Ο κόσμος υποκλίνεται στην ελληνική μουσική και οι Έλληνες την αγνοούμε!

Λίγοι Έλληνες, ή αν ακριβολογούσα θα έπρεπε να διευκρινίσω πως ελάχιστοι Έλληνες (με εξαίρεση τον απόδημο ελληνισμό), έχουν κατανοήσει το κύρος, το θαυμασμό και την εκτίμηση των πνευματικά καλλιεργημένων ανθρώπων της υφηλίου προς τη σημερινή Ελλάδα, ως αποτέλεσμα του θαυμασμού τους για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο πολιτισμός μας, η προγονική μας κληρονομιά, χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβανόμαστε αν δεν ζήσουμε για κάποιο χρονικό διάστημα εκτός Ελλάδας, είναι η μεγαλύτερη πηγή δύναμης του σύγχρονου ελληνισμού. Το θέμα αυτό το αναλύω λεπτομερέστερα στην πολιτιστική πραγματεία μου «Το Θαύμα του Ελληνικού Πολιτισμού» (η ανάγνωση του βιβλίου γίνεται δωρεάν στην ιστοσελίδα: siskos-logotexnia.gr). Συμπληρωματικά όμως θα ήθελα, στο κείμενο αυτού του άρθρου, να επισημάνω έναν τομέα πολιτισμού ο οποίος έχει τελείως αγνοηθεί από τους ερευνητές, αλλά συντελεί στην προβολή του πολιτιστικού γοήτρου της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι η μουσική με θεματολογία, κυρίως, από την αρχαία ελληνική ιστορία.
Με την ευκαιρία μιας πολύμηνης παραμονής με τη σύζυγό μου στο Παρίσι, είχαμε τη δυνατότητα, εκτός από τα μουσεία και κυρίως του Λούβρου (στο οποίο προβάλλεται ανάγλυφα όλο το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού), να παρακολουθήσουμε και μουσικές παραστάσεις στο «Καζινό ντε Παρί», στο μουσικό θέατρο «Σατλέ» και στην υπέροχη, από αρχιτεκτονικής πλευράς (και με ελληνικές εγγραφές στην οροφή), όπερα «Γκαρνιέ». Στα δυο πρώτα θέατρα προσφέρονται κυρίως ψυχαγωγικά προγράμματα, ενώ στην όπερα «Γκαρνιέ» προβλήθηκαν, ως το 1989, (σήμερα τα μελοδράματα ανεβάζονται στην όπερα της Βαστίλης) έργα με ιστορικό περιεχόμενο, πολλά από τα οποία έχουν αρχαιοελληνική θεματολογία.
Στους καταλόγους με έργα όπερας ή οπερέτας, βρίσκουμε πληθώρα μουσικών δημιουργιών με αυτή τη θεματολογία. Στην αρχή κυρίως της εμφάνισης έργων όπερας στην Ιταλία κατά τον 17ο αιώνα, θα μπορούσαμε να πούμε πως, σχεδόν, το σύνολο των μελοδραμάτων ήταν εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία και μυθολογία. Για παράδειγμα, από την εμφάνιση της πρώτης όπερας το 1594, με το έργο «Δάφνη» του Τζάκοπο Πέρι και ως το τέλος του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι το 1692, γράφτηκαν έντεκα όπερες από τις οποίες οι οκτώ είχαν αρχαιοελληνική θεματολογία (Δάφνη, Ευρυδίκη, Ορφέας, οι γάμοι της Θέτιδας και του Πηλέα, η επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα, ο Ιάσων, η Καλλιστώ, Διδώ και Αινείας). Από τον 18ο αιώνα και μέχρι σήμερα, η ελληνική θεματολογία εμπλουτίζεται με τη συμμετοχή, εκτός από τους Ιταλούς, και με μεγάλους μουσουργούς από τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, αλλά και μικρότερες χώρες όπως π.χ. την Ελλάδα, την Τσεχία με τις όπερες «Υπόθεση Μακρόπουλου», «Το Ελληνικό Πάθος» κλπ. Αλλά και σε αυτή την περίοδο, παρά την αλλαγή στην ποσοστιαία αναλογία, είναι και πάλι εμφανής η υπεροχή της ελληνικής θεματολογίας.
