Μέρκελ και Σόιμπλε: Οι «θανάσιμοι» κομματικοί σύντροφοι

 Για την Άνγκελα Μέρκελ που ανέλαβε το αξίωμα της καγκελαρίου μετά τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί στα μέχρι τώρα κείμενα. Θα επισημάνουμε όμως κάποια σημεία της προσωπικότητάς της αλλά και των πολιτικών της αποφάσεων, οι οποίες επηρέασαν και θα επηρεάσουν και στο μέλλον την εξελικτική πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ή θα αποτελέσουν ένα από τα αίτια οπισθοδρόμησης και αποσύνθεσης της ΕΕ.
Η άνοδός της στην κομματική ιεραρχία του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, οφείλεται σε μια σειρά τυχαίων γεγονότων αλλά και στο γεγονός του ήπιου και γαλήνιου χαρακτήρα της. Η πολιτική δράση της ξεκίνησε από την Ανατολική Γερμανία, όταν το 1989, μετά την καταστροφή του «Τείχους του Βερολίνου»{i}, επήλθαν οι ειρηνικές μεταβολές που οδήγησαν στην επανένωση των δυο Γερμανιών. Τη χρονιά εκείνη, η Μέρκελ είχε ενταχθεί στο κόμμα «Δημοκρατική Επαγρύπνηση» που ίδρυσαν στην Ανατολική Γερμανία δυο πάστορες και ένας δικηγόρος. Είναι μάλλον βέβαιο πως σ’ αυτή την ενέργειά της θα πρέπει να την παρότρυνε και ο λουθηρανός πάστορας και πατέρας της Χορστ Κάσνερ. Η οικογένειά της ήταν μια προτεσταντική συντηρητική οικογένεια, με έναν κληρικό πατέρα και μια μητέρα δασκάλα με κλασική παιδεία και ίσως σ’ αυτή να οφείλεται το ελληνικό δεύτερο όνομα «Δωροθέα» της Άνγκελα Κάσνερ-Μέρκελ. Την εποχή εκείνη ήταν χωρισμένη από τον πρώτο της σύζυγο Ούλριχ Μέρκελ και θα πρέπει να είχε, όπως πάντα, πολύ στενές και αρμονικές σχέσεις με τους γονείς της. Η Μέρκελ είναι πτυχιούχος της φυσικομαθηματικής σχολής του  πανεπιστημίου της Λειψίας και παράλληλα με τις κομματικές της ενασχολή-σεις, εργαζόταν σε κάποιο Ινστιτούτο Φυσικής και Χημείας. Εκεί γνώρισε το δεύτερο σύζυγό της, το χημικό Γιόαχιμ Σάουερ, τον οποίο παντρεύτηκε πολύ αργότερα, το 1998, τη χρονιά που ήταν υπουργός περιβάλλοντος στην κυβέρνηση του Χ. Κολ και το κόμμα της παρέδωσε την εξουσία στους σοσιαλδημοκράτες και στο κόμμα των «Πράσινων» του Γιόσκα Φίσερ.   
