Η Ελληνική Δικαιοσύνη στο στόχαστρο - Οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις και οι εσωτερικές σκιές

Σε προηγούμενο άρθρο μου είχε επισημανθεί η αντιδημοκρατική στάση του Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο θέμα της δικαστικής δίωξης του πρώην διευθυντή της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, και για «τους αναίτιους και πολλαπλούς τραυματισμούς του κύρους της Δικαιοσύνης από αλλοδαπά και ημεδαπά κέντρα εξουσίας». Θα ήταν ανεπίτρεπτο να υπεισέλθουμε στην ουσία της υπόθεσης και να κρίνουμε τη νομιμότητα ή την παρανομία των πράξεων του κατηγορουμένου, διότι μόνον ένας έντιμος δικαστής μπορεί και έχει από το νόμο το δικαίωμα, με βάσει τα αποδεικτικά στοιχεία, να κρίνει και να αποφασίζει (όπως εύστοχα υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για τις παρεμβάσεις των οργάνων της Ε.Ε.), «με αμεροληψία και νηφαλιότητα έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το Σύνταγμα, τους νόμους και προπαντός τη συνείδησή του».
Στο Σύνταγμα και τους νόμους υπάρχουν συγκεκριμένες και συνήθως σαφείς διατάξεις, αν και κάποιες φορές οι λεκτικές νομικές διατυπώσεις δημιουργούν «κάποια παραθυράκια», τα οποία γνωρίζουν οι «καλοί» δικηγόροι και κάποιοι «κακοί» δικαστές που, ενδεχομένως, δεν έχουν συνειδησιακά προβλήματα. Στις τελευταίες δεκαετίες, ο τεχνοκρατικός τρόπος σκέψης στις σύγχρονες κοινωνίες, έχει μεταβάλει γενικά τις παλαιότερες ηθικές ανθρώπινες αξίες και έχει ελαστικοποιήσει τους συνειδησιακούς προβληματισμούς κάθε ατόμου, οι οποίοι επηρεάζουν, λίγο ή πολύ, τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Αυτή τη μεταβολή στους πολιτικούς θεσμούς και στις ηθικοκοινωνικές δομές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνει με έμφαση σε ένα από τα τελευταία του βιβλία ο διάσημος γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, όταν παρουσιάζει το τεχνοκρατικό τέρας που δημιούργησε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ο άκρατος μονεταρισμός. Είναι ένα κινηματογραφικό τέρας, ένα εφιαλτικό και τρομακτικό «Lure» (από τον τίτλο ενός πολωνέζικου φιλμ τρόμου) της τεχνοκρατίας, το οποίο δημιούργησε το σημερινό κράτος των «πιστωτών και οφειλετών». Τα πάντα διακανονίζονται με το «δούναι και λαβείν» ή, όπως το λέει ο απλός έλληνας πολίτης, «με αλισβερίσι».  
Φυσικά σ’ αυτή την υλιστική και χωρίς πολλές ηθικές αναστολές νέα κοινωνία, οι δικαστικοί όπως οι γιατροί ή οι ιερείς που επιτελούν μια εργασία/λειτούργημα και οι αποφάσεις τους παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των συνανθρώπων τους, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Η συμμετοχή των ασυνείδητων σε μια τέτοια μεταλλαγμένη κοινωνία θα πρέπει μάλλον να είναι αναλογική σε συσχέτιση με άλλες τάξεις εργαζομένων, αλλά οι κοινωνικές επιπτώσεις των ανήθικων πράξεων ή παραλείψεών τους είναι τις περισσότερες φορές υπερβολικά ζημιογόνες ως και  εγκληματικές. Η καταδίκη ενός αθώου από έναν δικαστή ή ο θάνατος ενός ασθενούς από εγκληματική αμέλεια ενός γιατρού, δεν έχουν την ίδια βαρύτητα ευθύνης σε σύγκριση με αντικοινωνικές πράξεις ενός άλλου επαγγελματία.
