Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Γεννάδιος ο Σχολάριος

25 Αυγούστου

«Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γενναδίω Σχολαρίω, τον μείζωνα εν πατριάρχαις γνωρισθέντα και στερρώς υπέρ της πατρώας δόξης αγωνισθέντα».

Στις 6 Ιανουαρίου του 1454, Γεώργιος ο Σχολάριος,  ο περί τα θεία σοφός και διάσημος εις την έξω σοφία, μετά πολύμηνη αιχμαλωσία επιστρέφει στη Βασιλεύουσα όπου λαός και κλήρος, με ψήφους κανονικές: «εξελέξαντο ουν τον φιλόσοφον κυρ Γεώργιον τον Σχολάριον κριτήν όντα της βασιλικής κρίσεως, άνδρα αγιώτατον και ευλαβέστατον, και μη θέλοντα ποιήσαντες αυτόν πατριάρχην, ονόμασαν αυτόν Γεννάδιον», σημειώνει ανώνυμος χρονικογράφος την 16η  εκατονταετηρίδα σε «χρονική έκθεση».

Ο Γεώργιος Σχολάριος ο και Κουρτέσης ονομαζόμενος, γεννήθηκε στη βασιλίδα των πόλεων από εύπορους γονείς. Ο «θεοσεβέστατος» πατέρας του και η μητέρα του «των αδομένων εις αγιασμόν ουδέν διαφέρουσα» επιμελήθηκαν της ελληνικής και χριστιανικής παιδείας του. Ο ίδιος, στα συγγράμματά του, διακρίνει απ’ όλους τους δασκάλους του τον Μανουήλ Ευγενικό, τον μετέπειτα επίσκοπο Εφέσου άγιο Μάρκο Ευγενικό.

Νέος, ο Γεώργιος Κουρτέσης, έχασε τους γονείς του και προσελήφθη στα ανάκτορα ως Σχολάριος  «ούτοι δε <οι Σχολάριοι> στρατιώται μεν ονομάζονται και εγγεγράφαται τοις των καταλόγων βιβλίοις, εισί δε οι πολλοί αυλικοί τε και φαιδροείμονες και μόνον …».

 Το χρόνο παραμονής του στα ανάκτορα ο Γεώργιος Κουρτέσης, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο. Αρχικά, με μεγάλη προσωπική προσπάθεια και στη συνέχεια δίπλα σε δασκάλους, κατέκτησε γνώση στέρεα και πολύπλευρη παιδεία, ώστε, από πολύ νέος, να θεωρείται επαΐον στις επιστήμες και ιδιαιτέρως στη Νομική. Έτσι τιμήθηκε με διάφορα αξιώματα, όπως αυτό του «καθολικού κριτή των Ρωμαίων» και του «καθολικού σεκρετάριου του βασιλέως» έχαιρε δε της εκτιμήσεως και αγάπης του αυτοκράτορα και των μελών της βασιλικής αυλής.

Ο Γεώργιος Κουρτέσης, ο μείζων του χορού των μετά την Άλωση Οικουμενικών Πατριαρχών, η σημαντικότερη ίσως μορφή στα ελληνικά γράμματα, ως ισάξιος του Πατριάρχου Φωτίου, ο μόνος που συναριθμείτε στους Πατέρες της Εκκλησίας, προκάλεσε με την όλη του πολιτεία, τις πιο αντιφατικές κρίσεις για το πρόσωπό του.

Από τους μετέπειτα, για τη στάση του στο θέμα της ενώσεως Ορθοδόξων και Λατίνων και την εμμονή του στην Ορθόδοξο πίστη τις παραμονές της μεγάλης συμφοράς, χαρακτηρίσθηκε από τον έως υπερβολής αρχαιοελληνολάτρη Κ. Σάθα ως «ο μέγας ένοχος» ή, ακόμη πιο ακραία, επιπόλαια και ανεύθυνα, ως «δοσίλογος» από τον Κ. Μπόνη που, η ντροπή για αυτόν τον αυθαίρετο ισχυρισμό, που δεν έχει κανένα έρεισμα στην αλήθεια της ιστορίας, θα στέφει τη μνήμη του ως μαύρη δόξα.

Στο άλλο άκρο αυτών των χαρακτηρισμών, που σύσσωμος η ιστορία αντιστρατεύεται, κατατέθηκε ο χαρακτηρισμός του ως  «Εθνάρχης» από τον πατέρα Θ. Ζήση ή, «Γενάρχης-Εθνάρχης» από τον πρωτοπρεσβύτερο Γ. Μεταλληνό.

