Κριστίν Λαγκάρντ: Ο δρόμος προς την εξουσία

Η γαλλίδα πολιτικός Κριστίν Λαγκάρντ η οποία διαδέχτηκε τον DSK στην ηγεσία του ΔΝΤ, είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να διευθύνει έναν διεθνή θεσμικό οικονομικό οργανισμό, ο οποίος αποτελεί το προπύργιο του νεοφιλελευθερισμου και της παγκοσμιοποίησης. Από τα νιάτα της εισχώρησε εύκολα στους κύκλους της διεθνούς πολιτικής και των πολυεθνικών εταιρειών. Το 1974 και στην ηλικία των 18 ετών, κέρδισε μια υποτροφία  για το αμερικανικό λύκειο θηλέων Holton-Arms School, στην πολιτεία Μέριλαντ των ΗΠΑ. Εκεί, με ειδική κατήχηση επί τέσσερα χρόνια εμβάθυνε και ενστερνίστηκε την αμερικανική κουλτούρα σε θέματα διαχείρισης παγκόσμιων προβλημάτων. Όπως προβλέπουν τα προγράμματα της σχολής «οι μαθήτριες μαθαίνουν να δρουν ενεργητικά για τη διάδοση της  αμερικανικής κουλτούρας και των παραδόσεων και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους με την οικογένεια  Holton, μοιράζονται τις δικές τους απόψεις, τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις τους. Επίσης η σχολή τις βοηθά να προσπαθούν να καλλιεργήσουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες, και την απαραίτητη διάθεση για να κατανοήσουν και να ενεργούν υπεύθυνα και δημιουργικά για την επίλυση ζητημάτων παγκόσμιας σημασίας».
Με την άριστη εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας η Λαγκάρντ έγινε, σε τέσσερα χρόνια και στην ηλικία των 22 ετών, μια τέλεια Αμερικανίδα. Για μια τέτοια πλήρη ενσωμάτωση στην αμερικανική νοοτροπία τη βοήθησε και η επίμονη προσπάθεια των γονιών της να γνωρίσει και να εμβαθύνει στην αγγλοσαξωνική κουλτούρα. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και η μητέρα της εκπαιδευτικός. Από την πλευρά του πατέρα της, του Ρομπέρ Λαλουέτ, είχε μακρινή συγγένεια με το Ντομινίκ Στρος-Καν, με κοινό τους πρόγονο το γαλλοεβραίο γενάρχη των Στρος, τον Isaac Strauss. Και οι δυο γονείς της την προέτρεπαν να ασχοληθεί συστηματικά με την αγγλική λογοτεχνία, ενώ και οι ίδιοι ήταν φανατικοί θαυμαστές του Τζέφερσον και του Λίνκολν. Για το λόγο αυτό η νεαρή Κριστίν Λαλουέτ  (αυτό ήταν το πατρικό της επώνυμο), ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένη για τον παγκόσμιο ρόλο που οι ειδήμονες του Holton-Arms School είχαν επιλέξει γι’ αυτή.
Το επόμενο βήμα, μετά την αποφοίτησή της από τη σχολή, ήταν ένα μικρό δείγμα αυτού του ρόλου. Έκανε μια εντυπωσιακή μετεκπαίδευση στο Καπιτώλιο, στο ναό της αμερικανικής πολιτικής ζωής, ως βοηθός του πολιτευτή Ουίλιαμ Κοέν. Ο πολιτικά πανίσχυρος αυτός γερουσιαστής που είχε στενές σχέσεις με το παντοδύναμο εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ και αργότερα (αν και ρεπουμπλικάνος) έγινε υφυπουργός άμυνας στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, υπήρξε ο μέντορας της Λαγκάρντ. Η επιλογή της για θέσεις/κλειδιά στο παγκόσμιο σύστημα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, δείχνει γενικότερα τις διαδικασίες επιλογής των στελεχών με αναμφισβήτητες ικανότητες αλλά και με έλλειψη συναισθηματικών ευαισθησιών. Επιλέγουν ευφυείς αλλά σκληρούς τεχνοκράτες με αγγλοσαξονική κουλτούρα, που αντιμετωπίζουν τα πάντα με αριθμούς και με βάση τους δεί-κτες του χρηματιστηρίου, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Ανθρώπους και τις κοινωνίες.
