλα εκείνα τα επίσημα έγγραφα που μαρτυρούσαν τη διαδοχή των γενεών και τη μακραίωνα ελληνική πολιτιστική τους παράδοση. Έκλεψαν οι κατακτητές τη βιβλιοθήκη και τον αρχαίο Κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, καθώς και άλλα πολύτιμα βιβλία και κειμήλια από τους ναούς. Έκλεψαν τις σχολικές βιβλιοθήκες και, δυστυχώς, όλη τη βιβλιοθήκη και τα ιερά κειμήλια της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, έκλεψαν, οι βάρβαροι, ακόμα και την εξαιρετικής τέχνης σιδερένια αυλόπορτα του Διοικητηρίου.

 

23 Ιουνίου του 1917. Την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου κατέλαβε Βουλγαρικό στρατιωτικό απόσπασμα και στις 28 και 29 του ιδίου μήνα, με οδηγό τις καταγραφές των κειμηλίων και των χειρογράφων που είχε συντάξει ο Vladimir Sis, για λογαριασμό των Βουλγάρων και, πιθανότατα, υπό την επίβλεψή του, όπως είχε κάνει αυτός ο τρισάθλιος ούνος φορώντας κουκούλα στην λεηλασία της Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσας, σύλησαν το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.

Σύμφωνα με την καταγραφή του Επισκόπου Καμπανίας Διόδωρου, που ήταν επόπτης της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, κλάπηκαν από τη βιβλιοθήκη της μονής 323 χειρόγραφα, ήτοι 103 χειρόγραφα σε μεμβράνη, 210 χειρόγραφα σε χαρτί, 4  χρυσόβουλλα Βυζαντινών αυτοκρατόρων, 5 Πατριαρχικά σιγίλλια, 10 αρχαίοι Κώδικες χωρίς προσδιορισμό υλικού γραφής, κώδικας ονομαζόμενος κτιτορικός, κώδικας που η αρχή του ξεκινά από το 1300, Ευαγγέλια αργυρόδετα  τρία καθώς, και όλα τα ανεκτίμητα κειμήλια του ιερού καθιδρύματος.

Σε εφαρμογή των άρθρων 125 και 126 της συνθήκης του Neuilly, που υποχρεώνουν τη Βουλγαρία να επιστρέψει τα συληθέντα το 1917 ελληνικά κειμήλια, Ελληνική αντιπροσωπεία το Μάιο του 1923, παρέλαβε σε προσυσκευασμένα κιβώτια, κλεμμένα από τους Βουλγάρους κειμήλια των Ελληνικών μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας. Μέσα στα κιβώτια, οι Βούλγαροι τοποθέτησαν έναν μικρό, συγκριτικά με το σύνολο των κλεμμένων χειρογράφων αριθμό περγαμηνών και χαρτώων κωδίκων και ελάχιστα κειμήλια, με σχέδιο και σκοπό την οικειοποίηση του κύριου όγκου των Ελληνικών πολιτιστικών θησαυρών.

Η Βουλγαρία, θεωρώντας πως είχε εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη Συνθήκη του Neuilly έκτοτε και έως το 1990 αρνιόταν πεισματικά την ύπαρξη Ελληνικών χειρογράφων στις Πανεπιστημιακές και κρατικές βιβλιοθήκες της και Ελληνικών πολιτιστικών κειμηλίων στα εκκλησιαστικά και κρατικά μουσεία της.

Το 1990 το Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev οργάνωσε σκόπιμα ένα Διεθνές Συνέδριο, με θέμα τις αρχές και τις μεθόδους καταλογογράφησης των ελληνικών χειρογράφων. Στο συνέδριο αυτό οι Βούλγαροι, δημοσιοποίησαν αυτό που γνώριζε όλος ο σοβαρός επιστημονικός κόσμος, που ασχολείται με την ιστορία των κλεμμένων Ελληνικών χειρογράφων.

Αποκαλύφθηκε, λοιπόν, ό,τι ο κύριος όγκος των χειρόγραφων κωδίκων, σε μεμβράνη και χαρτί, τα χρυσόβουλα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και τα Πατριαρχικά σιγίλλια, όπως και εκατοντάδες σταμπάτα βιβλία που συγκροτούσαν τις περίφημες βιβλιοθήκες των μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας, κυρίως, της Εικοσιφοίνισσας και του Προδρόμου, βρισκόταν στο νεοπαγές ίδρυμα Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών «Ivan Dujcev".

Ο Ivan Dujcev είναι ο Βούλγαρος αρχαιολόγος που λεηλάτησε, για δεύτερη φορά, το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου τον Αύγουστο του 1942!