Ποια, όμως, γεγονότα στον πολυκύμαντο βίο του Γεώργιου Κουρτέση, του μνημονευόμενου ως αγίου σε αρχαία εορτολόγια της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εορταζόμενου την 25 Αυγούστου κάθε ενιαυτού, προκάλεσαν τις διαμετρικά αντίθετες αξιολογήσεις του προσώπου του;

Ο Γεώργιος Κουρτέσης, όπως εκείνος ο κολοσσιαίος ανδριάντας της Ρόδου, πατά σε δύο εποχές, στις οποίες άφησε ανεξίτηλα τα χνάρια του.

Κατά το ένα του σκέλος, στα πριν από την άλωση χρόνια, μόνος αυτός, υπάρχει ως πνευματικός οδηγός των Ορθοδόξων, κατά το άλλο σκέλος, μετά την πτώση της βασιλεύουσας, όρθιος και με συνείδηση ηγέτη, κατευθύνει το γένος των Ελλήνων.

Βρισκόμαστε στο 1436. Οι συζητήσεις για τη σύγκλιση μιας Οικουμενικής Συνόδου γίνονται, για μεν τους Λατίνους υπό την πίεση του μεγάλου σχίσματος, που άρχισε το 1378 με τη συζήτηση-διαμάχη γύρω απ΄ το ερώτημα: ποια είναι η ανώτατη αυθεντία και αρχή στην Δυτική Εκκλησία, για δε τους Βυζαντινούς υπό την απειλή της Τουρκικής επέκτασης.

Η πολιτική και οικονομική κατάσταση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είναι καθόλου καλή.

Η άλωση της Βασιλεύουσας από τους Λατίνους το 1204, που συνοδεύτηκε από λεηλασίες και καταστροφές τέτοιου μεγέθους που, ακόμα και  αυτός ο εμπνευστής της,  ο Πάπας Ιννοκεντίος Γ΄ αναγκάστηκε να συστήσει στους στρατιώτες του αυτοσυγκράτηση, άφησε πληγές που δεν επουλώθηκαν.

Η στρατιωτική πίεση που ασκούν οι Οθωμανοί Τούρκοι στην Αυτοκρατορία υποχρεώνει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο να αναζητήσει συμμάχους. Δυστυχώς, προϋπόθεση, κάθε στρατιωτικής βοήθειας, η προσέγγιση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους. Αυτή την εποχή, αυτοκράτορας στο Βυζάντιο είναι ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425-1448) που, ως παρακαταθήκη από τον πατέρα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ είχε την εντολή να κρατά ζωντανό το διάλογο με τους Λατίνους ως αντιστάθμισμα στις πιέσεις των Τούρκων, όμως: «το δε ποιήσαι αυτήν  <την ένωση> μηκέτι επιχειρισθής αυτό διότι ως βλέπω τους ημετέρους, ουκ είσιν αρμόδιοι προς το ευρείν μέθοδον και τρόπον ενώσεως, συμφωνίας τε και ειρήνης και αγάπης και ομονοίας, ει μη φροντίζουσι προς το επιστρέψαι αυτούς, λέγω τους δυτικούς, ως ήμεν αρχήθεν. Τούτο δε αδύνατον όντως, σχεδόν γαρ φοβούμαι μη και χείρον σχίσμα γέννηται».

Στις συζητήσεις για τον τρόπο προσέγγισης των Λατίνων και των Βυζαντινών πάγιο αίτημα των Ορθοδόξων ήταν η σύγκλιση Οικουμενικής Συνόδου, αίτημα που ικανοποιήθηκε όταν  η πλειοψηφία των συμμετασχόντων στη σύνοδο της Βασιλείας (1431-1437) ανάγκασε τον Πάπα Ευγένιο Δ΄ (1431-1447) να συμφωνήσει για την πραγματοποίησή της το Μάιο του 1437 στην Ιταλία.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, χωρίς πολιτική σύνεση, περιφρονώντας τη θέληση του κλήρου, αγνοώντας πως  στην Κωνσταντινούπολη ο λαός ακόμα τελούσε μνημόσυνα υπέρ των αδίκως σφαγιασθέντων από τους παπικούς στρατιώτες, παραγνωρίζοντας τη δυσμενή κατάσταση των Ορθοδόξων στα νησιά και ιδιαίτερα στην Κύπρο, εξ αιτίας της βάρβαρης πολιτικής των Λατίνων, επιπόλαια και με έπαρση άρχισε τις προετοιμασίες, για τη μετάβασή του στην Ιταλία, συγκροτώντας επιτελείο ειδημόνων περί τα εκκλησιαστικά και όχι μόνο, προκειμένου να ακουστούν οι απόψεις που θα κατέθεταν οι Ορθόδοξοι με πνεύμα «οικονομίας» στη Σύνοδο.

