Το γλωσσικό πρόβλημα και οι αντιπαραθέσεις

Στο προηγούμενο άρθρο διαπιστώσαμε τις αντίθετες απόψεις για την ενιαία ελληνική γλώσσα, με βάση τις πολιτικές και ιστορικοκοινωνικές αντιλήψεις και όχι τα επιστημονικά δεδομένα των ειδικών γλωσσολόγων.  Τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις για γλωσσολογικά προβλήματα εμφανίστηκαν σε μορφή έντονης αντιπαλότητας, στο νεοελληνικό κράτος, από το τέλος περίπου του 19ου αιώνα και χωρίς, αρχικά, πολιτική χροιά για να καταλήξουν σε μια βίαιη ιδεολογική σύγκρουση διανοουμένων για τη χρήση της δημοτικής ή της καθαρεύουσας στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Σε απλούστερη διατύπωση η ουσία του γλωσσικού ζητήματος βρισκόταν στον τρόπο έκφρασης των ιδεών από έναν απλό Έλληνα πολίτη όταν μιλούσε ή όταν έγραφε. Οι Δημοτικιστές επιδίωκαν και ο προφορικός και ο γραπτός λόγος να πραγματοποιούνται σε γλώσσα κατανοητή από τον μέσο πολίτη, όπως τη μιλούσε στην καθημερινή του ζωή, ενώ οι Καθαρευουσιάνοι πίστευαν πως η λεγόμενη γλώσσα του λαού είχε υποστεί, κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας υποταγής σε ξένους κατακτητές, «χυδαίες» γλωσσικές αλλοιώσεις και επιδράσεις και θα έπρεπε να «καθαριστεί» για να ξαναβρεί την αρχαιοελληνική της ομορφιά και αρμονία.
Ο γλωσσικός διχασμός σε γραπτό και προφορικό λόγο δεν αποτελεί νεοελληνική πρωτοτυπία. Εμφανίστηκε και μετά την αποκληθείσα ελληνιστική περίοδο, όταν η κοινή ελληνική που διαδόθηκε με τις κατακτήσεις του Μέγα Αλέξανδρου και επικράτησε στην Ελλάδα και την Ασία άρχισε, στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας και της διάδοσης του Χριστιανισμού, να μετεξελίσσεται και να χάνει φωνητικά και γλωσσολογικά στοιχεία από την αττική διάλεκτο, η οποία ήταν η βάση της δημιουργίας και εξέλιξής της μετά την καθιέρωσή της ως επίσημης γλώσσας του μακεδονικού κράτους. Από την επίδραση αυτών των πολιτικών και θρησκευτικών αλλαγών, μπαίνουν στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας νέες λέξεις, διαφοροποιούνται γραμματικά κάποιες άλλες και ορισμένες αντικαθίστανται με άλλες χωρίς καμιά γλωσσική σχέση μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό έχουμε Αττικιστές διανοούμενους να εξοργίζονται από αυτή τη «βάρβαρη» εισβολή νέων και ξένων λέξεων στην ελληνική γλώσσα.  Ο λεξικογράφος Φρύνιχος που έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα προτείνει, για την επαναφορά της γλωσσικής καθαρότητας, να αντικατασταθεί η λέξη κράββατος από τη λέξη «σκίμπους», η ραφίς από το αρχαιοελληνικό «βελόνη», το νηρόν ύδωρ από το «ακραιφνές ύδωρ» (το νηρόν μετασχηματίστηκε στη λέξη νερό), το μαγειρείον από το «οπτάνιον», αντί για το  «βάρβαρον φάγομαι λέγε ουν έδομαι» και άλλες λέξεις της αττικής διαλέκτου. Από την εποχή του Φρύνιχου και ως τις μέρες μας η ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε (οι καθαρευουσιάνοι λένε μαγαρίστηκε) από νέες ρωμαϊκές, εβραϊκές, σλαβικές, τουρκικές κ.