Γι’ αυτό και, βέβαια, όχι μόνο,  η παραλαβή από την ηγουμένη του Τιμίου Προδρόμου Φεβρωνία, ψηφιακού δίσκου (CD) με φωτογραφίες από τους κλεμμένους θησαυρούς του Μοναστηριού, που της έδωσε το φθινόπωρο του 2009 ως τάχα χειρονομία «καλής θελήσεως(;)» η Βουλγάρα αρχαιολόγος Dzurova, υπεύθυνη του κλεπταποδόχου κέντρου Ελληνικών χειρογράφων «Ivan Dujcev»,  προκάλεσε  αλγεινή εντύπωση.

Ακόμα και εάν διέφευγε της ηγουμένης του Τιμίου Προδρόμου Φεβρωνίας, (που συνθήκες περίεργες την έφεραν εντός των τειχών της Μονής του Τιμίου Προδρόμου και η μακροθυμία του Μητροπολίτη Σερρών κυρού Μάξιμου δεν την έβγαλε έξω) όχι μόνο το γεγονός της φυσικής συμμετοχής του Ivan Dujcev  αλλά, κυρίως, η καθοδήγησή του στη δεύτερη λεηλασία του Μοναστηριού, έπρεπε να επιστρέψει το CD ως απαράδεκτο, με πρόσθετο δεδομένο πως, την ώρα που η ηγουμένη του Τιμίου Προδρόμου, (έστω και υπό το κράτος του αιφνιδιασμού) έπαιρνε το CD, ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, στην άμεση δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η  Μονή του Μενοικέα, τόνιζε έγραφα στους Έλληνες συνέδρους Χ. Παπαστάθη, Β. Κατσαρό, και ιδιαίτερα στις Βουλγάρες Axinia Dzurova και Vassia Velinova,  επικεφαλής του  κλεπταποδόχου ιδρύματος Ivan Dujcev, πως πρέπει να επιστραφούν τα διαρπαγέντα κειμήλια στις Ιερές Μονές της Ανατολικής Μακεδονίας από τις οποίες κλάπηκαν.

 

Το Μάιο του 1992 με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης οργανώνεται Επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα: «Χριστιανική Μακεδονία – Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών», όπου οι Σύνεδροι συζητούν το θέμα των κλεμμένων χειρογράφων.

 

 5 Αυγούστου του 1942.  Στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, με συνοδεία βουλγαρικής στρατιωτικής δύναμης ανεβαίνουν ο Ivan Dujcev, ως αρχαιοκάπηλος και ο εκπρόσωπος του «Συνοδικού Εκκλησιαστικού Μουσείου της Βουλγαρίας» Δημήτρη Ρίζωφ. Στο Μοναστήρι, ο Ivan Dujcev με τη συνεργασία τού εγκάθετου ηγούμενου Στέφανο Ντοστοΐνσκη αφαίρεσε από το καθολικό της Μονής 22 Βυζαντινές φορητές εικόνες, δύο πτέρυγες από τρίπτυχα, δύο Αντιμήνσια, τρεις στάμπες με πρόσωπα και πέντε χειρόγραφα χαρτώα με δερμάτινη θήκη, συνολικά τριάντα τέσσερα κειμήλια, τα οποία έστειλε στη Βουλγαρία για να εκτεθούν στο Εκκλησιαστικό Μουσείο. Για αυτά τα κλεμμένα κειμήλια έχει συνταχθεί, με επιμονή του τότε αδελφού της Μονής και μετέπειτα επισκόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, Κ. Καρδαμένη, ένα «πρωτόκολλο παραλαβής».

Ως εκ τούτου, προκαλεί ερωτηματικά το, γιατί ο Βασίλης Κουκουσάς γράφει, σε έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών: «Σερραίων Διάσωσμα. Πνευματικοί και Καλλιτεχνικοί Θησαυροί της Εκκλησίας των Σερρών» ότι οι Βούλγαροι το 1942 «…δεν βρήκαν ουσιαστικά τίποτα να αρπάξουν…» από την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου!

Προφανώς και, ο αριθμός  των τριάντα τεσσάρων κλεμμένων κειμηλίων, μόνο «τίποτα» δεν είναι! Ο Ivan Dujcev μπορεί να λειτούργησε, στρατευμένος στην πανσλαβιστική ιδέα, ως ένας κοινός κλέφτης, πάντως, φαίνεται πως είχε μεγαλύτερη του Β. Κουκουσά αίσθηση της ιστορικής, εθνικής και καλλιτεχνικής αξίας αυτών των κειμηλίων, αφού, αυτά σήμερα, δυστυχώς, στολίζουν τις προθήκες των μουσείων της Βουλγαρίας. Πληγώνει το γεγονός πως, ο Β. Κουκουσάς δεν αποτίμησε την αξία και σημασία των κλεμμένων κειμηλίων  για τον Ελληνισμό και, γράφοντας πως, οι Βούλγαροι δεν «βρήκαν» και άρα δεν πήραν «ουσιαστικά τίποτα», επί της ουσίας, έστω και άθελά του,  αθωώνει τους ληστές, «χαρίζοντάς» τους πατρογονικούς των Σερραίων εκκλησιαστικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς! Και αυτό είναι ύβρις και ντροπή για το Σερραϊκό Λαό!