Επιπρόσθετα, ο βυζαντινός μονάρχης, αγνόησε την πρόταση των μελών της μεταρρυθμιστικής Συνόδου της Βασιλείας, που είχε την υποστήριξη των περισσοτέρων ηγεμόνων της Δύσης, να συμμετάσχει σε αυτήν και η Ορθόδοξη Εκκλησία, παράβλεψε τις συστάσεις του αυτοκράτορα της Γερμανίας Σιγισμούνδου να περιμένει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι να σταματήσει η διχόνοια των Λατίνων και, έκλεισε τα αυτιά του στις συμβουλές του  Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, να αποφύγει τη μετάβαση στην Ιταλία, όπου οι Λατίνοι, έχοντας το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής θα μετέτρεπαν τη Σύνοδο, σε Σύνοδο κατάκρισης και όχι συμφωνίας.

Τις επιφυλάξεις τους για την ένωση, εκφράζοντας και τη λαϊκή θέληση, διατύπωνε μία ομάδα θεολόγων με προεξάρχοντα τον επίσκοπο Εφέσου άγιο Μάρκο, ενώ τη φιλενωτική τάση προωθούσαν οι μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίων και Κιέβου Ισίδωρος που, ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα στη Σύνοδο της Βασιλείας, εκφώνησε λόγο υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών.

Την αντίρρησή του στην κατ’ «οικονομία» κατάθεση των απόψεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Σύνοδο, εξέφρασε ο σύμβουλος του αυτοκράτορα Γεώργιος Κουρτέσης ο Σχολάριος που υποστήριξε πως, με την παρουσία στη Σύνοδο του Αυτοκράτορα, του Πατριάρχου και των σημαντικότερων οφφικιούχων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έπρεπε τα θέματα που εμποδίζουν την ένωση, όπως η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ή το θέμα των αζύμων,  να τεθούν προς συζήτηση υπό το πνεύμα των αποφάσεων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και της πατερικής διδασκαλίας. Η πρότασή του έγινε δεκτή και άρχισε η προπαρασκευή των θεμάτων που θα διαπραγματευόταν.

Ο Γεώργιος Κουρτέσης, ως αυτοκρατορικός σύμβουλος, ήταν υποχρεωμένος κατ’ αρχάς, να καλύπτει θεωρητικά τις απόψεις περί ενώσεως Ορθοδόξων και Λατίνων του αυτοκράτορα και στη συνέχεια, να συμβιβάζει τις προτάσεις όσων  έβλεπαν με επιφύλαξη το εγχείρημα, με τις προτάσεις αυτών που εξέφραζαν την ενωτική τάση.

Η πολιτική φόρμα, με τον όρο «μεσότητα»,  που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των δογματικών συζητήσεων στη Φερράρα και στη Φλωρεντία, φόρμα με άμεσες επιδράσεις στο Ορθόδοξο δόγμα, φαίνεται πως δεν ενόχλησε όταν διατυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε, όμως, την έντονη δυσαρέσκεια και αντίδραση του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, κατά τη διάρκεια των δογματικών συζητήσεων στην Φλωρεντία. 

Με εισήγηση του μητραλοία  Βησσαρίωνα, οι κατώτεροι κληρικοί και οι κοσμικοί που μετείχαν της συνοδείας του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου αποκλείστηκαν από το διάλογο. Η πρόταση αυτή, που δυστυχώς έγινε δεκτή από τον αυτοκράτορα αποσκοπούσε, κυρίως, στον αποκλεισμό του Σχολάριου από τις συζητήσεις για τα δογματικά θέματα και, ιδιαίτερα, αυτό που αφορούσε την προσθήκη των Λατίνων «εκ του Υιού»  στο Σύμβολο της Πίστεως.