Το κόμμα της «Δημοκρατικής Επαγρύπνησης» θεωρήθηκε ως ένα παρακλάδι του νεοσύστατου ανατολικογερμανικού CDU, που είχε πρόεδρο τον Λόταρ ντε Μεζιέρ. Στις πρώτες ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές της Ανατολικής Γερμανίας, ο Μεζιέρ εκλέχτηκε πρωθυπουργός. Ήταν ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος αλλά και ο τελευταίος πρωθυπουργός του ανατολικογερμανικού κράτους. Διόρισε τη Μέρκελ κυβερνητική εκπρόσωπο. Ήταν το πρώτο αξιόλογο πολιτικό σκαλοπάτι της πρώτης γυναίκας που αναδείχτηκε, αργότερα, καγκελάριος. Η Μέρκελ δεν ήταν ποτέ, και τότε αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια,  οργανωμένη σε πολιτικές κλίκες, σε ισχυρές οικονομικές ομάδες πίεσης ή σε λόμπι που βοηθούσαν τα μέλη τους να αναρριχηθούν σε πόστα εξουσίας. Είχε κάποιους κομματικούς φίλους που τη συμπαθούσαν ως άτομο και ένας από αυτούς ήταν και ο Μεζιέρ{ii}. Με την επανένωση των δυο γερμανικών κρατών, τον Οκτώβρη του 1990, το ανατολικογερμανικό CDU ενσωματώθηκε στο ενιαίο πλέον CDU, με πρόεδρο τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ. Ο Μεζιέρ διορίστηκε υπουργός ειδικών καθηκόντων και με εισήγησή του, λίγους μήνες αργότερα, η Μέρκελ ανέλαβε τις ευθύνες της υπουργού των γυναικείων υποθέσεων και της νεολαίας. Από εδώ και πέρα η τύχη τη βοήθησε για να αναρριχηθεί σε ψηλότερα κομματικά πόστα εξουσίας. Ο Μεζιέρ κατηγορήθηκε από γερμανικά ΜΜΕ πως συνεργάστηκε με την υπηρεσία κρατικής ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, τη «Στάζι»{iii}, και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Παραιτήθηκε επίσης λόγω (δήθεν;) οικονομικών σκανδάλων και ο υπουργός Μεταφορών Γκίντερ Κράουζε. Και οι δυο ήταν μέλη του ανατολικογερμανικού CDU και ο καγκελάριος Κολ, αναβαθμίζοντας το ρόλο της Μέρκελ, της ανάθεσε κομματικά καθήκοντα που ανήκαν στην αρμοδιότητα των παραιτηθέντων.
Το 1994 ο Χέλμουτ Κολ τη διόρισε υπουργό περιβάλλοντος. Ο κόσμος άρχισε να την αποκαλεί «το κορίτσι του Κολ», θεωρώντας τον καγκελάριο ως το μόνο προστάτη της, αφού όλοι γνώριζαν πως δεν είχε ισχυρές διασυνδέσεις με οργανωμένες κομματικές ομάδες. Όταν το CDU ηττήθηκε στις εκλογές του 1998, με πρόταση του νέου προσωρινού προέδρου του κόμματος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκλέχτηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα γενική γραμματέας. Ο Σόιμπλε τη θεωρούσε κομματικά ακίνδυνη για την πολιτική του καριέρα. Όμως το νέο της αξίωμα ήταν μια πολύ σημαντική κομματική θέση, που την ανέβασε στην πρώτη γραμμή των στελεχών της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης.
 Όταν ο Σόιμπλε, μετά την παραδοχή του χρηματισμού του, παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος, τον αντικατέστησε η Μέρκελ. Με το κόμμα να βρίσκεται, λόγω των σκανδάλων σε μια κατάσταση απόλυτης αναξιοπιστίας, ήταν παράλογη οποιαδήποτε πρόβλεψη πως το CDU θα μπορούσε  να κερδίσει και στις εκλογές του 2002.  Η ακραία δεξιά ομάδα της συμμαχίας των κομμάτων CDU και CSU, θεωρούσε πως η προστατευόμενη του Κολ (ο οποίος καθαιρέθηκε και από επίτιμος πρόεδρος του CDU) είχε τις ίδιες επιζήμιες για τη Γερμανία ιδέες με το μέντορά της και επέβαλε τις απόψεις της στην κοινοβουλευτική ομάδα των δυο κομμάτων. Η πλειοψηφική αυτή ομάδα εξέλεξε το συντηρητικό Βαυαρό Έντμουντ Στόιμπερ ως υποψήφιο καγκελάριο για τις εκλογές του 2002. Η αποτυχία του Στόιμπερ και η εκλογική νίκη του συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών και «Πράσινων», συντέλεσαν ώστε, να ανακάμψει η επιρροή της Μέρκελ, ως προέδρου, στο CDU. Το 2005 η Άνζι, όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά τη Μέρκελ οι ψηφοφόροι του κόμματος, κέρδισε στην εκλογική αναμέτρηση με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και ανέλαβε την ηγεσία της καγκελαρίας. Από την αποκάλυψη των σκανδάλων στο CDU και ως τη νίκη της, φαινόταν πως είχε διαφοροποιηθεί από τις απόψεις του Κολ. 
