Ο ιερός δισυπόστος ναός των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης Σερρών

(Συμβολή στην ιστορία του –Πρόδρομη ανακοίνωση)
Ο δισυπόστατος ιερός ναός των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης Σερρών.

Στο ανατολικό τμήμα της Βυζαντινής πόλης των Σερρών είναι οικοδομημένος, ο σήμερα δισυπόστατος Ιερός Ναός των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης που, στο διάβα του χρόνου, έχει δεχθεί πολλές παρεμβάσεις.
Οι ιστορικές μνήμες, που αναφέρονται σε αυτόν, δεν είναι πολλές. Παρά ταύτα, με βάση τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και τις αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες και, έχοντας ως δεδομένο πως, το προφανές δεν  ταυτίζεται με την αλήθεια, είναι μπορετό να αποκλεισθούν λανθασμένες ιστορικές θέσεις που σχετίζονται με την πορεία του μνημείου στο χρόνο και, στηριγμένοι στο γνωστό νομικό καθεστώς που όριζε την επισκευή ή, την ανέγερση χριστιανικού ναού τα χρόνια της τουρκοκρατίας, μπορούν να γίνουν γόνιμες υποθέσεις και να υποστηριχθούν νέες και λογικά ισχυρές ιστορικές θέσεις.  
Αρχικά, στον αύλειο χώρο του σημερινού ναού, η εκκλησία που υπήρχε γιόρταζε την ιερά μνήμη της Αγίας Μαρίνης.
Μνημονεύεται σε δύο χρυσόβουλλα του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, που εκδόθηκαν υπέρ της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου του Μενοικέως το 1321.
Το 1623 στην χρονογραφία του Παπασυναδινού, ο ναός αναφέρεται ως ενοριακός και αφιερωμένος στην Αγία Μαρίνα.
Επί των ημερών του Μητροπολίτου Σερρών Στεφάνου (1706-1728) η ενορία της Αγίας Μαρίνης είχε εκχωρηθεί σε λαϊκούς για εκμετάλλευση των προσόδων της. Εκατό χρόνια αργότερα, οι Σερραίοι πείσθηκαν από τον Μητροπολίτη τους Γαβριήλ, ότι η εκχώρηση εκκλησιών σε ιδιώτες συνιστά ανομία και ιεροσυλία και, με απόφαση της Συνελεύσεώς τους το 1736 επανέφεραν την ενορία της Αγίας Μαρίνης και τις όχι ευκαταφρόνητες προσόδους της, που εκμεταλλεύονταν ιδιώτες, υπό τη δεσποτεία και επίσκεψη του κατά καιρόν Μητροπολίτου Σερρών.
Το 1866 έχουμε την πρώτη και σαφέστατη μαρτυρία, για την ύπαρξη Εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου που, λειτουργεί ως αυτόνομος ναός. Σε «Ιεροψάλτου Εγκόλπιο», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη αυτή τη χρονιά (1866) αναφέρονται ως συνδρομητές του οι ιεροψάλτες του ναού Αγίου Αντωνίου Χρηστόδουλος Μπουτζινίδης και Αναστάσιος Καντιλάπτης.
Από τις αναμφισβήτητες ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνεται πως, το 1866 τουλάχιστον, οι ναοί ήταν δύο, με την Εκκλησία της Αγίας Μαρίνης να δίνει το όνομά της στην ενορία.
Ο σπουδαίος φιλόλογος Πέτρος Παπαγεωργίου στο μεσοδιάστημα των ετών 1889-1891 που, ως γυμνασιάρχης διέτριβε στην πόλη των Σερρών, θεώρησε: «άξιον του κόπου…”να ασχοληθεί με” την αναγραφήν και εξέτασιν πάντων των εν αυταίς και περί αυτάς μνημείων…». Στην εργασία του, που δημοσιεύτηκε το 1894 γράφει πως, στην πόλη των Σερρών υπήρχαν: «Οι νέοι επί παλαιοτέρων ναοί του αγίου Αντωνίου και της αγίας Μαρίνης, εν τη αυτή αυλή πλησίον του παραπορτίου κείμενοι εν τη συνοικία τη Τουρκιστί λεγομένη ζαράπ χανέ, νομισματοκοπείω, φέρουσιν εν τω βορείο τοίχω το έτος 1826…».