Αν κάποιος ερευνήσει και στην Ελλάδα διακεκριμένα ηγετικά στελέχη της πολιτικής και πνευματικής ζωής, όπως είναι κάποιοι «yes-men» πολιτικοί και καθηγητές που μετεκπαιδεύτηκαν ή δίδαξαν σε αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια θα διαπιστώσει πως, ανάμεσα σ’ αυτούς, οι περισσότεροι είναι «ήπιας» πολιτικής συμπεριφοράς συντηρητικοί ή αριστεροί πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες, με ύποπτο ρόλο σε εθνικά πολιτικά και πολιτιστικά προβλήματα (Κυπριακό, Αιγαίο, «Μακεδονικό», εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, πλαστογράφηση της Ιστορίας και της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας κλπ). Είναι άριστα προετοιμασμένοι, ως ηγετικά στελέχη, για το ρόλο «των Γενιτσάρων» στη χώρα της καταγωγής τους, όπως προετοιμάστηκαν κατάλληλα και οι νεαροί σπουδαστές της Χιλής επί δικτατορίας Πινοσέτ, για να μεταμορφωθούν σε «Chicago’s boys» (σε αγόρια, σε παιδιά του Σικάγου) και φανατικούς υποστηρικτές των θεωριών του Μίλτον Φρίντμαν και του Σάμιουελ Χάντιγκτον. Με λίγα λόγια είναι οι «ευρωλιγούρηδες» του γνωστού για τις εκκεντρικές γλωσσοπλαστικές του ικανότητες και αρχαιολάτρη καθηγητή και πολιτικού Κώστα Ζουράρι. Αν ζούσε ο Κωστής Παλαμάς θα έφτυνε κατάμουτρα «αυτούς τους Φραγκολεβαντίνους που κατάντησαν πόρνη τη Ρωμιοσύνη», ενώ ο Κολοκοτρώνης θα τους χαρακτήριζε «προσκυνημένους».
Η Λαγκάρντ, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της επέστρεψε στη Γαλλία και ως δικηγόρος συνεργάστηκε με τη δικηγορική εταιρεία «Μπέικερ και Μακ Κένζι», έναν αγγλοσαξονικό πολυεθνικό δικηγορικό όμιλο, με 4600 συνεργάτες σε τριανταπέντε χώρες του κόσμου. Το 1982 παντρεύτηκε τον οικονομικό αναλυτή Βίλφρεντ Λαγκάρντ, με τον οποίο απέκτησε δυο αγόρια. Χώρισαν σε μια δεκαετία και από τότε, ενώ για καθαρά επαγγελματικούς λόγους κράτησε το επώνυμό του, σε κανένα βιογραφικό της κείμενο δεν αναφέρεται το όνομά του, σαν να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή της. Γνωρίζει με μαεστρία να κρύβει κάποιες πλευρές της ζωής της, που ενδεχομένως να αμαυρώσουν την καλή της φήμη, όπως ελάχιστοι γνωρίζουν για το δεύτερο γάμο της με το βρετανό επιχειρηματία  Έβριραν Γκίλμουρ. Από το 2009 ζει με τον τρίτο της σύντροφο, τον κορσικανό επιχειρηματία Ξαβιέ Τζιοκαντί.
Η επαγγελματική και πολιτική της άνοδος ήταν αλματώδης. Από το 1995 και ως το 2002 ήταν μέλος του «Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών» και συνεργάστηκε με τον Σμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τον άνθρωπο που επηρέασε την γενικότερη πολιτική των ΗΠΑ σε θέματα διεθνούς στρατηγικής και οικονομικής πολιτικής.