Μερικοί ισχυρίστηκαν πως όλα σχεδιάστηκαν από τον Κολ και το Σόιμπλε, για να διασωθεί το κόμμα από την αναμενόμενη διάλυσή του, τοποθετώντας στην ηγεσία του ένα πρόσωπο έντιμο, καθαρό, που να εμπνέει σεβασμό κι’ εμπιστοσύνη. Μάλιστα, σ’ αυτή τη σχεδιασμένη συμπαιγνία η Μέρκελ, με σκληρό άρθρο της σε γερμανική εφημερίδα, ζητούσε την παραίτηση του Κολ από την προεδρία, ενώ αργότερα ζήτησε την αποπομπή του και από το τιμητικό αξίωμα του επίτιμου προέδρου, ώστε ο πρώην καγκελάριος να μην έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων. Ήταν μια σφοδρή και μη αναμενόμενη κριτική προς τον «προστάτη» της, για να διαχωρίσει πλήρως τη θέση της από τη λαίλαπα των σκανδάλων που έπληξε την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης.
Αυτή η εκδοχή της «μυστικής συναίνεσης» του πρώην καγκελάριου φαίνεται πως δεν ευσταθεί, αν ληφθεί  υπόψη η  μεταγενέστερη εχθρική συμπεριφορά  του  Χέλμουτ Κολ προς την «Άνζι». Στην αυτοβιογραφία του προβαίνει σε βαρείς χαρακτηρισμούς και γι’ αυτή την «αχάριστη», αλλά και για τον αντικαταστάτη του στην προεδρία του κόμματος, τον «ανίκανο και  πολιτικά ανώριμο» Β. Σόιμπλε,  ο οποίος επιχείρησε, πριν από τη Μέρκελ, να ασκήσει την ίδια σφοδρή κριτική και μάλιστα φάνηκε επιεικής που δεν παρέπεμψε τον Κολ στη Δικαιοσύνη για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων. Αυτός ο πολιτικός ελιγμός του Σόιμπλε δεν ήταν  επιτυχής, γιατί είχε πλέον αποκαλυφθεί η δωροδοκία του από τον έμπορο όπλων Κάρλχαϊντζ Σράϊμπερ και παραιτήθηκε από την προεδρία του κόμματος, ενώ προετοιμαζόταν για τη θέση του καγκελάριου.
Όλες αυτές οι εξελίξεις που ευνόησαν τη Μέρκελ εις βάρος της πολιτικής καριέρας του Σόιμπλε, της δημιούργησαν αισθήματα κατωτερότητας και ενοχής για το «κλεμμένο αξίωμα της καγκελαρίου». Το περιβάλλον του Σόιμπλε δεν έχανε ευκαιρία να μειώνει τις πνευματικές, διανοητικές και διοικητικές της ικανότητες, συγκρίνοντάς τες με αυτές του παντοδύναμου υπουργού οικονομικών, που είχε την κομματική εξουσία ώστε να μπορεί να ασκεί έλεγχο στην κοινοβουλευτική ομάδα. Ισχυρίζονταν πως η Μέρκελ «ενεργούσε με το μυαλό του Σόιμπλε» και ότι χωρίς αυτόν θα ήταν ένα «άχρηστο νόμισμα με τυπωμένη μόνο τη μια πλευρά του». Η πολιτική της δύναμη, έλεγαν, βρισκόταν στο «δίδυμο», που της δημιουργούσε τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για να μπορεί να ασκεί εξουσία. Με λίγα λόγια, θεωρούσαν (και θεωρούν) πως χωρίς το Σόιμπλε η Μέρκελ θα ήταν ένα μηδενικό.