Ενισχυτικά στοιχεία της πληροφορίας του Π. Παπαγεωργίου πως, οι ναοί ήταν δυο και  παράλληλα χτισμένοι σε μια αυλή είναι: α) οι κτιτορικές πλάκες, με τη χρονολογία 1826 που ο Π. Παπαγεωργίου είδε στον βόρειο τοίχο των Εκκλησιών. Σήμερα, η μία είναι εντοιχισμένη στην ανατολική πλευρά του δισυπόστατου ναού στο εξωτερικό μέρος της κόγχης του Ιερού, η δεύτερη στον βόρειο τοίχο του ναού, αριστερά από το κωδωνοστάσιο και, μια τρίτη επιγραφή, βρίσκεται  στον νότιο τοίχο του ναού,  στο ύψος της προσκομιδής του παρεκκλησίου του Αγίου Φανουρίου, β) η διακεκριμένη αναφορά του ναού της Αγίας Μαρίνης από τον Π. Παπαγεωργίου στην εργασία του, για τις αρχαιότητες της πόλης των Σερρών «…φυλάσσονται νυν εν τω ναώ της αγίας Μαρίνης αρχαία εικών του αγίου Βασιλείου…και η Αγία τράπεζα», γ) η ξεχωριστή αναφορά στους ναούς του Αγίου Αντωνίου και της Αγίας Μαρίνης σε επιστολή του Π. Παπαγεωργίου προς τον κάτοικο των Σερρών Κωνσταντίνο Χόνδρο. Στην επιστολή,  που στάλθηκε στις 27 Απριλίου του 1893, ο Π. Παπαγεωργίου γράφει στον Κ. Χόνδρο: «Θα σας βάλω και εις νέον κόπον: ας μου σημειωθώσιν αι υπάρχουσαι χρονολογίαι… των εξής ναών και ναϊδίων…Μαρίνης.. η επιγραφή της εικόνος του αγίου Βασιλείου κεφαλαίους, αγίου Αντωνίου…τα πρακτικά δεν έχουσιν άλλο τι άξιον μνείας;,» δ) τα δύο ιερά Θυσιαστήρια, που είναι εντοιχισμένα: το πρώτο στην κόγχη της προσκομιδής και το δεύτερο στην κόγχη του σκευοφυλακίου, του  δισυπόστατου σήμερα ναού  των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης. Στην πρώτη Αγία Τράπεζα τελούνταν η αναίμακτη και απολυτρωτική Θυσία του Χριστού στον ναό του Αγίου Βασιλείου που, το  «πότε  κατεστράφη είναι άγνωστον».
Ο Π. Παπαγεωργίου το 1890-91 μαρτυρά πως: «…φυλάσσονται νυν εν τω ναώ της αγίας Μαρίνης αρχαία εικών του αγίου Βασιλείου, φέρουσα την επιγραφήν “ο άγιος Βασίλειος” και η Αγία Τράπεζα <του ναού αυτού>». Το δεύτερο ιερό Θυσιαστήριο είναι του ιερού ναού της Αγίας Μαρίνης αφού, επιγραφή στο δάπεδο της εισόδου του σημερινού ναού βεβαίωνε πως, ο ναός που επεκτάθηκε είναι αυτός του Αγίου Αντωνίου1. Τα εντοιχισμένα δυο ιερά Θυσιαστήρια μαρτυρούν, όχι μόνο το γεγονός πως οι ναοί το 1890-91 ήταν δύο αλλά και ασφαλώς, πως ο σημερινός ναός είναι κτίσμα υστερότερο αυτών των χρόνων.
Η αναμφισβήτητης εγκυρότητας μαρτυρία του Π. Παπαγεωργίου πως, στην ίδια αυλή  υπήρχαν δύο ναοί χτισμένοι επί παλαιοτέρων, κατ’ αρχάς αποκλείει ως εντελώς λανθασμένη την άποψη ότι ο σημερινός δισυπόστατος ναός είναι κτίσμα του 1826 ενώ ταυτόχρονα γεννά το ερώτημα; Πότε χτίστηκε ο σημερινός δισυπόστατος ναός;
 Έως και τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (Ιούλιος 1774) τις αγκυλώσεις της οθωμανικής γραφειοκρατίας, για την επισκευή και προπαντός την ανέγερση ναών που,  με σουλτανικό φιρμάνι του 1723 απαγορευόταν απολύτως, ήταν δυνατόν να παρακάμψει μόνο η παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά τις κατά τόπους εξαιρέσεις και καταστρατηγήσεις της πάγιας νομοθεσίας των κατακτητών.