Η όλη συμπεριφορά των Λατίνων, που «εφήρμοζαν κάθε παράνομο μέσο προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση των Ελλήνων για να συμφωνήσουν στους όρους της ένωσης» και, ιδιαίτερα, η αυτοκρατορική διαταγή να τεθούν υπό περιορισμό οι Ορθόδοξοι επίσκοποι: Εφέσου Άγιος Μάρκος και Ηράκλειας Αντώνιος, έπεισε τον Γεώργιο Κουρτέση πως, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αληθούς ενώσεως με τους παπικούς και έτσι, εκούσια, εγκατέλειψε τον αυτοκράτορα στις 14 Ιουνίου του 1439, αναχωρώντας για τη Βασιλεύουσα ως συνοδός του Δημήτριου Παλαιολόγου, που δεν συμφωνούσε με την ένωση.

Φαίνεται, όμως, υποχρεωμένος από το αξίωμά του, μετά την υπογραφή του όρου της ένωσης στις 6 Ιουλίου του 1439 και την επιστροφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ στην έδρα της αυτοκρατορίας, ότι κράτησε μια μετριοπαθή στάση απέναντι στους λατινόφρονες, πράγμα που οδήγησε το δάσκαλό του, τον άγιο Μάρκο, να του στείλει επιστολή νουθεσίας στην οποία του επισημαίνει πως: «άνθρωπε, ουδέποτε δια μεσότητος τα εκκλησιαστικά διωρθώθη΄ μέσον αληθείας και ψεύδους ουδέν έστιν».

Η επιστολή αυτή, στερέωσε την απόφαση του Γεώργιου Κουρτέση να εγκαταλείψει οριστικά τις θέσεις του για «συγκατάβαση» στις πολιτικές αποφάσεις του αυτοκράτορα για την ένωση και, μετά το 1444, χρονιά θανάτου του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, γίνεται ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας και το στήριγμα των ανθενωτικών, πράγμα που δυσαρέστησε τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο.

Οι διάδοχοι των αρνησίθρησκων: Μετοχίτη, Μελιτηνιώτη και Βέκκου, μητραλοίες επίσκοποι Ισίδωρος Κιέβου και Νικαίας Βησσαρίων, κατασκεύασαν «συγγράμματα» του Σχολάριου που τον παρουσιάζουν ως υπέρμαχο της ένωσης των Εκκλησιών, όχι τόσο για να τον κατηγορήσουν για την τάχα υπαναχώρησή του, όσο για να αναπαύσουν την τύπτουσα αυτούς συνείδησή τους, για την προδοσία της Ορθοδοξίας.

Τα ψευδεπίγραφα αυτά συγγράμματα ακολουθούν και οι σημερινοί Εκκλησιαστικοί και κοσμικοί Έλληνες που λατίνισαν, με την ίδια ακριβώς λογική. Δικαιολογούν την προδοσία τους στην φιλτάτη Ορθοδοξία χρεώνοντας φιλενωτική στάση στον Γεννάδιο Σχολάριο!

Το 1447 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Γ΄ προκάλεσε δημόσιο θεολογικό διάλογο Λατίνων και Ορθοδόξων θεολόγων στην Κωνσταντινούπολη. Επικεφαλής των Λατίνων ήταν ο Καρδινάλιος Βαρθολομαίος Lapacci ενώ υπερασπιστής των Ορθοδόξων Δογμάτων ο Γεώργιος Κουρτέσης, που κατήγαγε νίκη περιφανή επί των κακοδόξων παπικών. Η ένωση των Εκκλησιών, μετά από αυτή τη δημόσια θεολογική αντιπαράθεση, αμφισβητήθηκε ανοιχτά  και ο ενωτικός όρος, ως μια συμφωνία πανικού, αφού στηρίχθηκε στο φόβο και στην ανάγκη, δεν είχε καμία ισχύ στον λαό και τον κλήρο της Πόλης. Το αποτέλεσμα της νίκης του Σχολάριου, επί των Λατίνων συζητητών, τον έθεσε οριστικά στη δυσμένεια του αυτοκράτορα.

Τον Οκτώβριο του 1448 πέθανε ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και  στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθε ο  Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ο Δραγάτσης (1448-1453) που ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του και επέμενε στην ένωση. Η διαφωνία του Γεώργιου Κουρτέση, για αυτή τη λανθασμένη επιλογή του παλαιού του φίλου και τώρα αυτοκράτορα τού στοίχισε τη θέση τού αυτοκρατορικού συμβούλου. Ο Γεώργιος ο Σχολάριος απομακρύνθηκε από το παλάτι και το 1450, με δική του θέληση, έγινε μοναχός στην Μονή του Χαρσιανείτου.

