Η διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας

Όπως διαπιστώσαμε στο προηγούμενο 3ο άρθρο για την ελληνική γλώσσα, από το αρκετά εκτεταμένο κείμενο της Ιστορίας του Θουκυδίδη και μόνο με ασήμαντες γραμματολογικές αλλαγές, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής θεώρησε ως λέξεις της Δημοτικής τις 65 από τις 70 λέξεις της αρχαίας αττικής διαλέκτου. Αλλά τότε δικαιολογημένα θα ρωτήσει κάποιος!. Γιατί δεν καταλαβαίνουν τα αρχαία ελληνικά οι νεοέλληνες και οι μαθητές των σχολείων οι οποίοι τα διδάσκονται; Η απάντηση είναι πως ο τρόπος διδασκαλίας τους είναι τέτοιος που αναπότρεπτα τους εμποδίζει να τα μάθουν και να τα κατανοούν. Κανένας, ούτε τα νήπια θα μπορούσαν να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα  αλλά ούτε και οι ενήλικες μια οποιαδήποτε γλώσσα, αν ο δάσκαλος τους βομβαρδίζει με ατέλειωτους και άχρηστους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες, χωρίς να γίνεται η εκμάθηση με μικρές στην αρχή εύχρηστες και καθημερινής χρήσης προτάσεις. Για αποτελεσματικότερη αφομοίωση λέξεων και εννοιών θα μπορούσε να εφαρμοσθεί η ολική μέθοδος ανάγνωσης του Ντεκρολί. Ένας ενήλικας ο οποίος κατανοεί, όπως είδαμε, τις περισσότερες μεμονωμένες αρχαίες λέξεις που χρησιμοποιούνται και στην ομιλούμενη σήμερα Δημοτική, θα μπορεί «να διαβάζει διαβάζοντας και να μιλά μιλώντας», όπως μαθαίνει το νήπιο ανταλλάσσοντας λέξεις και φράσεις με τη μητέρα του.
Ο μη ενδεδειγμένος επιστημονικά τρόπος διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών δεν είναι κάτι το καινούριο και πρόσφατο. Θυμάμαι, ως μαθητής στο Γυμνάσιο τη δεκαετία του ’50, που επί μήνες και χρόνια ο εξαίρετος φιλόλογος καθηγητής μας αγωνιζόταν να μάς μάθει να αποστηθίσουμε, σε όλους τους χρόνους και τις φωνές (ενεργητική, μέση και παθητική) το ρήμα «λύω» ως πρότυπο για την εκμάθηση πλήθος άλλων ρημάτων της πρώτης ή της δεύτερης συζυγίας. Έτσι, σπαταλήθηκε τελείως άσκοπα τεράστιος χρόνος για να μάθω π.χ. την Ευκτική του Παθητικού μέλλοντα (λυθησοίμην, λυθήσοιο, λυθήσοιτο, λυθησοίμεθα, λυθήσοισθε, λυθήσοιντο) ή του Υπερσυντέλικου της Οριστικής  στην Ενεργητική φωνή (ἐλελύκειν, ἐλελύκεις, ἐλελύκει, ἐλελύκεμεν, ἐλελύκετε, ἐλελύκεσαν).  Ποτέ δεν μιλήσαμε χρησιμοποιώντας μικρές φράσεις από τα αρχαία κείμενα. Αν ο χρόνος που διατέθηκε για την παπαγαλίζουσα εκμάθηση του «λύω» και των άλλων αμέτρητων ομαλών ή ανώμαλων ρημάτων αφιερώνονταν σε διαλογική συζήτηση στα αρχαία ελληνικά, είμαι βέβαιος πως θα μιλούσα με άνεση την αττική διάλεκτο πριν αποφοιτήσω από το Γυμνάσιο. Φαίνεται πως με την αποτελεσματική μέθοδο «μαθαίνεις να μιλάς μιλώντας», έμαθε τα ελληνικά του ο γάλλος συγκοινωνιολόγος κύριος Ρολλέ, όταν σε μια επαγγελματική μας συνεστίαση στη Θεσσαλονίκη άρχισε να μιλά αρχαία ελληνικά και να απαγγέλει, μπροστά σε κατάπληκτους Έλληνες και Γάλλους συνδαιτυμόνες, ένα εκτεταμένο κείμενο από τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου. Και να σκεφθεί κανείς πως αυτός ο συγκοινωνιολόγος/μηχανικός δεν είχε καμιά σχέση με την κλασική φιλολογία. Τέτοιες στιγμές ένας Έλληνας που έχει, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, «λίγη τσίπα», θα πρέπει να ντρέπεται που δεν γνωρίζει και δεν καταλαβαίνει ούτε μια λέξη από τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη.
