Παύλος Ν. Τσακιρίδης «Όταν ο Χρόνος αφηγείται…» Έντεκα ιστορίες από το παρελθόν

«Όταν ο Χρόνος αφηγείται…» είναι ο τίτλος βιβλίου που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο, με υπότιτλο «Έντεκα ιστορίες από το παρελθόν», ο συμπολίτης κ. Παύλος Ν. Τσακιρίδης, εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Πρόκειται για μια έκδοση 190 σελίδων, στο οποίο δημοσιεύεται εισαγωγικό σημείωμα, με τίτλο «Το χρέος» από τον εκπαιδευτικό κ. Γιάννη Αλ.  Ρωμανίδη, τον πρόλογο γράφει ο συγγραφέας κ. Π. Τσακιρίδης και απαρτίζεται από έντεκα κεφάλαια.

Τα οκτώ από αυτά αναφέρονται στην περίοδο 1941 – 1949 και τα τρία στην περίοδο 1912 – 1922. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του  «στους πρόσφυγες όλου τού κόσμου και στα θύματα των εμφυλίων πολέμων».

Η ηλεκτρονική σελιδοποίηση – εκτύπωση έγινε στα Σέρρας, από την Typographic, Μεραρχίας 96.

Δημοσιεύουμε κατωτέρω, την εισαγωγή του βιβλίου, με τίτλο «Το χρέος» και ακολούθως τον πρόλογο του συγγραφέα κ. Παύλου Τσακιρίδη:

«ΤΟ ΧΡΕΟΣ»

Πτυχές της ιστορίας και της ζωής που ακόμη βρίσκονται στο μισοσκόταδο ή είναι εντελώς άγνωστες,  από έλλειψη πηγών και ενδιαφέροντος, κεντρίζουν τη συγγραφή. Στο τέναγος της ιστορίας βυθίζονται ζωές, Έθνη, λαοί που μεταμορφώνονται με το χρόνο. Γι αυτό κάθε μαρτυρία, προφορική ή γραπτή, είναι υλικό πολύτιμο και πρέπει να διασωθεί από τον αδηφάγο χρόνο. Ίσως θεωρηθεί κοινότοπη η έρευνα για τον Πόντο ή τον εμφύλιο, ωστόσο ο συγγραφέας διατηρεί την αξία των πρωτότυπων πληροφοριών του. Από το άγιο τραπέζι της ιστορίας του πολύπαθου ελληνισμού δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα ψίχουλο. Ο παφλασμός των γεγονότων αγγίζει τις αισθήσεις μας. Οδηγείται από μια θεμελιακή ανάγκη κοινής μνήμης. Οι αναμνήσεις είναι καταμέτρηση των απωλειών, των χαμένων προσώπων, των λησμονημένων στιγμών.

Φιλοδοξία του να φτάσει στο μεδούλι των γεγονότων. Πεποίθησή του ότι εξυπηρετείται η ιστορία, όταν διασαφηνίζονται τα σημεία όπου η σκουριά της λήθης ή άλλες σκοπιμότητες παραμορφώνουν ή αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Αγωνία του να μην υποτιμήσει ή αδικήσει κανέναν, να υπάρχει σαφής γνώση της ιστορίας και να αποφύγει την αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας από τους ισχυρούς, που την αποδίδουν κατά τα συμφέροντά τους. Να πέσουν τα προσωπεία. Κι αν ο χρόνος που πέρασε κατάφερε να γιατρέψει πολλές από τις πληγές μας, δε μας έφερε τη λήθη. Αποσπά από το βάθος του χρόνου λεπτομέρειες που ζωντανεύουν τη μνήμη όσων εκτελέστηκαν άδικα με αυταπόδεικτο φωτογραφικό υλικό. Όλα είναι αληθινά ακόμη κι αν προσιδιάζουν στη φαντασία ή το μύθο.