Ορισμένα έργα με γνωστά πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας όπως π.χ. Αντιγόνη, Μέγας Αλέξανδρος κλπ, ανεβάστηκαν σε μουσικά θέατρα από διαφορετικούς συνθέτες. Για την Ιφιγένεια γράφτηκαν τουλάχιστον δέκα όπερες αποκλειστικά από ιταλούς συνθέτες, με γνωστότερους τον Κερουμπίνι και το Σκαρλάτι. Για την «Αριάδνη» γράφτηκαν ως το 1912 οκτώ έργα, από τα οποία μερικά, όπως του Μοντεβέρντι, του Φρήντριχ Χαίντελ και του Ρίχαρντ Στράους θεωρήθηκαν μουσικά αριστουργήματα. Ο Χαίντελ και ο Στράους μελοποίησαν επίσης λιμπρέτα για τη «Δάφνη». Με την «Αντιγόνη» ασχολήθηκαν έξι συνθέτες (και μεταξύ τους ο Μίκης Θεοδωράκης), ενώ και πολλοί άλλοι ήρωες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας προβλήθηκαν από έργα διάσημων ευρωπαίων μουσουργών, όπως π.χ. οι «Κάστωρ και Πολυδεύκης» από τους Ζαν Ραμώ και Φραντσέσκο Μπιάνκι. Για το «Δημοφώντα» γράφτηκαν πέντε όπερες από τους Γκλουκ, Μπερτόνι, Μπιάνκι, Φόγκελ και Φον Λιντπάιντνερ, τη «Διδώ» τη μελοποίησε ο Σκαρλάτι, την «Ερμιόνη» ο Τζοακίνο Ροσσίνι, «το Ελληνικό Πάθος» ο τσέχος Μποχουσλάβ Μαρτίνου (έγραψε το 1958 και μια όπερα για την «Αριάδνη»). Συνθέτες του «Ορέστη» ήταν ο Γκλουκ και δυο άλλοι, του «Ορφέα» ο Γκλουκ, ο Μοντεβέρντι, ο Μπερτόνι, ο Οφενμπαχ (και άλλοι), του «Ιδομενέα» ο Μότσαρτ και ο Καμπρά, ενώ υπάρχουν και άλλες πολλές όπερες και οπερέτες με αρχαιοελληνική θεματολογία, που είναι αδύνατον να τις απαριθμήσουμε στο περιορισμένο κείμενο ενός άρθρου.
Οι ελληνικές μουσικές δημιουργίες ποιότητας (όπερες και οπερέτες) από τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι αξιόλογες και οι περισσότερες τελείως άγνωστες στο ευρύτερο κοινό. Οι γεροντότεροι έχουν μια κάποια ιδέα κυρίως για τις θαυμάσιες μελωδικές οπερέτες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, του Νίκου Χατζηαποστόλου κ.ά. (Βαφτιστικός, Περουζέ, οι Απάχηδες των Αθηνών, το Κορίτσι της Γειτονιάς κλπ) που ανέβηκαν παλαιότερα σε θεατρικές σκηνές ή παρουσιάστηκαν στον κινηματογράφο. Από τη δεκαετία του ’80 άρχισε ένας σταδιακός εκχυδαϊσμός (banalisation) της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ενώ η όπερα, σαν είδος εκλεπτυσμένης μουσικής μελωδίας, ποτέ δεν υπήρξε αντικείμενο ενδιαφέροντος για να συμπεριληφθεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και στη φυσιολογική αποδοχή του από τον μέσο Έλληνα. Αγνοήθηκε ακόμα και η πατριωτική ωφέλεια για τη χώρα, όχι μόνο από τη διάδοση, με διαφορετικό τρόπο και μέσο, του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και από τη γνώση, για τους ίδιους τους Έλληνες, ιστορικών γεγονότων ή θρύλων από τα έργα των ελλήνων συνθετών. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως τέτοια έργα μεγάλων ελλήνων μουσουργών είναι π.χ. οι γνωστές όπερες «Πρωτομάστορας» και «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Μανώλη Καλομοίρη και οι οπερέτες «η Κρητικοπούλα» και «η Πριγκίπισσα της Σάσωνος» του Σπύρου Σαμάρα.
Αν ερευνήσουμε, πιο συστηματικά, το αξιόλογο μουσικό έργο του Σαμάρα από τις όπερές του «Ρέα», «Φλόρα Μιράμπιλις», «η Μάρτυς», «Τίγκρα» κλπ, διαπιστώνουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μουσική ιδιοφυΐα. Ήταν ένας συνθέτης ισότιμος και ισάξιος με τους μεγάλους ευρωπαίους συνθέτες, όπως άλλωστε χαρακτηρίστηκε από τους μεγάλους ιταλούς συνθέτες Πουτσίνι και Μασκάνι, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και τον συγχάρηκαν όταν το 1908 παίχτηκε η «Ρέα» στο θέατρο Verdi της Φλωρεντίας. Πολλά έργα του παίχτηκαν σε θέατρα της Ιταλίας, της Γερμανίας και στην Εθνική Λυρική Σκηνή της Αθήνας. Το 1887 η «Φλόρα Μιράμπιλις» θριάμβευσε στη σκάλα του Μιλάνου, ενώ το 1895 ένα μουσικό μέλος από την όπερα «Ρέα» (σε ποίηση Κωστή Παλαμά) αναγνωρίστηκε ως ο ύμνος των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ο οποίος έγινε πλέον (από το 1958) ο επίσημος ύμνος και ακούγεται κάθε τετραετία σε όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Στο συνοπτικό αυτό κατάλογο των μουσικών έργων ποιότητας, δεν μπορούμε να αναφερθούμε με λεπτομέρειες στα έργα κα άλλων μεγάλων ελλήνων μουσουργών, σαν το Μάντζαρο, το Λαυράγκα, το Σκλάβο κ.