ά. λέξεις και σε πολλές άλλαξε η έννοιά τους. Γι’ αυτό η «κλάση του άρτου» από το Χριστό, με τη χρήση του αορίστου του αντίστοιχου ρήματος που χρησιμοποίησε ο Ευαγγελιστής, μας παραπέμπει σήμερα σε μια δύσοσμη ανθρώπινη ανάγκη, η «κηδεία» σήμαινε συγγένεια (παράγωγό της ο κηδεμών) και το ρήμα του γάμου σήμαινε πάντρεμα. Οι νέες λέξεις είναι αμέτρητες. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες της κλασικής εποχής που διαφοροποιήθηκαν ή κάποιες εντελώς νέες  και ξενόγλωσσες, όπως π. χ. ερυθρός (κόκκινος), χλωρός (πράσινος), λευκός (άσπρος), μέλας (μαύρος), εσθίω (τρώγω), άγγελος, διάβολος, αλληλούια, Πάσχα, Μαρία, λεγεών, ταμπέλα (πινακίδα), μπαμπάς (πατέρας), μπόι (ανάστημα), μπακράτσι (χάλκινο δοχείο), ντουνιάς (κόσμος), γιουχαΐζω (αποδοκιμάζω), γλεντώ (διασκεδάζω), ντόμπρος (καλός/σταθερός) κ.ά.
Ο αττικισμός εμφανίστηκε σε μια εποχή που ο ελληνισμός, μετά την υποταγή του σε ξένους κατακτητές, έπαυσε να διαδραματίζει κεντρικό πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο και προσπαθούσε, με τη διατήρηση της γλώσσας να διαφυλάξει το πολιτιστικό του παρελθόν. Ο Αδαμάντιος Κοραής και οι άλλοι διανοούμενοι του νεοελληνικού διαφωτισμού ήταν αυτοί που επηρέασαν την ελληνική πολιτική ηγεσία για την καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του νεοελληνικού κράτους. Οι Έλληνες γνώριζαν ή τουλάχιστον αντιλαμβάνονταν πως, σε μια εποχή διεθνών αναστατώσεων και ανακατατάξεων που εξαφανίζονταν λαοί και έθνη, οι μοναδικοί συνδετικοί κρίκοι συνοχής και επιβίωσης του ελληνισμού ήταν η (καθαρή) ελληνική γλώσσα και η ιστορία. Πάνω σ’ αυτό το ιδεολογικό υπόστρωμα βασίστηκαν και οι γλωσσικές διαμάχες στο τέλος του 19ου αιώνα για τη Δημοτική και την Καθαρεύουσα. Πολύ γρήγορα, τα επιστημονικά επιχειρήματα των δυο φιλολογικών τάσεων έλαβαν τη μορφή βίαιων προσωπικών και αργότερα κομματικών συγκρούσεων.  Χαρακτηριστική περίπτωση σκληρής προσωπικής αντιπαράθεσης ήταν οι διαφωνίες ανάμεσα στον ιδεολογικό πατέρα του Δημοτικισμού, τον καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας στο Παρίσι Γιάννη Ψυχάρη και στο σατιρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή, ο οποίος στην έμμετρη εβδομαδιαία εφημερίδα του «Ο Ρωμηός» κατακεραύνωνε τις γλωσσικές ακρότητες του Ψυχάρη.
 Σ’ αυτές τις προτεινόμενες ακραίες αλλαγές στη Δημοτική, τις οποίες ενστερνίστηκε η ομάδα των Δημοτικιστών που χαρακτηρίστηκαν ως «Μαλλιαροί», ο Σουρής απαντούσε με σκληρό ποιητικό λόγο αποκαλώντας τον Ψυχάρη «κυρ Γιάννη, που στέλνει απ’ τα Παρίσια, σε συμμορίες μαλλιαρών διπλώματα περίσσια».