Ελάχιστες και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τελείως ασήμαντες οι περιπτώσεις χρηματισμού δικαστών για απλές και συνηθισμένες υποθέσεις. Οι μεγάλες αδικίες προέρχονται από πολιτικές και «φιλικές παρεμβάσεις». Ο δικαστής, ιδίως σε μικρές αστικές περιοχές, που συχνάζει στο ίδιο καφενείο με φίλους ή συναντιέται στον ίδιο φιλικό κύκλο με τον γνωστό και ικανό δικηγόρο της πόλης και προθυμοποιείται να πραγματοποιήσει «φιλικές παρεμβάσεις» σε υποθέσεις που δικάζει, αποτελεί μια αθέατη πληγή που διασύρει την καλή φήμη της Δικαιοσύνης. Αυτές οι εξωθεσμικές πιέσεις προς τους λειτουργούς της δικαιοσύνης από άτομα με θέσεις εξουσίας στον ιδιωτικό τομέα, στον κρατικό μηχανισμό, από κόμματα και πολιτικούς αλλά και από πρόσωπα του συγγενικού ή φιλικού τους περιβάλλοντος, αμβλύνουν συνειδήσεις και ισοπεδώνουν ηθικούς φραγμούς. Η Δικαιοσύνη μπορεί να υποστεί μη αναστρέψιμη φθορά του κύρους της, όχι μόνο από πολιτικές ή κομματικές εξωθεσμικές παρεμβάσεις, αλλά και από την έλλειψη ορθής οργάνωσης, έλεγχου και τιμωρίας κάποιων δικαστών, οι οποίοι συνειδητά δικάζουν και γνωρίζουν πως δεν απονέμουν δικαιοσύνη αλλά πραγματοποιούν, συνήθως χωρίς χρηματισμό,  πελατειακές διευθετήσεις.   
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ταξίδευα από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, έχοντας μοιραστεί το διαμέρισμα μιας κλινάμαξας με έναν εξαιρετικής νομικής και εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης εφέτη, ο οποίος είχε μετατεθεί στην πρωτεύουσα αλλά η οικογένειά του παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, το επόμενο έτος επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί και προφανώς αυτός ήταν ο λόγος που δεν μετακόμισε και η οικογένειά του στην Αθήνα. Στην πολύωρη νυκτερινή μας συζήτηση έθιξε κάποια στιγμή, με έκδηλο άγχος, και το θέμα «των εξωθεσμικών πιέσεων που δεχόταν, για να εκδώσει αποφάσεις που παραβίαζαν τους ηθικούς κανόνες και τη συνείδησή του». Φαίνεται πως στη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής δεν είχαν ακόμα γενικευθεί οι εξωθεσμικές πιέσεις αυτού του είδους και ο εφέτης ασκούσε συνειδητά το λειτούργημά του. Στην πρωτεύουσα, έναν χώρο οικονομικών και πολιτικών φορέων, εξουσιών και δολοπλοκιών, οι πιέσεις που δεχόταν από τις πρώτες ημέρες της άφιξής του στο νέο του πόστο ήταν αφόρητες. Του ζητούσαν, όπως είπε, να «βγάλει, καταπατώντας τις αρχές του και τη συνείδησή του, εγκληματικές αποφάσεις που είχαν τεράστιες δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή αθώων και έντιμων ανθρώπων». Ήταν αποφασισμένος να παραιτηθεί πριν ακόμα συμπληρώσει ολόκληρο τον προβλεπόμενο συντάξιμο χρόνο. Όταν με ρώτησε αν είχα κάποια «δοσοληψία» με τις δικαστικές αρχές και πήρε αρνητική απάντηση, με ύφος πατέρα προς γιο, μου έδωσε μια συμβουλή αλλά και ταυτόχρονα μια παραίνεση, μια προτροπή, η οποία  έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου.  Αν κάποτε είχα, μου είπε, μια οποιαδήποτε υπόθεση που θα έπρεπε να επιλυθεί δικαστικά «να είχα την τύχη και να παρακαλούσα το Θεό να πέσω σε έντιμο και ευσυνείδητο δικαστή». Από τη στιγμή που ένας απλός πολίτης επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και της τυφλής Τύχης για να βρει το δίκιο του, είναι αυταπόδεικτο γεγονός πως δεν υπάρχει Κράτος Δικαίου.
Ένας ιστορικός, συγγραφέας, αρθρογράφος και γενικά οποιοσδήποτε αξιόπιστος ερευνητής, θα πρέπει να τεκμηριώνει τις απόψεις του με συγκεκριμένα, απλά και κατανοητά αποδεικτικά στοιχεία. Οι αοριστίες και τα φληναφήματα περί μη αμφισβητούμενης αλήθειας, περί ελευθερίας, περί δημοκρατίας, περί συνολικής εντιμότητας ενός επαγγελματικού κλάδου ή ενός ολόκληρου λαού, αποτελούν ευχολόγια ή προθέσεις ακόμα περισσότερης συσκότισης «σκοτεινών καταστάσεων». Γι’ αυτό, από τη μελέτη και συστηματική παρατήρηση και έρευνα μιας απλής (απλοϊκής θα λέγαμε) δικαστικής υπόθεσης, οι αναγνώστες θα μπορέσουν να κατανοήσουν τους ανελέητους και αδίστακτους μηχανισμούς εξωθεσμικών παρεμβάσεων για σοβαρές υποθέσεις, όπως αυτή που κατάγγειλε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Δεν θα αναφέρουμε ονόματα, πόλεις, συγκεκριμένες υπηρεσίες και άλλες παρεμφερείς πληροφορίες, για να αποκλεισθεί ο εντοπισμός της προαναφερόμενης υπόθεσης.