Μετά τον Ιούλιο του 1774 το νέο νομικό καθεστώς στα όρια της Οθωμανικής επικράτειας, έδινε στους Έλληνες, που γνώριζαν τους διαύλους που οδηγούσαν στα κέντρα εξουσίας των Οθωμανών, τη δυνατότητα να βρίσκουν τρόπους έκδοσης της σχετικής ιεροδικαστικής κρίσης (ιλαμι) και άδειας (χοτζέτι) για την επισκευή ναού με  λιγότερες  δυσκολίες και, προφανώς, λιγότερα χρήματα (δωσήματα) ενώ, η ανέγερση νέας εκκλησίας, οπωσδήποτε όχι στα όρια μουσουλμανικής συνοικίας, απαιτούσε την έκδοση από το Σουλτάνο ειδικής διαταγής (φιρμάνι).
Εν τέλει, η έκδοση φιρμανιού για την οικοδόμηση ναού, χωρίς τη μεσολάβηση ισχυρών και εν ενεργεία εκκλησιαστικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων στο συγκεντρωτικό οθωμανικό σύστημα, μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν αφού απαιτούσε ή, την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού σε Τούρκους αξιωματούχους, ιδιαίτερα δε του σουλτανικού περιβάλλοντος ή, την παραμονή μεγάλου χρονικού διαστήματος στη βασιλεύουσα προκειμένου να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για να εξασφαλισθεί το πολύτιμο φιρμάνι. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός πως, η ριζική ανακατασκευή παλαιών ναών και η οικοδόμηση νέων εκκλησιών στην πόλη των Σερρών συμπίπτει με την άνοδο στον Οικουμενικό Θρόνο ιεραρχών που ποίμαναν τη Μητρόπολη Σερρών.
Προφανώς, η πρόσβαση των ενοριτών της Αγίας Μαρίνης στην Υψηλή Πύλη, για την έκδοση διατάγματος (φιρμάνι) οικοδομήσεως νέου ναού τα δύσκολα αυτά μετά-επαναστατικά του 1821 χρόνια, μόνο με την παρέμβαση του από Σερρών Οικουμενικού Πατριάρχου   Χρύσανθου Μανωλέα μπορούσε να εξασφαλιστεί, στο βεράτι του οποίου προβλεπόταν πως: «…των πατριαρχών τα άρτζια (αναφορές) να έχουν  την ισχύν και το κύρος. Ό,τι κάμουν άρτζι  και φανερώσουν αποβλέπον εις την θρησκείαν τους να εισακούωνται».
Οι εντοιχισμένες πλάκες με χρονολογία  1826 (Μάρτιος), που βεβαιώνει ο Π.Παπαγεωργίου πως υπήρχαν στον βόρειο τοίχο των δύο εκκλησιών και, σήμερα υπάρχουν σε άλλη θέση, μαρτυρούν την ταυτόχρονη,  με την ευκαιρία έκδοσης φιρμανιού για την ανέγερση του ναού του Αγίου Αντωνίου, επισκευή του Βυζαντινού ναού της Αγίας Μαρίνας, που μετρούσε περισσότερα από πεντακόσια χρόνια ζωής. Οπότε, ο νέος ναός της Αγίας Μαρίνης, οικοδομήθηκε, κατά τη μαρτυρία του Π. Παπαγεωργίου και τη νομολογία των Οθωμανών, επί των θεμελίων του παλαιού ναού της Αγίας Μαρίνης που, η ύπαρξή του μνημονεύεται από το 1321.
Εμμέσως, το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν οι μεγάλων διαστάσεων εικόνες (του Παντοκράτορος Χριστού, της Θεοτόκου και της Αγίας Μαρίνης) στο τέμπλο του σημερινού ναού, έργα του ίδιου αγιογράφου, που παραδόθηκαν το Δεκέμβριο του 1827 και προφανώς τοποθετήθηκαν στο τέμπλο του νέου ναού αφού, οι ιδιώτες που εκμεταλλεύονταν τις προσόδους του ναού της Αγίας Μαρίνης είχαν παραγγείλει στο μεσοδιάστημα του 1722-1734 στο αγιογραφικό εργαστήριο του Διονυσίου εκ Φουρνά στο Άγιο Όρος εικόνες της Μεγάλης Δεήσεως, καθώς και δεσποτικές εικόνες.