Και τώρα το ερώτημα: Γιατί τόση απέχθεια από έλληνες διανοούμενους και από την πανεπιστημιακή ομάδα των αναθεωρητών της ιστορίας για την αρχαία ελληνική γλώσσα, όταν στο εξωτερικό γίνεται μια εμφανής προσπάθεια από ανθρώπους των γραμμάτων για τη διάδοσή της και τη γενίκευση της διδασκαλίας της στα λύκεια; Το ερώτημα δεν είναι γλωσσολογικό αλλά καθαρά πολιτικό. Τίποτα δεν είναι άσχετο και μεμονωμένο. Είδαμε πρόσφατα τον Ερντογάν να καλεί χωριστά τον πρωθυπουργό και τον πρόεδρο της Βαρντάρσκα (FYROM) και να ασκεί πιέσεις για να μην αλλάξουν το συνταγματικό τους όνομα. Δεν θέλει μια οποιαδήποτε συμφωνία για να διατηρηθούν οι τουρκικοί σχεδιασμοί της ενδυνάμωσης του μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια. Από την πλευρά της η Ρωσία επιδιώκει τον ίδιο σκοπό για να αποφευχθεί περαιτέρω ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ. Βλέπουμε καθαρά κάποια από τα γεωστρατηγικά παιχνίδια στις διακρατικές σχέσεις, με βασικό πλαίσιο τη διαστροφή των ιστορικών γεγονότων. Το ίδιο βρώμικο παιχνίδι έπαιξαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, όταν αποδέχτηκαν την πολιτιστική απάτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, ενώ γνώριζαν πολύ καλά πως κύριος σκοπός αυτής της πλαστογράφησης ήταν, η προαιώνια προσπάθεια της Ρωσίας για κάθοδο στο Αιγαίο. Οι Έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας και της διαχρονικότητας της γλώσσας, είτε το επιδιώκουν είτε όχι, αναμφισβήτητα συμμετέχουν σε αυτές τις καταστροφικές για τον ελληνικό πολιτισμό ίντριγκες των μεγάλων δυνάμεων. Ο άκρατος διεθνισμός που παραβλέπει τα εθνικά, πολιτικά και πολιτιστικά συμφέροντα είναι μια ενδημική ελληνική αρρώστια των διανοουμένων και κυρίως κάποιων πανεπιστημιακών δασκάλων, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται με ακροαριστερά συμπτώματα και γενικεύθηκε, με το ίδιο προσωπείο και άλλη ταξική στόχευση μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, σε έναν υφέρποντα δήθεν προοδευτικό διεθνισμό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Το 1989 ο Αντώνης Τρίτσης εκπαραθυρώθηκε από το υπουργείο παιδείας και διαγράφηκε από το κόμμα του, διότι σύμφωνα με συντρόφους του «αν και αριστερός, ήταν μια γραφική και συνάμα κυκλοθυμική φυσιογνωμία, που συνδύαζε τις θεωρητικές αναφορές στα τριτοκοσμικά κινήματα του Τσε Γκεβάρα με μια οπισθοδρομική προγονολατρία». Οι πατριωτικές προτάσεις του για την ανάκτηση της ελληνικής παιδείας, τις οποίες παραθέσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, θεωρήθηκαν από τους υπέρμαχους του εθνομηδενισμού «οπισθοδρομική προγονολατρία». Τώρα ο «εκσυγχρονιστικός δρόμος» στο υπουργείο παιδείας ήταν ελεύθερος, μετά την εξουδετέρωση Δεξιών και Αριστερών με εθνικές και πατριωτικές ανησυχίες και προβληματισμούς. Η ομάδα των αναθεωρητών αναδείχτηκε και γιγαντώθηκε επί υπουργίας Γεωργίου Α. Παπανδρέου, το 1994, και πολύ γρήγορα κατέλαβε καίρια πόστα των εκπαιδευτικών φορέων που ελέγχονται από το υπουργείο παιδείας.