Κάποιες λέξεις της Δημοτικής που πρότεινε ο Ψυχάρης, όπως π.χ. Παρθενός αντί του Παρθενώνα, βασιλές αντί Βασιλιάς ή Περέτρα αντί Υπηρέτρια, δεν είχαν καμιά σχέση με τον προφορικό λόγο του μέσου Έλληνα πολίτη. Σε άλλες περιπτώσεις η κριτική από άλλους αντιδημοτικιστές ίσως είχε και κάποιες υπερβολές, όπως στην περίπτωση πως οι «μαλλιαροί» πρότειναν (ή δήθεν πρότειναν) ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος να μετονομασθεί σε «Κώτσος Παλιοκουβέντας».  Όμως είναι αλήθεια πως κάποιες φορές οι ίδιοι οι δημοτικιστές έδιναν την αφορμή για τέτοιες υπερβολές στην κριτική των Καθαρευουσιάνων. Ο Ψυχάρης, κριτικάροντας απαξιωτικά το Σουρή (τον οποίο δεν θεωρούσε ποιητή) χρησιμοποίησε ως πληθυντικό του «νου» την τελείως αδόκιμη  λέξη «νούδες». Και μόνο αυτή η περίπτωση δείχνει πως κάποιες φορές δεν υπάρχει  δυνατότητα η Δημοτική να αποφύγει τη συμπληρωματική χρήση της αρχαίας ελληνικής. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες λέξεις όπως π.χ. με τον πληθυντικό τη κότας. Ακόμα και ο πιο αμόρφωτος ορεσίβιος δεν θα πει «μαζέψαμε τα αυγά των κοτών». Αν κάποιος με σχετική μόρφωση θελήσει να χρησιμοποιήσει τη γενική του πληθυντικού, θα πρέπει αναπόφευκτα να πει «των ορνίθων», μια λέξη που χρησιμοποιείται ευρύτατα και στα ελληνικά χωριά. Ο πληθυντικός του νου επίσης αναπόφευκτα θα πρέπει να είναι είτε το νόες είτε το πιο καθαρευουσιάνικο νόοι, όπως στις λέξεις βραδύνους/βραδύνοες και αμβλύνους/αμβλύνοες. Ο Σουρής, άρπαξε την ευκαιρία από τη «μαλλιαρή» ακρότητα του Ψυχάρη για να τον σατιρίσει έμμετρα γράφοντας: «Δόξα στους μεγάλους νούδες, που τις τρων στους πισινούδες».
Εκτός από τις σκληρές προσωπικές αντιπαραθέσεις των διανοουμένων, υπήρχαν και οι αιματηρές συγκρούσεις Δημοτικιστών και Καθαρευουσιάνων. Με αφορμή τη μετάφραση των Ευαγγελίων και της Ορέστειας του Αισχύλου στη Δημοτική, οργανώθηκαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με πολιτικές και εθνικές προεκτάσεις, στις οποίες η κατάληξη ήταν  τραγική. Επίσης, με τη μεταγλώττιση (η λέξη μετάφραση θεωρούνταν τότε και είναι και σήμερα πραγματικά αδόκιμη) των Ευαγγελίων από την Καθαρεύουσα στη Δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη πραγματοποιήθηκε, το Νοέμβρη του 1901, στις στύλους του Ολυμπίου Διός μια τεράστια συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Τα επεισόδια δημιούργησαν εκρηκτική κατάσταση. Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν και σκότωσαν 10 περίπου διαδηλωτές και  τραυμάτισαν γύρω στους 70.  Παρόμοια επεισόδια με 2 νεκρούς και 7 τραυματίες επαναλήφθηκαν και το 1903, όταν οι Δημοτικιστές επιχείρησαν να ανεβάσουν μεταγλωττισμένη (μεταφρασμένη) στο Βασιλικό Θέατρο την τριλογία «Ορέστεια».