Η έρευνα ακουμπά σε δύο σημαντικές ιστορικές περιόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος 1912-1922, η άλλη είναι της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου1941-1949. Πασχίζει ένας λαός για τα πιο ακριβαγόραστα αγαθά, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του. Αυτά που δεν δίνονται δωρεάν, αλλά είναι ανύπνωτα, ανυπόταχτα ασυμβίβαστα. Όταν άρχισαν να ζυγώνουν τα ματωμένα φτερά του ξεριζωμού και βρέθηκε η χώρα στο βυθό των τεράτων, ο κορεσμός του φυλετικού και θρησκευτικού πάθους για σφαγή, βιασμό και πλιάτσικο έφτασαν στα ζενίθ τους. Ορυμαγδός τα γεγονότα. Οι Έλληνες ανέτοιμοι να χάσουν τις πατρίδες τους. Πουθενά δεν αναφερόταν το ενδεχόμενο μιας τραγικής έκβασης. Οι αφέντες της Ευρώπης έγδαραν τα όνειρα των Ελλήνων. Όψεις γδαρμένες από τα δεινά της Ρωμιοσύνης. Βλέμματα που διαρρηγνύουν τα ιμάτια του χρόνου σε μια επική πορεία. Μάνες με μέτωπα σμιλεμένα από τα φονικά.

Στο έργο καταγράφονται βιώματα ηρώων, μιλούν αυτόπτες μάρτυρες, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, ζώσα η πληροφόρηση, πρωτογενής η πληροφορία, γιατί βρέθηκαν εκεί που έσκασαν οι τρικυμίες.

Πήραν αποφάσεις παραχρήμα, δίχως παλινωδίες και φόβους. Το γυναικείο μυαλό γεννοβολά στη στιγμή. Αυτοσχεδιάζουν ακαριαία τη διασφάλιση της φυγής. Το απίθανο έγινε πραγματικότητα, το αδύνατο έγινε βεβαιότητα σωτήρια. «Το χρήμα είναι το μόνο κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, μιλάει όλες τις γλώσσες και καταργεί όλα τα σύνορα» (Γ. Μιχαηλίδης). Η οικογένεια στο θυσιαστήριο της σωτηρίας ενός ξένου πόντιου καθορίζει και τις αξίες της φυλής. Όπως το είπαν οι Στωικοί φιλόσοφοι «ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο». Η ανυποχώρητη ράτσα. Κουφάρια σεβάσμια της ιστορίας που μαρτυρούν πολιτισμό, δόξα, πλούτη παιδεία. Στο δράμα μιας εύρωστης πληθυσμιακά και οικονομικά οικογένειας αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η διωγμένη φυλή, η γενοκτονία, το φονικό. Στις περιπλανήσεις μιας οικογένειας των Σαρακατσαναίων η ταλαιπωρία της φυλής τους.

Κι όταν το 1941-1949 βασίλεψαν οι φρικτωρίες του μίσους και σκοτείνιασε ο ουρανός της Ελλάδας, γιατί λειτούργησαν ο καιροσκοπισμός, ο πολιτικός αριβισμός και ο προσωπικός τυχοδιωκτισμός και η χώρα βρέθηκε στο έρεβος της αλληλοσφαγής... τότε ο συγγραφέας αποκαλύπτει τις πικρές αλήθειες. Η τραγωδία του εμφυλίου παίχτηκε πανελλαδικά. Οι ωμότητες και οι αγριότητές του ηχούν ακόμη. Στις άδικες εκτελέσεις των κατακτητών και των εγχώριων φωτογραφίζεται το έρεβος του εμφυλίου. Διαχωρίζει την υποκειμενική εκτίμηση από τα γεγονότα. Ερευνά σε βάθος, διασταυρώνει τις πηγές, τις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες. Η ψυχολογία των πολιτικών μερίδων, ο φανατισμός, η ανθρώπινη θηριωδία, τα ανελέητα συμφέροντα ακουμπούν την έρευνα. Ενώπιος ενωπίω ο άνθρωπος με τις πράξεις του. Ντυμένα με επιχειρήματα κρύβονται τα κίνητρα για ισχύ και αισχροκέρδεια.

Υπάρχουν γύρω μας ατιμίες και κλάματα που δεν πρέπει ποτέ να χαθούν. Η λησμονιά τους είναι προδοσία. Ο Παύλος Τσακιρίδης νικάει τον καιρό και αθανατίζει την αμοιβή και την τιμωρία. Ανεβαίνει πάνω από τα κύματα του καιρού και πλέει. Καταγγέλλει να τιμωρούνται σ’ αυτόν τον κόσμο η ατιμία και η αδικία και να αμείβεται ο πόνος. Δεν αφήνει την ιστορία να τα ξεθωριάσει, να τα θάψει και να τα ισοπεδώσει όλα. Δεν είναι μονόπλευρος και κοντόφθαλμος, αλλά αντικειμενικός και αμερόληπτος καθώς αντιζυγιάζεται και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Στόχος όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά η λάμψη τους στη συνείδησή μας. Να ξυπνήσουν τα ακίνητα νερά του νου. Το έθνος μας πέρασε από τσουνάμια και σεισμούς που κόντεψαν να το αφανίσουν. Όμως επέζησε.