Στο σημερινό και, καλλιτεχνικά αδιάφορο τέμπλο του ναού, εξαιρουμένης της ξυλογλύπτου επιστέψεως του μεσαίου κλίτους και των όμοιων αλλά μικρότερων διαστάσεων των δυο άλλων μοιρών, στο μεγάλων διαστάσεων εικονοστάσιο του δισυπόστατου ναού τοποθετήθηκαν οι εικόνες του τέμπλου της πρώτης εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου και οι εικόνες του εικονοστασίου του βυζαντινού ναού της Αγίας Μαρίνης που, για να προσαρμοστούν, στα σαφώς μεγαλύτερα από αυτές διάστυλα, περιβλήθηκαν από φαρδιά ξύλινη κορνίζα.
Είναι λοιπόν βέβαιο πως, αφού, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανέγερση ενός ναού ήταν ακόμα και μετά το Χάττι Χουμαγιούν η έκδοση φιρμανιού, η υπογραφή ενός τέτοιου εγγράφου το 1826, ιδιαίτερα  μετά τα γεγονότα της επαναστάσεως του Εμμανουήλ Παπά στην Χαλκιδική το 1821 ήταν εφικτή μόνο με την παρέμβαση ενός σημαντικού παράγοντα όπως ήταν ο από Σερρών Οικουμενικός Πατριάρχης Χρύσανθος.
Η ανέγερση του ναού του Αγίου Αντωνίου, ως αίτημα των Σερραίων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Χρύσανθο, προφανώς, θα τέθηκε νωρίτερα από το 1826 το δε γεγονός πως, ο χρόνος οικοδόμησης του ναού, ακόμα και εάν ξεπερνούσε τις  σαράντα ημέρες δεν ήταν απεριόριστος, προδικάζει το μικρό του μέγεθος και την μάλλον απλή αρχιτεκτονική κατασκευή τού οικοδομήματος  που, πιθανότατα, με την ευκαιρία ανοικοδόμησης του καμπαναριού το 1868 χρειάστηκε μια, αν όχι ριζική ανακαίνιση, τουλάχιστον τέτοιας μορφής και έκτασης επέμβαση στο κτήριο που, ο Π. Παπαγεωργίου υποδηλώνει λέγοντας ότι έως και το 1891, υπήρχαν στα Σέρρας: «Οι νέοι επί παλαιοτέρων ναοί του αγίου Αντωνίου και της αγίας Μαρίνης, εν τη αυτή αυλή…».
Με δεδομένο πως, στην ευρύχωρη αυλή του ναού της Αγίας Μαρίνης, τα χρόνια της τουρκοκρατίας, λειτουργούσαν κοιτώνες φιλοξενίας «δαιμονισμένων» είναι λογικό, ο νέος ναός, να αφιερωθεί στον Άγιο Αντώνιο που και αυτός υπήρξε, όπως και η Αγία Μαρίνα, μέγας πολέμιος των δαιμόνων.
Όμως, αφού, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες και ενδείξεις, που στηρίζουν το παραπάνω σκεπτικό, ο ναός του Αγίου Αντωνίου οικοδομήθηκε το 1826  πότε οι δυο ναοί ενώθηκαν σε μια δισυπόστατη εκκλησία, η οποία για να ανεγερθεί απαιτούσε την έκδοση ενός νέου σουλτανικού διατάγματος (φιρμάνι);
Η χρονολογημένη υπογραφή, σε  συνδυασμό με τον ενικό αριθμό, που χρησιμοποιεί ο Θωμάς Παπαπασχαλίδης, για να δηλώσει πως υπήρξε «Ιεροψάλτης Εκκλησίας της Αγίας Μαρίνης και Αντωνίου 1894» είναι καθοριστικής ιστορικής σημασίας, καθώς, το αργότερο έως και το τέλος Απριλίου του 1893 υπήρχαν, σύμφωνα με τη βεβαίωση του Π. Παπαγεωργίου, δυο ναοί και ένας το 1894 κατά την ιδιόγραφη μαρτυρία του ιεροψάλτη του ναού Θωμά Παπαπασχαλιδη.