Πριν από 14 περίπου χρόνια, οι Αντίδικοι Α και Β κληρονόμησαν σε χωριό, σύμφωνα με τη βούληση του κληρονομούμενου και ασθενούντος διαθέτη η οποία διατυπώθηκε σε προσωρινό πρόχειρο χειρόγραφο έγγραφο, από το ½ μιας παλιάς οικίας μικρής αξίας.  Στην πραγματικότητα το μερίδιο του Β ήταν αρκετά μεγαλύτερο του Α αλλά για λόγους της παλιάς δομικής κατασκευής της οικίας θα ήταν αδύνατη η ισομερής κατανομή. Ο Α δέχτηκε να προβεί στην προσωρινή παραχώρηση προς το Β (και με τη συναίνεση του εν ζωή κληρονομούμενου διαθέτη), ένα επιπλέον μικρό χώρο (πέρασμα) για να εισέρχεται στο μερίδιό του επειδή δεν είχε, όπως προφασίστηκε, την οικονομική δυνατότητα εκείνη την εποχή να προβεί σε τεχνικές εργασίες για να κατασκευάσει άλλη είσοδο από το δικό του μερίδιο. Μετά από έναν περίπου χρόνο ο κληρονομούμενος διαθέτης συνέταξε κανονική διαθήκη και επανέλαβε όσα στο αρχικό προσωρινό έγγραφο. Οι Αντίδικοι προέβησαν στην αποδοχή του μισού (½) της οικίας και το αντίστοιχο μερίδιο του οικοπέδου. Μετά τον θάνατο του διαθέτη και τη δημοσίευση της διαθήκης του, ο Β επικαλέστηκε μια πρόχειρη σημείωση του Α και Β στο έγγραφο για την προσωρινή παραχώρηση του μικρού χώρου (περάσματος), την οποία σημείωση δεν υπέγραψε ο τότε εν ζωή διαθέτης αλλά και ούτε και την συμπεριέλαβε στη μεταγενέστερη διαθήκη του. Η τελευταία βούλησή του  ήταν ξεκάθαρη και οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη και διαφορετική της κληρονομιάς του, έστω και με νόμιμη παλαιότερη διαθήκη είναι νομικά αποδεκτό πως είναι άκυρη.
Οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις των ισχυρών κομματικών και κυβερνητικών φίλων του Β (αυτός και η σύζυγός του είναι αιρετά πολιτικά πρόσωπα με ισχυρές διασυνδέσεις σε συγκεκριμένο κομματικό χώρο και υπηρετούν σε «προνομιούχες» δημόσιες υπηρεσίες), άρχισαν μόλις η υπόθεση έφθασε στο Ειρηνοδικείο. Η διορισμένη νεαρή πραγματογνώμων/τοπογράφος, συνάδελφος της μηχανικού και συζύγου του Β, έγινε δεκτή από αυτή στον τόπο της πραγματογνωμοσύνης με αγκαλιές και φιλιά, χωρίς να τηρηθούν και κάποια προσχήματα. Εκτός από τις μετρήσεις έκανε και συστάσεις για την ουσία της υπόθεσης, τις οποίες ο Ειρηνοδίκης χαρακτήρισε ως αντιφατικές, ενώ με σχετική αναφορά του που επισυνάφθηκε στη δικογραφία, ο Α χαρακτήρισε τις μη τεχνικές κρίσεις και εισηγήσεις της για έλλειψη αμεροληψίας. Ο Ειρηνοδίκης, με βάσει την τελευταία βούληση του κληρονομούμενου και την αποδοχή κληρονομίας από τους Α και Β, αποφάσισε πως οι δυο κληρονόμοι δικαιούνται ίσα μερίδια. Επειδή όμως η πραγματογνώμων αποφάνθηκε σκόπιμα πως τα δυο μερίδια, αν και αυτόνομα, δεν είναι δυνατόν να είναι ίσα και συνεπώς «δεν χωρίζονται ισομερώς» (αν και ο Α ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί και να παράσχει ως δωρεά ένα μέρος του επιπλέον χώρου που κατείχε ο Β, ώστε τα δυο μερίδια να καταστούν ίσα), ο δικαστής έκρινε, λόγω της αντιφατικότητας των προτάσεων της πραγματογνώμονος ότι η οικία θα έπρεπε να εκποιηθεί και το ποσόν να διανεμηθεί ισότιμα στους δυο διαδίκους. Ήταν μια απόφαση με την οποία αναγνωριζόταν η βούληση του διαθέτη αλλά και η βούληση των Α και Β στο έγγραφο αποδοχής της κληρονομίας, για διανομή δυο ίσων μεριδίων.
(αύριο το τέλος)

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 11 Οκτ. 2017 - 17:19