Μετά τον Παπανδρέου και ως το 2007 η ομάδα αυτή των καθηγητών ισχυροποιήθηκε όταν υπουργοί παιδείας ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης, ο Πέτρος Ευθυμίου και η Μαριέττα Γιαννάκου. Μάλιστα η τελευταία, η οποία ήταν υπουργός και προβεβλημένος στέλεχος της Δεξιάς, αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις από το ίδιο της το κόμμα για την πολιτική στήριξη και προστασία που είχε παράσχει στους αναθεωρητές και κυρίως στην καθηγήτρια Μαρία Ρεπούση και στο πολυσυζητημένο βιβλίο της ιστορίας της Ε’ τάξης του Δημοτικού. Για λίγα χρόνια, με υπουργούς παιδείας τον Ευρυπίδη Στυλιανίδη και το Άρη Σπηλιοτόπουλο, η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη αλλά χωρίς εντάσεις και εντυπωσιακές αλλαγές, ώσπου το 2010 εμφανίστηκε η Άννα Διαμαντοπούλου, η εκλεκτή του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, η οποία επιδίωξε την ανασύνταξη και ενδυνάμωση των υπηρεσιακών εξουσιών αυτής της ομάδας των πανεπιστημιακών καθηγητών που δημιούργησε το 1994 ο πρωθυπουργός της. Μάλιστα, η νέα υπουργός, υπέρμαχος κι’ αυτή των ιδεών του πρωθυπουργού για την Παγκόσμια Διακυβέρνηση πρότεινε, πρωτοτυπώντας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και κατά το πρότυπο των πρώην γαλλικών αποικιών της Αφρικής, να ανακηρυχθεί η αγγλική «δεύτερη επίσημη γλώσσα» των Ελλήνων.
Μετά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και ως την άνοδο στην εξουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς, μια σιωπηρή ηρεμία και αφωνία έδειχνε πως οι αναθεωρητές είχαν αποδυναμωθεί. Όμως, ο νέος υπουργός παιδείας Νίκος Φίλης ανέβασε σε υψηλό βάθρο εκπαιδευτικών εξουσιών τον θεωρούμενο ως μέντορα και αρχιερέα της ομάδας του ελληνικού ιστορικού αναθεωρητισμού, τον καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνη Λιάκο, ο οποίος σαν τον Φράνσις Φουκουγιάμα έχει κι’ αυτός τους προβληματισμούς του «για τη διόρθωση και το τέλος της Ιστορίας». Με ταχύτατες διαδικασίες τα βιβλία των νεοελληνικών, των αρχαίων, των θρησκευτικών και της ιστορίας άλλαξαν. Η αποδόμηση της ιστορίας και της γλώσσας άρχισε πάλι με την ίδια διεθνιστική επιχειρηματολογία, ενώ όσοι δεν συμφωνούν θεωρούνται ακροδεξιοί και ρατσιστές. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως οι Καθολικοί, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι που ζουν στην Ελλάδα, αρνήθηκαν να αποδεχθούν τα νέα βιβλία θρησκευτικών του υπουργείου παιδείας και διδάσκουν τα θρησκευτικά στα σχολεία τους σεβόμενοι τη θρησκευτική τους κουλτούρα. Η απόφασή τους είναι σωστή και λογική. Η θρησκευτική διδασκαλία είναι παράλογο να επιβάλλεται από την  πολιτική εξουσία, διότι ενδεχομένως ένα κυβερνητικό συμβούλιο άθρησκων ή ένας άθεος υπουργός θα μπορούσε να υποκαταστήσει τη θρησκευτική ηγεσία ενός λαού για να προπαγανδίσει και να επιβάλει τις δικές του ιδέες.               
Η γλώσσα είναι ένας από τους βασικούς συνδετικούς κρίκους των γεγονότων στη διαχρονική ιστορική πορεία του ελληνισμού. Το τόνισε με έμφαση και ο Οδυσσέας Ελύτης μπροστά σε ένα ευρωπαϊκό κοινό διανοουμένων και αξιωματούχων, στη διάρκεια της τελετής της Σουηδικής Ακαδημίας για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ της Λογοτεχνίας το Δεκέμβρη του 1979, όταν με περηφάνια έλεγε:
«…. Η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με τη χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατάντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Είναι, το ξέρω, άτοπο ν’ αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να επαινεί το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση.
Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ., χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας.
Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δε θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας (αιώνας), που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση».
Η απαξιωτική αντιμετώπιση της διαχρονικότητας και οικουμενικότητας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από αρκετά μεγάλη και πολιτικά ισχυρή μερίδα ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών, εντυπωσιάζει αν συγκριθεί με το πάθος και το θαυμασμό ξένων διανοουμένων. Σαν παράδειγμα αναφέρω την κατάπτυστη επιστολή 56 πανεπιστημιακών καθηγητών που δημοσιεύτηκε στα ΜΜΕ τον Ιούνιο του 2016 και ζητούσαν  την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών στα Γυμνάσια διότι:
«Δεν καλλιεργείται επαρκώς η νέα ελληνική γλώσσα με το ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών που κάνουν διαρκώς αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις με την αρχαία και μάλιστα με την αττική γλώσσα, που είναι τόσο απομακρυσμένη από τη σύγχρονη γλώσσα. Αυτό πλήττει ακόμη περισσότερο τους πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο και δεν έχουν γλωσσικό αίσθημα όσον αφορά τη νεοελληνική, αλλά και μαθητές που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα».
Με λίγα λόγια, η πρόφαση πως μια ελάχιστη μειοψηφία αλλόγλωσσων μαθητών (πρόσφυγες, νόμιμοι μετανάστες, λαθρομετανάστες κλπ) δυσκολεύονται να αφομοιώσουν λέξεις από το πλούσιο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο, αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες ανακαθορισμού της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας μας;  Αλλά και η επιχειρηματολογία για δήθεν δυσκολίες που συναντούν μαθητές από μη προνομιούχα στρώματα είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογική και αξιόπιστη; Μετά τον πόλεμο χιλιάδες ρακένδυτοι μαθητές από ορεινά και απομονωμένα χωριά, που οι αγράμματοι γονείς τους δεν μπορούσαν να μετρήσουν ως το δέκα, έμαθαν να απαγγέλουν στίχους από τον Όμηρο ή το Σοφοκλή και κατόρθωσαν να καταξιωθούν μεταγενέστερα ως άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης. Οι αστείες προφάσεις δεν είναι δυνατόν να επικαλύψουν την πραγματική αιτία μιας άκρατης διεθνιστικής ιδεολογίας που παραβλέπει (θα μπορούσαμε να πούμε υπονομεύει) τα εθνικά συμφέροντα. Αν σε κάποιους οι λέξεις «πατρίδα» και «έθνος» προκαλούν αλλεργία, πρόκειται για ένα προσωπικό τους πρόβλημα που έχει σχέση με την εθνική τους ταυτότητα. Ας ψάξουν να βρουν τις ρίζες τους για να αυτοπροσδιοριστούν.
Κι ενώ οι πανεπιστημιακοί καθηγητές ασχολούνται με τα προβλήματα των μαθητών του Δημοτικού και του Γυμνασίου, ως να έχουν επιλυθεί δια μαγείας τα προβλήματα των φοιτητών τους, οι αρμόδιοι γι’ αυτά τα θέματα δάσκαλοι και καθηγητές της βασικής και της μέσης εκπαίδευσης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν από κοντά το τεράστιο αυτό πρόβλημα, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για την προστασία της διαχρονικότητας της ελληνικής γλώσσας.  Με την ευκαιρία της καθιέρωσης της 9ης Φεβρουαρίου ως παγκόσμιας ημέρας ελληνικής γλώσσας, η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων απευθύνθηκε στην αρμόδια πολιτική και πνευματική ηγεσία της χώρας, με μια συγκινητική έκκληση για τη σωτηρία της ελληνικής γλώσσας.  Σε κάποιο σημείο αυτής της επιστολής η Π.Ε.Φ. σημειώνει ότι θα πρέπει:
«….να σταματήσει επιτέλους η υποβάθμιση της γλωσσικής διδασκαλίας στη διαχρονική και ποιοτική της διάσταση, να επανιδρυθούν τα κλασικά γυμνάσια και λύκεια και να τιμάται η γλώσσα μας καθημερινά στο ελληνικό σχολείο ενταγμένη σε ένα όραμα παιδείας που αναγνωρίζει στις ανθρωπιστικές αξίες, τη μόνη εγγύηση για την πρόοδο της παιδείας και του τόπου.…{…}. Η τόσο συχνά παρατηρούμενη σήμερα αμήχανη χρήση των λόγιων εκφράσεων στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, τα ακαλαίσθητα λάθη, οι ανοίκειοι βαρβαρισμοί, συνθέτουν την εικόνα ελλειμματικής διδασκαλίας τόσο της νέας όσο και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας…{…}. Χωρίς την ανάδειξη της διαχρονικότητας και οικουμενικότητας της γλώσσας μας, το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης επιφυλάσσει πολλή ξηρασία».