ά. Για τον ίδιο λόγο αδυνατούμε να προβάλλουμε με λεπτομέρειες τις ιστορικές μελωδίες του Γιάννη Μαρκόπουλου (οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Λειτουργία του Ορφέα, Ερωτόκριτος και Αρετή, Θησέας κ.ά.), ενώ τα ορατόρια και οι όπερες του Μίκη Θεοδωράκη (Άξιον εστί, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Οι Μεταμορφώσεις του Διονύσου, Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη κ.ά.) αποτελούν μεγαλειώδεις ελληνικές πολιτιστικές δημιουργίες.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ιδιαίτερο είδος μελοδράματος, στην όπερα μπούφα, η οποία (είτε ως κλασική όπερα, είτε ως οπερέτα) μπορεί, με το σατυρικό και παρωδιακό χαρακτήρα της, να ελέγξει το ήθος και την εντιμότητα μιας πολιτικής εξουσίας ή να καταστρατηγήσει με πονηριά τη λογοκρισία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Τέτοιο χαρακτηριστικό είδος μελοδράματος είναι η οπερέτα μπούφα «Η Ωραία Ελένη» (La Belle Helene) του Ζακ Όφενμπαχ. Οι δυο ταλαντούχοι συγγραφείς του λιμπρέτου που μελοποίησε ο Όφενμπαχ, ο Λιντοβίκ Αλεβί και ο Ανρί Μεϊλάκ, με εκπληκτική και απόλυτη γνώση της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, δημιούργησαν μια παρωδία της συμπεριφοράς των βασιλέων της Αρχαίας Ελλάδας, για να γελοιοποιήσουν (ξεγλιστρώντας από το άγρυπνο μάτι της λογοκρισίας), με αλληγορικό τρόπο, το θεσμό της βασιλείας κατά τη 2η Γαλλική Αυτοκρατορία και μαζί της την ανηθικότητα και διαφθορά της κοινωνίας των γαλαζοαίματων όλης της Ευρώπης. Οι χορωδιακές μελωδίες και οι άριες «Στο βουνό της Ίδης», «Το Πατριωτικό Τρίο» ή το κουπλέ «Η Είσοδος των Βασιλέων» αποτελούν (όπως είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω όταν είδα αυτή την οπερέτα πριν από αρκετά χρόνια) μουσικά αριστουργήματα που συναρπάζουν το θεατή. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά το 1864. Από τότε ακολούθησαν αμέτρητες παρουσιάσεις. Το 2000 το παρισινό μουσικό θέατρο «Σατλέ» (Théâtre du Châtelet) το ανέβασε με μια σύγχρονη σκηνική προσαρμογή και το 2010 παρουσιάστηκε στο ίδιο θέατρο και πάλι με την αγγλίδα σοπράνο Φελίσιτι Λοτ ως Ελένη. Η παράσταση μεταδόθηκε αργότερα και από το γαλλογερμανικό τηλεοπτικό κανάλι ARTE.
Ο ευρωπαϊκός αλλά και ο ελληνικός πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος, δημιούργησε μουσικά αριστουργήματα που προβάλλουν το ανυπέρβλητο μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού. Στη χώρα μας, η πολιτική και πνευματική ηγεσία ποτέ δεν κατανόησε την τεράστια δύναμη αυτού του πολιτιστικού εργαλείου, για το κύρος και την αντιμετώπιση των κακόβουλων και υποβολιμαίων στερεοτύπων για τη σύγχρονη Ελλάδα και τους Έλληνες, με την παραχάραξη και της ελληνικής ιστορίας. Θα μπορούσε, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού να συμβάλει στη συχνότερη παρουσίαση (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) αυτών των έργων με υποθέσεις από την ελληνική ιστορία, είτε με την ένταξή τους στις προγραμματισμένες ετήσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις (π.χ. φεστιβάλ Αθηνών, Δημήτρια), είτε δημιουργώντας προϋποθέσεις για την παρουσίασή τους και σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας. Αν, ενδεχομένως, η παρουσίαση θα είναι εφικτή από τεχνικής πλευράς, κάποιες παραστάσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και σε αρχαία θέατρα. Τέτοιου είδους οργανωτικές πρωτοβουλίες θα ήταν σημαντικό κίνητρο, ώστε ταλαντούχοι σκηνοθέτες να τολμήσουν να ανεβάσουν ιστορικά μουσικά έργα. Ίσως τότε οι Έλληνες θα είχαν την ευκαιρία να δουν και να ακούσουν τις μελωδίες από τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» του Καλομοίρη, τη «Ρέα» του Σαμάρα ή τον «Ιδομενέα» του Μότσαρτ, αλλά και να διδάσκονται ταυτόχρονα την άγνωστη σε πολλούς ιστορία τους.

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Δευ. 10 Ιουλ. 2017 - 18:37