Συμμερίζομαι την άποψή του για την έκδοση, γιατί οι νεκροί παραμένουν ζωντανοί, όταν τους δικαιώνει η ιστορία.

Γιάννης Αλεξ. Ρωμανίδης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Πολλά στη ζωή μας, ίσως τα περισσότερα, υπάρχουν γιατί προηγήθηκαν μια σειρά από συμπτώσεις. Υπάρχουν βέβαια και αυτά που κυνηγάμε για να συμβούν να πραγματωθούν. Οι ιστορίες συνήθως φτιάχνονται όχι από τα ίδια τα γεγονότα, αλλά από τις αφηγήσεις γι’ αυτά, από τις καταγραφές των πρωταγωνιστών ή και τρίτων προσώπων που σπανίως δεν αφαιρούν ή προσθέτουν κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξε ως αντικειμενικότητα.

Βλέπετε ακόμη και για τα πιο φανερά ζητήματα αυτά της αντικειμενικής πραγματικότητας, η παρεμβολή του παρατηρητή σε κάποιο βαθμό τα αλλάζει, τα περνά από το προσωπικό του φίλτρο.

Έτσι γίνεται και με τις ιστορίες που σου αφηγούνται άλλοι. Αποτελούν μέρος των γεγονότων και μέρος της εντύπωσης που προκάλεσαν αυτά στον άμεσο ή έμμεσο αποδέκτη τους. Πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει όταν η αφήγησή τους δεν γίνεται από «πρώτο χέρι» αλλά δεύτερο ή και τρίτο.

Εσύ πάλι γίνεσαι ακόμη ένας κρίκος στην αλυσίδα της αφήγησης που, όσο κι’ αν θέλεις να κρύψεις την παρουσία σου να σταθείς ουδέτερα, δεν μπορεί παρά να αλλάξεις κάπως, αν όχι τα αριθμητικά δεδομένα, τα ποσοτικά στοιχεία, τις ημερομηνίες, τον αριθμό των νεκρών κ.ά. Σίγουρα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από το ύφος της αφήγησης τον πόνο, την ένταση. Ε! ρίσκο, λοιπόν, και πρέπει να το παίρνεις γνωρίζοντάς το.

Αυτό έπαθα και εγώ με τις ιστορίες αυτές. Στην αρχή η περιέργεια, μετά το ενδιαφέρον και έπειτα η έρευνα, η καταγραφή, η συγκέντρωση και η αξιολόγηση του υλικού. Τίποτα δεν μαρτυρεί εξ αρχής την ανάγκη δημοσίευσής τους. Είναι τόσες, άλλωστε, οι ιστορίες που τυπώθηκαν στο μυαλό μας! Γιατί άραγε αυτές; Τι είναι αυτό που τις φέρνει στο προσκήνιο του μυαλού μας και τις καθιστά μέρος της σκέψης και του στοχασμού μας;

Διαβάζοντας κανείς τα περιεχόμενα στη παρούσα έκδοση, ίσως δώσει τη δική του απάντηση. Εγώ θέλω να βλέπω τα πράγματα στην πιο απλή μορφή τους.

Τα προσωπικά μας βιώματα καθορίζουν ίσως με πιο αποφασιστικό τρόπο τις ευαισθησίες μας, απ’ ό,τι η μόρφωση και το γνωστικό μας πεδίο. Μεγάλωσα με τις αφηγήσεις των παλιών, των κυνηγημένων προσφύγων του Πόντου, των Ελλήνων της αρχέγονης πατρίδας, της Οικουμενικής Ελλάδας, του διάχυτου πολιτισμού της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας, της Αλεξάνδρειας και της Θράκης. Με σημάδεψαν οι ιστορίες του παππού μου, του θείου μου του πεχλιβάνη του Γιωσήφ, του παπά Τορούμ και άλλων που εγκαταστάθηκαν στη περιοχή του Χατζή Μπεηλίκ, για να ιδρύσουν τη νέα τους πατρίδα, τη Βυρώνεια. Με μεγάλωσαν νωρίς τ’ αληθινά παραμύθια που σημάδεψαν τη μοίρα των δικών μου ανθρώπων και καθόρισαν τη στάση μου απέναντι στη μοίρα αυτών που σφράγισε ο κατατρεγμός, ο πόνος, ο θάνατος.