Θα είναι, κατά την Π.Ε.Φ., ένα μέλλον δυσοίωνο και καταστροφικό, για μια Ελλάδα, η οποία βρίσκεται σε μια επικίνδυνη γωνιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, περιτριγυρισμένη από αδιάλλακτους και φανατικούς εθνικιστές με διαφορετική κουλτούρα και κατακτητικούς στόχους. Συνεπώς, όσοι αποδομούν τη γλώσσα και το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους του υπουργείου παιδείας και σε ορισμένες αίθουσες πανεπιστημίων, συντελούν ως Εφιάλτες (όπως ο των Θερμοπυλών) στην επιτυχία αυτών των κατακτητικών στόχων. Η σκληρή πραγματικότητα στις διακρατικές σχέσεις και στην χωρίς συναισθηματισμούς διπλωματία, δεν έχει καμιά σχέση με κάποιες διεθνιστικές θεωρίες. Όταν κάποιος δεν στηρίζει την πατρίδα του για να θωρακισθεί, με δημοκρατική νηφαλιότητα και ειρηνόφιλη διάθεση, από τωρινούς και μελλοντικούς κινδύνους, βρίσκεται αναπόφευκτα στο απέναντι στρατόπεδο. Κάποιοι αυτοχαρακτηρίζονται, με καλλωπισμένο λεξιλόγιο «ιδεολόγοι αντιρρησίες» και χρησιμοποιούν σκληρούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς (φασίστες, ρατσιστές, πολεμοκάπηλοι κλπ) για όσους, Δεξιούς και Αριστερούς, δεν συμφωνούν μαζί τους και αγαπούν την πατρίδα τους. Κι’ όταν ακόμα ξεκάθαρα οι συκοφαντούμενοι, από την ιδιωτική και δημόσια ζωή τους είναι φανερό πως πιστεύουν στις δημοκρατικές αξίες, πως απεχθάνονται το ρατσισμό και τις πατριδοκαπηλίες, πως σέβονται τον πολιτισμό και την ιστορία των άλλων λαών ή πως αγωνίζονται για μια δίκαια κοινωνία πολιτικής και οικονομικής ισονομίας, η αγάπη τους για την πατρίδα και την πολιτιστική τους κληρονομιά αποτελεί, για τους εθνομηδενιστές, απόδειξη μας φασιστικής ιδεολογίας. Με βάση αυτόν τον τρόπο σκέψης ακόμα και ιδεολόγοι της Αριστεράς, σαν τον Αντώνη Τρίτση και το Μίκη Θεοδωράκη, κατηγορούνται για «δεξιά, φασίζουσα, αντισοσιαλιστική και αντιδημοκρατική ιδεολογία». Σήμερα, η υπερβολική δημοκρατική ανοχή σ’ αυτούς τους υβριστές μιας ακραίας διεθνιστικής ιδεολογίας, τους οδήγησε στα όρια της αλαζονικής συμπεριφοράς και κοινωνικής απρέπειας. Στην εποχή του Κολοκοτρώνη, όταν ο ελληνισμός αγκομαχούσε για να επιβιώσει, θα τους χαρακτήριζαν «Νενέκους ή Προσκυνημένους». Αν ζούσε ο Κωστής Παλαμάς θα αναδημοσίευε το θαυμάσιο ποίημά του «Γύριζε» και θα τους χαρακτήριζε ως ψευτοκουλτουριάρηδες  Φραγκολεβαντίνους, που επιδιώκουν να καταστήσουν «πόρνη τη Ρωμιοσύνη».
Για τον ανεκτίμητο πλούτο, το θαυμασμό των ξένων και την παγκόσμια διάσταση της διαχρονικότητας και οικουμενικότητας της ελληνικής γλώσσας, θα μιλήσουμε στο 5ο και τελευταίο άρθρο μας.

 

 

 

 

     

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 04 Απρ. 2018 - 09:59