 Η ίδια αποφεύγει τις συγκρουσιακές καταστάσεις με τον υπουργό των οικονομικών, αν και σε κάποιες περιπτώσεις έλαβε, με ήπιο τρόπο, αντίθετες θέσεις από αυτόν, όπως π.χ. στην περίπτωση της προγραμματισμένης από το Σόιμπλε εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) ή στο θέμα των προσφύγων της Συρίας, εμφανίζοντας ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο από τον σκληρό και (σύμφωνα με το χαρακτηρισμό της Μπριγκίτε Μπαουμάιστερ) «αλαζόνα  με την έμφυτη καταστροφική βαρβαρότητα». Αυτός ο «βάρβαρος» πολιτικός είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που κυριαρχεί στη γερμανική αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Προσωπική μας άποψη είναι πως ο Σόιμπλε, είναι ο πιστός εκπρόσωπος των ευρωπαίων και ειδικότερα των γερμανών τραπεζιτών, αλλά και ότι οι ιδεολογικές του θέσεις απέχουν πολύ από τις ιδρυτικές αρχές και διακηρύξεις της ΕΕ.
Από τις μέχρι τώρα διεσπαρμένες πληροφορίες για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από εχθρούς, από αντιπάλους και κομματικούς φίλους του γερμανού υπουργού οικονομικών, οι αναγνώστες, που ενδεχομένως να έχουν και δικές τους συμπληρωματικές πληροφορίες, έχουν ήδη διαμορφώσει το προσωπικό και ιδεολογικό προφίλ του. Πρόκειται για άνθρωπο με ατσάλινη θέληση, με αρχηγικές ικανότητες και φιλοδοξία για κομματική και πολιτική καταξίωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του άκαμπτου χαρακτήρα του ήταν οι περιπτώσεις των περιόδων που ήταν ασθενής και η κοινοβουλευτική ομάδα ετοιμαζόταν να τοποθετήσει αντικαταστάτες στη θέση του. Και στην περίπτωση της απόπειρας δολοφονίας του και σε μια άλλη περίπτωση που η Μέρκελ προόριζε για την υπουργική του καρέκλα τον ευνοούμενό της Τόμας ντε Μεζιέρ, ο Σόιμπλε εμφανίστηκε ξαφνιάζοντας τους πάντες και χωρίς να αναρρώσει εντελώς από τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του. Όμως, το γενικό προφίλ του δεν είναι κολακευτικό. Είναι βλοσυρός, κάπως βάναυσος και είρων, κοινωνικά ανάλγητος και με ακραίες συντηρητικές πολιτικές απόψεις.
Πόσο όμως ακραίο μπορεί να είναι το ιδεολογικό του στίγμα; Θα εκφράσω κάποιες προσωπικές μου απόψεις, οι οποίες δεν βασίζονται σε αποδείξεις αλλά σε απλές ενδείξεις. Άλλωστε, για τέτοια ιδεολογικά θέματα είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρχουν αποδείξεις, αν ο ίδιος ο κρινόμενος δεν αποδεχθεί τις ιδεολογικές του απόψεις, με δεδομένο το γεγονός πως όλοι οι ευρωπαίοι πολιτικοί παριστάνουν τους δημοκράτες και όταν ακόμα, από τις πράξεις τους, αποδεικνύεται η ολοκληρωτική τους ιδεολογία. Κατά την δική μου άποψη, ο ακραίος συντηρητισμός του Σόιμπλε αγγίζει τα αφανή και δυσδιάκριτα όρια μιας εθνικιστικής ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Οι ενδείξεις είναι αρκετά πειστικές, Είναι ολοφάνερο πως ακολουθεί και επιβάλλει μια εθνικιστική πολιτική, η οποία απέχει παρασάγγας από τα βασικά ευρωπαϊκά οράματα και ίσως σκόπιμα οδήγησε, με την εφαρμογή μιας σκληρής λιτότητας, τους ευρωπαίους πολίτες προς νεοναζιστικές ιδεολογίες.