Μάλιστα, συμπροέδρευσε με τον Μπρεζίνσκι σε επιτροπή που διερεύνησε ειδικότερα θέματα άμυνας και απελευθέρωσης των οικονομικών συναλλαγών, που αφορούσαν τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Πολωνία (χώρα καταγωγής του Μπρεζίνσκι). Είναι πλέον φανερό πως, από εκείνη τη στιγμή η Λαγκάρντ συμπεριλήφθηκε στο στενό και κλειστό κύκλο των ηγετών που αποφασίζουν για τις τύχες όλων των χωρών του κόσμου. Παράλληλα, ανέπτυξε δραστηριότητα στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, ενώ διεύρυνε και τις οικονομικές της συνεργασίες με την ολλανδική πολυεθνική τραπεζική εταιρεία Perhaps distorted by desire, Pesto‘s panegyric was wrong in one important respect: Mme Lagarde is not a politician.Το 2000 ο Ζακ Σιράκ την τίμησε με το παράσημο της «Λεγεώνας της Τιμής» και τρεις μήνες αργότερα  διορίστηκε μέλος της επιτροπής για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Το 2005 τοποθετήθηκε υπουργός εμπορίου στην κυβέρνηση του Ντομινίκ ντε Βιλπέν και το 2007 υπουργός Γεωργίας και Αλιείας στην πρώτη κυβέρνηση του Φρανσουά Φιγιόν. Ακριβώς σε ένα μήνα, στη δεύτερη κυβέρνηση Φιγιόν, ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών (économie), οικονομίας (finances) και εργασίας. Αν και δικηγόρος, τα οικονομικά θέματα είναι αυτά που κυρίως την ενδιαφέρουν, γιατί αυτά έχουν σχέση με πολιτικές πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Το 2008 το υπουργείο της μετονομάστηκε σε οικονομικών, βιομηχανίας και εργασίας, ενώ το 2010, στον τρίτο ανασχηματισμό της κυβέρνησης Φιγιόν, το υπουργείο της άλλαξε και πάλι ονομασία για να μετατραπεί σε υπουργείο οικονομικών, οικονομίας και βιομηχανίας.
Οι στόχοι της ήταν σταθεροί και προμελετημένα προκαθορισμένοι. Όταν το 2010 διαδόθηκε πως ο Φρανσουά Φιγιόν την προόριζε για διάδοχό του στην πρωθυπουργία, εκείνη αρνήθηκε με τη δικαιολογία «πως δεν ήταν ικανή για τέτοιο λειτούργημα» και πως προτιμούσε το υπουργείο οικονομικών «για να μπορεί να συμμετέχει στις συνελεύσεις του G20». Με τις δυνατές πλάτες που τη στήριζαν, δικαιολογημένα οι στόχοι της βρίσκονταν πολύ ψηλά, για να στηρίξει κι’ αυτή κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική των προστατών της. Όταν το 2005 ως υπουργός εμπορίου θέλησε να τροποποιήσει, δυο μόνο μέρες μετά το διορισμό της, τον κώδικα εργασίας «για να βάλει φρένο στις προσλήψεις», δημιουργήθηκε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση και ο πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν «της τράβηξε το αφτί». Αλλά και όταν, επί προεδρίας Σαρκοζί, στην κυβέρνηση του Φρανσουά Φιγιόν, επιχείρησε να εφαρμόσει «ένα σχέδιο λιτότητας», επενέβη ο πρωθυπουργός για να διαψευστεί επίσημα η εφαρμογή ενός τέτοιου αντικοινωνικού μέτρου.