Η βεβαίωση του Γ. Λαμπάκη, ότι ο ναός είναι ένας και δισυπόστατος, όταν επισκέπτεται τα Σέρρας στις 3 Αυγούστου του 1902 με εντολή του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης της Ελλάδος προκειμένου να  συντελέσει «εις την διάσωσιν του εκείσε κινδυνεύοντος ψηφοθετήματος της Μητροπόλεως Σερρών» και καταγράψει τα άξια αναφοράς κειμήλια των ναών της πόλης, διευκρινίζει το πρόβλημα των χρονολογιών. Στην έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε στο Ε΄ Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας βεβαιώνει, με την ξεκάθαρη δοτική του ενικού, την ύπαρξη ενός δισυπόστατου ναού (Εν τω ναώ του Αγίου Αντωνίου και Αγίας Μαρίνης…), στην ονομασία του οποίου, εν αντιθέσει με την υπογραφή του ιεροψάλτη Θωμά Παπαπασχαλίδη, προτάσσεται το όνομα του Αγίου Αντώνιου και ακολουθεί το όνομα της Αγίας Μαρίνης.
Με βέβαιο γεγονός πως, τα χρόνια 1891-1892 η κοινωνία των Σερρών βρίσκεται σε κατάσταση εμφύλιας σύρραξης ανάμεσα στους τσορμπατζήδες και στους τσιπλάκηδες εξ αιτίας του «κοινοτικού ζητήματος» και δεδομένες τις χρονολογίες καταγραφής των ναών και των κειμηλίων τους, που πραγματοποίησαν οι ερευνητές Π. Παπαγεωργίου το 1893 και Γ. Λαμπάκης το 1902 στα Σέρρας, καθώς και τη βεβαίωση  του ιεροψάλτη Θωμά Παπαπασχαλίδη ότι το 1894 οι Σερραίοι πανηγύριζαν σε μια εκκλησία τους αγίους Αντώνιο και Μαρίνη συνάγεται πως, ο σημερινός δισυπόστατος ναός χτίστηκε ανάμεσα στα χρόνια 1893 και 1894.
Συμπερασματικά και, εάν ηθελημένα δεν αγνοούμε τη μαρτυρία του Π. Παπαγεωργίου πως, το 1891 υπήρχαν στην ίδια αυλή οι ναοί της Αγίας Μαρίνης και του Αγίου Αντωνίου και πως, τα Ιερά Θυσιαστήρια των ναών του Αγίου Βασιλείου και της Αγίας Μαρίνης, σήμερα είναι εντοιχισμένα στο Ιερό του δισυπόστατου ναού, ενώ, το 1891 ή Αγία Τράπεζα του ναού του Αγίου Βασιλείου ήταν αποτεθειμένη στον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνης και, ότι έως και το 1870 λειτουργούσαν οπωσδήποτε αυτόνομα ο δυο ναοί και ακόμη, σύμφωνα με τα πειστήρια, αφού έως και το 1893 υπήρχαν δυο ναοί και το 1894 μόνο ένας, πρέπει να δεχθούμε ότι οι ενορίτες των ναών του Αγίου Αντωνίου και της Αγίας Μαρίνης, αν δεν αξιοποίησαν τη γενική άδεια  επισκευής ναών που χορήγησε η Υψηλή Πύλη, για όσες εκκλησίες έπαθαν ζημιές από το σεισμό του 1894, τότε η εγκυρότερη πρόσβασή τους στην οθωμανική εξουσία για την έκδοση φιρμανιού  οικοδόμησης του νέου δισυπόστατου ναού, μόνο με την παρέμβαση του Σερραίου Πατριάρχου Νεοφύτου του Η΄ μπορούσε να εξασφαλιστεί, με τη συνεπικουρία των από Σερρών Μητροπολιτών Κυζίκου Νικόδημου και, κυρίως, του Νικομηδείας Φιλόθεου Βρυέννιου.
Προσδοκώ ότι, ο καθαρισμός του τέμπλου του Ναού, θα αποκαλύψει κάποιο στοιχείο που θα επιβεβαιώνει  ότι  βεβαιώνουν τα ανωτέρω παρατιθέμενα στοιχεία πως, δηλαδή, ο σημερινός δισυπόστατος Ναός των Αγίων Αντωνίου και Μαρίνης είναι κτίσμα του μεσοδιαστήματος 1893-1894.


1 Γιώργου Β. Καφταντζή, Ιστορία της πόλεως Σερρών…ό.π., σ. 156, επιγρ. 152.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 17 Ιαν. 2018 - 14:16