Αυτά μάλλον έφταιξαν για την προτίμηση που δείχνω στα ντοκουμέντα των σκοτεινών πλευρών της ιστορίας της ζωής των ανθρώπων που με βρήκαν ή  τους βρήκα, άκουσα τους ίδιους ή τις μαρτυρίες αυτών που θυμούνται.

Το σίγουρο είναι ότι τα τελευταία χρόνια όλα αυτά στοίχειωναν μέσα μου, γινόταν επίμονα, πρωταγωνιστούσαν βασανιστικά στις σκέψεις μου. Οι αφηγήσεις του Ιωσήφ του αντάρτη της οικογένειας των «Τσαχούρ», η εκτέλεση των 26 παλληκαριών στο Ομαλό, η εκτέλεση του Νομάρχη Γρήγορα και οι δολοφονίες του 1947 στη Νιγρίτα, η ιστορία των Μαργιουλέων, ο εμφύλιος, οι σκοτωμοί, οι άνθρωποι που έφυγαν άδικα νωρίς...

Περνούσε ο καιρός και οι ιστορίες βάραιναν μέσα μου σαν χρέος δυσβάστακτο. Η δημοσίευσή τους τελικά αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο εκτόνωσης και λύτρωσης. Ίσως γιατί με τον τρόπο αυτό μοιράζεις το βάρος και σε άλλους, απελευθερώνεις τις μνήμες, τους όρκους, το θυμό, την πίκρα. Σκορπάς τη σκόνη του παρελθόντος στο μέλλον ως μνημόσυνο και σπονδή γι’ αυτούς που άθελά τους έγιναν πρωταγωνιστές στις μικρές η μεγάλες ιστορίες.

Η έκδοση αυτή των ιστοριών επιβραδύνθηκε για να υπάρξει απόσταση από την περίοδο κατά την οποία τα γεγονότα δημιούργησαν τις ιστορίες αυτές και για να μου δοθεί η δυνατότητα να συλλέξω τα έγγραφα και τις φωτογραφίες και να απομαγνητοφωνήσω τις αφηγήσεις όλων των συμπατριωτών μου που με άνοιξαν την καρδιά τους.

Έπρεπε όλα αυτά που γράφτηκαν να γίνουν σε κλίμα νηφαλιότητας και ηρεμίας στη σκέψη ώστε, η καταγραφή των γεγονότων, κυρίως του Εμφυλίου πολέμου, να γίνει με άνεση και κυρίως με αντικειμενικότητα.

Ευχαριστώ θερμά όλους αυτούς τους απλούς πολίτες που με αφηγήθηκαν τις ιστορίες: Μπογατζοπούλου Μαρία, Φυτσιτσάκη Παναγιώτη, Τσομπανίδη Τιμόθεο, Τσαρσυλή Παναγιώτη, Μαυρίδου Λούλα, Αφατίδη Θεόδωρο, Τσακιρίδη Νικόλα, Καλαϊτζίδη Ηλία, Κυρίδη Απόστολο, Παυλίδου Ελισάβετ, Μουμτζίδη Γιώργο, Κωστουλίδη Γιώργο, Καρυδόπουλο Χαράλαμπο, Παρασκευόπουλο Βασίλη και Κοτσαμπουγίκη Γρηγόρη.

Οφείλω να ευχαριστήσω για τη βοήθειά τους φιλολόγους Ακριτίδη Ανέστη και Ρωμανίδη Γιάννη, το διευθυντή ΓΑΚ Σερρών Τσαρούχα Γιάννη, το ζωγράφο Βαφειάδη Βασίλη, τους πρώην δημάρχους Νιγρίτας Δάπη Δημήτριο και Κασακόγια Αθανάσιο, τη Φακή-Ναζιρίδου Ελένη, το φιλόλογο Μαργιούλα Γιάννη του Χρήστου, το θεολόγο Μακρίδη Πολυχρόνη, το δήμαρχο Σιδηροκάστρου Δομουχτσή Φώτη, τους καθηγητές του 4ου Λυκείου Σερρών Αλεξιάδου Παναγιώτα, Γιαννογλούδη Βασίλη και Δάρατζη Κώστα και τέλος τον Τορωνίδη Παναγιώτη.

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 26 Ιαν. 2016 - 14:02