Στα ΜΜΕ άρχισαν να κριτικάρονται κάποιες γκάφες και άστοχες ενέργειές της. Όταν οι δημοσιογράφοι τη ρώτησαν για τις επιπτώσεις που θα είχε στο πορτοφόλι των πολιτών η αύξηση της βενζίνης που προανάγγειλε, αυτή απάντησε κυνικά πως θα μπορούσαν να αποφύγουν τα έξοδα «χρησιμοποιώντας ποδήλατο». Τον Αύγουστο του 2007, λίγο πριν από την κρίση των επικίνδυνων χρεoγράφων (subprimes) και ένα χρόνο πριν από την πτώχευση της τράπεζας Λίμαν Μπάδερς, όταν σε λίγο θα άρχιζε η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση, η Λαγκάρντ δήλωσε πως ο κόσμος δεν έπρεπε να ανησυχεί γιατί «το μεγαλύτερο τμήμα της κρίσης έχει περάσει και τώρα (η κρίση) βρίσκεται πίσω μας». Τέτοιες περισπούδαστες προβλέψεις έκανε και αυτή αλλά και οι ιδεολογικά όμοιοι συνεργάτες της (σαν το Δανό Πάουλ Τόμσεν, τον «ανθύπατο» του ελληνικού προγράμματος «διάσωσης») στο ΔΝΤ και η ελληνική οικονομία κατακρημνίστηκε στην άβυσσο.
Τον Ιούνιο του 2011, είχε επιλεγεί ως διευθύντρια του ΔΝΤ «για την πολύτιμη πείρα της, την ικανότητα εργασίας και την άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας». Όλοι οι γενικοί διευθυντές ήταν μέχρι τώρα οικονομολόγοι. Ήταν η πρώτη μη οικονομολόγος και η πρώτη γυναίκα που έχει επιλεγεί με κανονική πενταετή θητεία, για να ηγηθεί στον ανδροκρατούμενο αυτόν παγκόσμιο οικονομικό οργανισμό.  Στις 19 Φεβρουαρίου 2016 ανανεώθηκε η θητεία της για μια ακόμα πενταετία. Το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ είχε προαναγγείλει το νέο διορισμό της, τονίζοντας πως η απόφασή του δεν θα επηρεαζόταν από τυχόν καταδικαστική απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου, σχετική με την παραπομπή της Λαγκάρντ για την «υπόθεση Ταπί». Ήταν φανερό πως με τόσο ισχυρούς προστάτες κανένα εμπόδιο, καμιά εγκληματική πράξη, δεν θα αποτελούσε αιτία οποιασδήποτε πολιτικής της απαξίωσης και απομάκρυνσής της από το ιερατείο του νεοφιλελευθερισμού.
Τον Αύγουστο του 2011 και λίγες μόνο εβδομάδες μετά τον πρώτο  διορισμό της στο ΔΝΤ, το ειδικό δικαστήριο τα γαλλικής δημοκρατίας (CJR), μετά από καταγγελίες από σοσιαλιστές βουλευτές, διέταξε τη διενέργεια ανακρίσεων εναντίον της Λαγκάρντ για «συνενοχή σε ψεύδη και σε υπεξαίρεση δημόσιων αγαθών». Η ίδια κλήθηκε ως ειδικής κατηγορίας μάρτυρας, κάτι παρόμοιο με την προβλεπόμενη από τον ελληνικό ποινικό κώδικα κλήση ενός μάρτυρα για «ανωμοτί κατάθεση» (προοίμιο ενδεχόμενης δικαστικής δίωξης). Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η Λαγκάρντ, ως υπουργός οικονομικών επί προεδρίας Νικολά Σαρκοζί, παρέπεμψε παράνομα σε διαιτησία αντί στη Δικαιοσύνη μια υπόθεση οικονομικής διαφοράς μεταξύ του επιχειρηματία Μπερνάρ Ταπί (φίλου και χρηματοδότη του γάλλου προέδρου) και της κρατικής τράπεζας «Credit Lyonnais» (Κρεντί Λιονέ) για την εξαγορά και μεταπώληση της εταιρείας αθλητικών ειδών «Adidas». Με την «ευνοϊκή διαιτησία» ο Ταπί εισέπραξε