Παρά την αντίδραση του κλήρου και του λαού της βασιλεύουσας και, βεβαίως, του Σχολάριου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος συγκρότησε το καλοκαίρι του 1451 μια Σύναξη στην έδρα της Αυτοκρατορίας, με την οποία πρότεινε στον Πάπα τη σύγκλιση μιας νέας Συνόδου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, με όρους πραγματικά Οικουμενικούς. Τα πρακτικά αυτής της Συνάξεως, επειδή πίστευε πως δεν υπάρχει τίποτα καλό να περιμένουν από τους Λατίνους, αρνήθηκε να υπογράψει ο  Σχολάριος.

 Το 1452 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο πρώην μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος, ως παπικός λεγάτος. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε, με κύριο διαπραγματευτή τον Λουκά Νοταρά, που υποστήριζε το δόγμα της «οικονομίας» στην ένωση, να αποσπάσει τη συγκατάθεση του λαού της βασιλεύουσας. Ο Σχολάριος, επικεφαλής των ανθενωτικών, αποτραβήχτηκε στο Μοναστήρι του Παντοκράτορα «τοιχοκολλώντας στην πόρτα του μοναστηριού ένα οργίλο μανιφέστο, στο οποίο προειδοποιούσε το λαό ακόμα μια φορά για την εγκληματική ανοησία να εγκαταλείψει την αληθινή θρησκεία».

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 στην Αγία Σοφία, παρουσία του αυτοκράτορα και των επισήμων της αυτοκρατορικής αυλής έγινε «Λειτουργία», με την οποία οι βυζαντινοί άρχοντες αρνήθηκαν τη «φίλη Ορθοδοξία», καθώς μνημονεύθηκε ο Πάπας και διαβάστηκε ο όρος της Φλωρεντίας. Οι Έλληνες, «όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα πλήρωσαν το αντίτιμο που είχε ζητηθεί για τη δυτική βοήθεια και τελικά εξαπατήθηκαν».

Έτσι, στις 29 Μαΐου του 1453 «η τουρκική βία και ο λατινικός δόλος» έθραυσαν την ασπίδα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και «θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψη, απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις, εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία».

Την πτώση της Βασιλεύουσας στους Τούρκους, ακολούθησαν τραγικά γεγονότα. Οι τα πρώτα φέροντες στην αυτοκρατορία σφαγιάστηκαν και ο λαός έμεινε χωρίς μπροστάρη.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ως Πατριάρχης των του Χριστού Πενήτων, αναλαμβάνει το έργο διάσωσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δι’ αυτής του Έθνους των Ελλήνων.

Γιατί, λοιπόν, κατά τους ελληνόφωνους και ουνιτίζοντες κατηγόρους του, ο Άγιος Γεννάδιος είναι «δοσίλογος»;

Μήπως, κατάφερε, να αποτρέψει την ένωση των εκκλησιών ή, επειδή και, κυρίως, δεν την υποστήριξε όπως οι αποστάτες της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού Βησσαρίων, Ισίδωρος και οι σύγχρονοι μιμητές τους; Μήπως αυτός ευθύνεται, που δεν ήλθαν οι στρατιώτες που υποσχέθηκαν οι Λατίνοι στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον «αληθώς φονευθέντα υπέρ της Πόλεως», όπως μας διαβεβαιώνει ο Πατριάρχης Γεννάδιος;

Μήπως αυτός δεν ήταν που, ως άλλος Δημοσθένης, προέτρεπε τους πολίτες της Βασιλεύουσας να «κενώσωσι αυτών τα βαλάντια και τα κιβώτια οι έχοντες, και ίσως ουδέ κενώσουσι…αλλ’ έκαστος το γε αυτού μέρος προδίδωσι την πατρίδα, την πίστιν, την θρησκείαν, τους προγονικούς τάφους…των οίκοι χρημάτων φειδώμενοι…;».

Μήπως, εάν είχε μακρότητα ημερών,  ο αρχιερέας Έφέσου Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, θα συμφωνούσε στην κατ’ «οικονομία» ένωση, με αντάλλαγμα τη βοήθεια από τους δυτικούς;

Υπήρχε άραγε περίπτωση ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος, που κήρυττε το «Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία» να κάνει συγκατάβαση και να δεχθεί την ένωση, με αντάλλαγμα την αμφίβολη σωτηρία της βασιλεύουσας;

Ο Άγιος Γεννάδιος ο Σχολάριος, ασφαλώς και δεν υπήρξε ο «μέγας ένοχος» στην πτώση της Πόλης, βεβαιότατα και δεν ήταν «δοσίλογος», όμως του είναι αδύνατο να αποποιηθεί τον τίτλο του Εθνάρχου.