Η Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, από Δεκέμβριο του 2004, κατέθεσε αίτημα, το οποίο ευκαίρως επαναλαμβάνει, στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με το οποίο αξιώνει από τα Υπουργεία Εξωτερικών και Πολιτισμού να ζητήσουν την επιστροφή των κλεμμένων χειρογράφων και κειμηλίων της Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης και της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου.

ΣΗΜΕΡΑ…

 Μετά τη δόλια και, τάχα «επιστημονική αποκάλυψη» από τους Βουλγάρους των κλεμμένων Ελληνικών χειρογράφων, η Ελληνική Πολιτεία απαντά με μισόλογα στα δίκαια αιτήματα των φορέων που εκπροσωπούν τον Σερραϊκό λαό (Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης και Δήμος των Σερραίων) ενώ, η επιστημονική κοινότητα είναι χωρισμένη στα δυο.

Δύο ή τρεις επιστήμονες ακολουθούν τη γραμμή του Λίνου Πολίτη, που ήταν παλαιογράφος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ποτέ και πουθενά, (όπως και αυτοί που τον ακολουθούν), δεν έκανε λόγο για κλοπή των χειρογράφων και επιστροφή τους, δηλώνοντας μάλιστα πως η: «Ελλάς…θα δεχθή ευχαρίστως να στερηθή τα δικαιωματικώς ανήκοντα εις αυτήν χειρόγραφα, προκειμένου να τεθούν αυτά εις την διάθεσιν της επιστημονικής ερεύνης και της ελευθέρας διεθνούς πνευματικής επικοινωνίας»!

Επιπρόσθετα, κατά τον Λίνο Πολίτη που, με ξένα κόλλυβα έκανε μνημόσυνο: «η Ελλάς δίδουσα, ως άλλοτε, δείγμα πνεύματος συνδιαλλαγής και θέτουσα το διεθνές επιστημονικόν συμφέρον υπεράνω του στενώς νοούμενου εθνικούθα δεχθή ευχαρίστως να στερηθή τα δικαιωματικώς ανήκοντα εις αυτήν χειρόγραφα», [προκειμένου αυτά να τεθούν]: «εις την διάθεσιν της επιστημονικής ερεύνης και της ελευθέρας διεθνούς πνευματικής επικοινωνίας»!!

Μέλη αυτής της ομάδας επιστημόνων, που ενστερνίζονται τις απόψεις του Λ. Πολίτη, σε Διεθνή Συνέδρια, αφού «σαν απόηχο ακούν τα λόγια του μακαρίτη δασκάλου..: κι όμως πρέπει πάση θυσία να ξαναβγούν αυτά τα χειρόγραφα στο φως και να αποδοθούν στην επιστημονική έρευνα. Η γενιά σας δεν πρέπει να λησμονεί αυτό το χρέος»(!) δε μιλούν ποτέ για κλοπή αλλά για: «χειρόγραφα που συναποκόμισαν το 1917 οι Βούλγαροι» και, ως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, δηλώνουν αναρμόδια για την επιστροφή των χειρογράφων («εκφράζουμε την ευχή ότι αυτό το πνεύμα <συνεργασίας> θα συνεχιστεί και θ’ αποτελέσει πρόκληση και πρόσκληση στις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών να αναζητήσουν τη δίκαιη και σωστή λύση και στο άλλο σκέλος του προβλήματος, στο οποίο εμείς ως επιστήμονες δηλώνουμε αναρμοδιότητα…») και, προσέτι, πιστεύουν ότι ο διάλογος για τα «συναποκομισμένα» χειρόγραφα πρέπει να γίνει «με βάση τα απολύτως σεβαστά και καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα των δύο κρατών»(!) χωρίς, όμως, να διευκρινίζουν ποιο είναι στην περίπτωση της κλοπής των κειμηλίων μας το εθνικό συμφέρον των Βουλγάρων!!

Απ’ την άλλη πλευρά, δεκάδες επιστημόνων στην «Συνάντηση της Κομοτηνής» διακήρυξαν πως: «οι κλεμμένοι υπό των Βουλγάρων ελληνικοί πολιτιστικοί θησαυροί της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης είναι αυτή η ίδια η ελληνικότητα της περιοχής την εξάλειψη και τον αφανισμό της οποίας επεδίωκαν με τις δηώσεις και κλοπές οι βόρειοι γείτονές μας…».

Στον κώδικα της Μητροπόλεως Σερρών, καθώς και στα χειρόγραφα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου, καταγράφεται η ιστορία των πατέρων μας.

Πρέπει, όσοι αιώνες και εάν περάσουν, να μην υποσταλούν οι αγώνες για την επιστροφή των κλεμμένων κειμηλίων, καθώς αυτά ανήκουν, δικαιωματικά, στις νέες γενεές των Σερραίων!

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 06 Ιουλ. 2017 - 12:38