από επιστροφές 405 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του γαλλικού ποινικού κώδικα, για την κατηγορία αυτή προβλέπεται ποινή φυλάκισης ως δέκα χρόνια και πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ευρώ. Τον Αύγουστο του 2014, μετά από την έφεσή της, στην οποία προσπάθησε να επιρρίψει τις ευθύνες στο Σαρκοζί υποστηρίζοντας πως «έδρασε κατ’ εντολήν του», οι κατηγορίες τροποποιήθηκαν και η δίωξη ασκήθηκε για απλή «αμέλεια στη διαχείριση δημοσίου χρήματος»», με ανώτατη προβλεπόμενη ποινή τον ένα χρόνο και πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Πολλοί την κατηγόρησαν για άσκηση σοβαρών πιέσεων σε δικαστικά όργανα από τους προστάτες της) για την τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Τελικά, τον Ιούλιο του 2016 το ειδικό δικαστήριο αποφάσισε να την παραπέμψει, ως κατηγορούμενη, με την ειδική σύνθεσή του των τριών δικαστών, έξι βουλευτών και έξι γερουσιαστών. Ήταν επόμενο πως κι’ αυτή, όπως τόσοι άλλοι πολιτικοί, θα απαλλασσόταν στο τέλος «ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων και λόγω αμφιβολιών».
Στο πολύπλοκο και άκρως εξειδικευμένο θέμα του ελληνικού δημόσιου χρέους και στην παράτυπη συμμετοχή του ΔΝΤ (με τροποποίηση σχετικού άρθρου του Κανονισμού του) δεν είναι δυνατόν να  αναφερθούμε εκτενέστερα στα πλαίσια αυτής της έρευνας. Για να αξιολογήσουμε όμως τον ανάλγητο χαρακτήρα και την έλλειψη ανθρωπιστικών συναισθημάτων της Κριστίν Λαγκάρντ, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό που έχει καταγραφεί στο γαλλικό τύπο. Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους πως νιώθει, ως μητέρα δυο παιδιών, για τα φτωχά παιδιά της Ελλάδας που δεν έχουν,  λόγω της λιτότητας, βασικές ιατρικές φροντίδες, εκείνη απάντησε με πρόσωπο σκληρό, χωρίς ίχνος οίκτου για τα ξένα παιδιά: «ρωτήστε καλύτερα τους Έλληνες πως μπορούν να βοηθηθούν οι ίδιοι!… Ας πληρώνουν τους φόρους τους!». Η εφημερίδα «Le Monde» δικαιολογημένα άσκησε κριτική γι’ αυτή την υποκριτική και ανέντιμη στάση της. Η ίδια, παρά τις παχυλές ετήσιες αποδοχές της που ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο δολάρια και τις άλλες τεράστιες έμμεσες οικονομικές ωφέλειες από τα «δωρεάν τυχερά» (δεξιώσεις, συχνά πανάκριβα επίσημα γεύματα, ταξίδια, δώρα κλπ), δεν πληρώνει για φόρο ούτε ένα δολάριο, λόγω της θεσμοθετημένης φοροαπαλλαγής των γενικών διευθυντών του Ταμείου. Αυτή η «σιδερένια κυρία» του ΔΝΤ, είναι μια έντιμη και νόμιμη φοροφυγάς που επικρίνει τους φοροφυγάδες. Τέτοιες ακατανόητες, αλαζονικές και εγωπαθείς τεχνοκρατικές αντιλήψεις, μόνο με την «πεπερασμένη» (σύμφωνα με την ειδική μαθηματική ορολογία) ιδιόμορφη λογική κάποιων ανάλγητων ηγετών μπορούν να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν με το σωστό τρόπο.               

 

 

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 07 Φεβ. 2018 - 09:54