«Εις τα εντόπια ξίφη, εις τας εντοπίους φάλαγγας η μόνη ελπίς της ανδρείας» λέει ο Μπάϋρον και ακριβώς, η βασιλίδα των πόλεων έπεσε επειδή οι προεστοί της δεν στηρίχθηκαν στα εντόπια ξίφη αρνούμενοι την Ορθοδοξία, σπέρνοντας στο λαό την αμφιβολία για την αξία της πίστης του, την αμφιταλάντευση  στα όσια και ιερά του.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέρρευσε και, για ακόμα χίλιους δυο λόγους, με κυριότερο την άλωσή της από τους παπικούς το 1204. Όμως, η προδοσία της Ορθόδοξης πίστης ήταν καθοριστικό γεγονός. Οι άρχοντές της δεν στηρίχθηκαν στη δύναμη του ορθόδοξου λαού. Ενός λαού, με δύναμη ζωής που αντλούσε από την Ορθόδοξη πίστη του και, παλαιότερα, στηριγμένος σε αυτή τη δύναμη ζωής, αντιμετώπισε με επιτυχία ισχυρότερες ορδές πολεμιστών από τους Τούρκους και, ακριβώς, σε αυτή τη δύναμη ζωής που δίνει η Ορθοδοξία στηρίχθηκε ο Ελληνικός Λαός, για να αποτινάξει τον Οθωμανικό ζυγό το 1821.

Ο Άγιος Γεννάδιος ο Σχολάριος, με το συγγραφικό έργο και την όλη βιωτή του, έκανε κάτι που τον κατατάσσει πολύ πιο πάνω από τους αρνητικούς ή θετικούς  χαρακτηρισμούς, έκανε εθναρχούσα την Ορθόδοξη Εκκλησία, που  έσωσε το γένος των Ελλήνων!

Ο Πατριάρχης Γεννάδιος, την άνοιξη του 1456  παραιτήθηκε από τον Οικουμενικό θρόνο  και αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου και έμεινε έως και το τέλος αυτής της χρονιάς.

Στις αρχές του 1457, ο άγιος Γεννάδιος έρχεται από το Άγιο Όρος στην πόλη των Σερρών και συνεχίζει το μοναχικό του βίο στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου απ’ όπου και κλήθηκε  δύο φορές, το 1462 (θέρος 1462 - θέρος 1463) και το 1464 (Αύγουστος 1464 -Δεκέμβριος 1464), στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Γεννάδιος Β΄ ο Σχολάριος παρέμεινε στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου έως και το θάνατό του, που συνέβη μετά το 1472. Σ’ αυτό το Μοναστήρι έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του πλούσιου έργου του, που φυλασσόταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού.

Το 1854 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Στ΄ που, ποίμανε τη Μητρόπολη Σερρών από το 1829 μέχρι και το 1833 επιβεβαίωσε πως, στον τάφο που ευρέθη στο καθολικό της Μονής εκεί όπου ψάλλετε η μεσονύκτιος ακολουθία «υπάρχει μόνον το ιερόν λείψανον του σοφωτάτου αοιδίμου Γενναδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως όστις κατά την αρχαίαν παράδοσιν (…) αυτόθι ελθών και ζήσας το υπόλοιπον της ζωής αυτού, ανεπαύθη εν Κυρίω».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέταξε στο χορό των αγίων της τον «επί σοφία παντοδαπή και δυνάμει λόγων ανυπερβλήτω και λαμπρόν μεν υπέρ της ορθοδόξου πίστεως αγωνισαμένου…ενώπιον βασιλέων και δυναστών και λαών και δήμων όλων και επί πάντων απλώς την ιεράν της χριστιανικής πίστεως ομολογίαν και αλήθειαν αναδιδάξαντος…» και όρισε την  25η  Αυγούστου το χριστεπώνυμο πλήρωμά της να μνημονεύει τον «εν πατριάρχαις, μείζωνα γνωρισθέντα» Άγιο Γεννάδιο το Σχολάριο.

Αιωνία η Μνήμη Του.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 29 Αυγ. 2017 - 17:57