Είναι ενεργό και τιμημένο με παράσημο οργανωτικό μέλος της «Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας» η οποία, ως αρχικό δημιούργημα του ναζισμού (με τη συνένωση Λουθηρανών και Καλβινιστών), αποτελεί χώρο ανάπτυξης ακραίων εθνικιστικών οραμάτων. Επίσης, ως υπουργός χρησιμοποίησε αρκετές φορές για τους Γάλλους το σαρκαστικό και μειωτικό για το εθνικό τους φρόνημα προσωνύμιο «la grande nation!» (το μεγάλο έθνος!), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι εθνικοσοσιαλιστές για να τονίσουν τη γαλλική ανανδρία και την ήττα τους στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Γενικά, με την πολιτική του συμπεριφορά ως υπουργός εσωτερικών και κυρίως μεταγενέστερα των οικονομικών, παρουσίασε έναν ανάλγητο και απάνθρωπο εκπρόσωπο μιας ολοκληρωτικής κρατικής εξουσίας. Γι’ αυτό το πολιτικό του προφίλ υπήρξε, άλλωστε, ο στόχος από τον Ντίτερ Κάουφμαν, ο οποίος προσπάθησε να τον δολοφονήσει, διότι θεωρούσε πως «ήταν το ιδανικό σύμβολο της σκληρότητας της κρατικής εξουσίας», ενώ η Μπριγκίτε Μπαουμάιστερ τον χαρακτήρισε ως «ψυχρό, αλαζόνα και ως άνθρωπο  με έμφυτη καταστροφική βαρβαρότητα». Με λίγα λόγια είναι από τη στόφα των ανθρώπων, που θα ήταν οι ιδανικοί διοικητές σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Για τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i.-   Όταν αργότερα ρωτήθηκε η Μέρκελ τι αισθάνθηκε όταν είδε το τείχος να γκρεμίζεται, απάντησε πως «δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις αυτό που ένιωσα τότε».
ii.-  Ο Λόταρ ντε Μεζιέρ καταγόταν από γαλλική αριστοκρατική οικογένεια, που εγκαταστάθηκε στην Πρωσία τον 17ο αιώνα. Η Άνγκελα Μέρκελ ποτέ ίσως δεν ξέχασε τον ευεργέτη της. Το 2005 που αναδείχτηκε καγκελάριος, διόρισε υπουργό τον ξάδερφο του Λόταρ, τον Καρλ Ερνστ Τόμας ντε Μεζιέρ και  από τότε ο Καρλ υπηρέτησε, πάντα ως υπουργός και στις τρεις κυβερνήσεις της Μέρκελ. Μαζί με την  Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θεωρείται από τους πλέον πιθανούς διαδόχους της καγκελαρίου. Ο Τόμας ντε Μεζιέρ είναι για πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας. 
iii  Μερικοί προσπάθησαν να μπλέξουν και τη Μέρκελ, σ΄ αυτό το υποκριτικό   παιχνίδι εκκαθαρίσεων ηγετικών στελεχών του κομμουνιστικού καθεστώτος, λόγω των φιλικών δεσμών της με τους Μεζιέρ και Κράουζε.  Όμως, οι εκκαθαρίσεις γίνονταν μόνο προς τη μια πλευρά της ενωμένης Γερμανίας. Όλοι γνωρίζουν και κυρίως οι Εβραίοι που δημιούργησαν ειδικές ομάδες εντοπισμού αξιωματούχων του ναζιστικού καθεστώτος πως, στη Δυτική Γερμανία, ο κρατικός μηχανισμός είχε κατακλυσθεί από φανατικούς ναζιστές ή φιλοναζιστές. Σήμερα, κάποιοι τέτοιοι «δημοκράτες» ή οι επίγονοί τους βρίσκονται σε βασικά πόστα της γερμανικής κρατικής μηχανής και της ΕΕ.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 18 Ιαν. 2018 - 13:46