Το γλωσσικό ζήτημα είχε από την εποχή εκείνη πολιτικοποιηθεί με την προβολή εθνικών κινδύνων από την αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας από λεξικολογικά στοιχεία, κυρίως, της τουρκικής και της σλαβικής.  Αργότερα, όταν η κομμουνιστική αριστερά και γενικότερα η αριστερή διανόηση θεώρησε τη «μαλλιαρή Δημοτική» ως γλώσσα του μη προνομιούχου και φτωχού λαού, το γλωσσικό ζήτημα εντάχθηκε στις κομματικές διενέξεις. Η καθαρεύουσα θεωρήθηκε πλέον μια γλώσσα των προνομιούχων της δεξιάς, οι οποίοι  αποκτούσαν κύρος και ανωτερότητα χρησιμοποιώντας ένα γλωσσικό μέσον έκφρασης το οποίο δεν κατανοούσε ο απλός λαός. Αυτές οι παρανοϊκές κομματικές αντιθέσεις διατηρήθηκαν ως το τέλος του προηγούμενου αιώνα, όταν η κατάληξη μιας λέξης μπορούσε να κατατάξει έναν πολίτη στη μία ή στην άλλη κομματική παράταξη. Όταν π.χ. κάποιος στη γενική πτώση μιλούσε περί «εκπαιδεύσεως» θεωρούνταν Δεξιός, ενώ αν μιλούσε περί «εκπαίδευσης» θα έπρεπε, κατά πάσαν πιθανότητα, να είναι Αριστερός. Είναι ένα απλό παράδειγμα της κομματικής λογικής των κρετίνων.
Ο γλωσσικός διχασμός άρχισε να αμβλύνεται στη μεταπολίτευση, μετά τη στρατιωτική δικτατορία του 1967. Η αναγνώριση το 1976 μιας «εκλεπτυσμένης Δημοτικής» ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η χρήση της σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, έδωσε τη δυνατότητα στις ευρύτερες λαϊκές μάζες να κατανοούν το νεοελληνικό γραπτό λόγο, αλλά παράλληλα και στο σταδιακό εμπλουτισμό της με εύχρηστες λέξεις και φράσεις της αρχαίας ελληνικής. Μετά από είκοσι περίπου αιώνες διγλωσσίας καθιερώθηκε μια δημοτική, η οποία απέχει και από τη «μαλλιαρή» και από την αττικίζουσα καθαρεύουσα και βρίσκεται πολύ κοντά στην κοινή ελληνική γλώσσα των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή σε μια λαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής.
Η ενθάρρυνση αυτής της τάσης στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία για καθαρότητα της γλώσσας με τον εμπλουτισμό της με λέξεις από όλες τις φάσεις της διαχρονικής της εξέλιξης, θα δικαιώσει και τους μετριοπαθείς Δημοτικιστές που επιζητούσαν η επίσημη γλώσσα να είναι κατανοητή από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, αλλά και τους μετριοπαθείς Καθαρευουσιάνους οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις χυδαιότητες της «μαλλιαρής», με τις ξενικές της επιρροές από τους Ρωμαίους, τους Τούρκους ή τους Σλάβους που κατά καιρούς υποδούλωσαν τους Έλληνες. Η περαιτέρω βελτίωση αυτής της Δημοτικής στο εκπαιδευτικό σύστημα ώστε, μετά από κάποιες γενιές, να ταυτιστεί εντελώς με την κοινή ελληνική όπως αυτή διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια εμφάνισης του χριστιανισμού και στη συγγραφή των Ευαγγελίων, θα δώσει τη δυνατότητα στον μέσο Έλληνα να κατανοεί και τον προφορικό λόγο αλλά και τα λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα της Δημοτικής αλλά και της Καθαρεύουσας. Η ομορφιά και η αρμονία αυτών των κειμένων αναδεικνύεται μόνον όταν διαβαστούν στη γλώσσα που έχουν γραφτεί. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας οπαδός της Δημοτικής, έγγραψε την «Πάπισσα Ιωάννα» στην Καθαρεύουσα. Πρόκειται για ένα πλούσιο σε λεκτικά σχήματα λογοτεχνικό αριστούργημα. Κάποιοι μεταγλώττισαν (μετέφρασαν) αυτό το έργο σε μια «άχρωμη» Δημοτική. Όταν το ξαναδιάβασα για να προβώ σε συγκρίσεις νόμιζα πως πρόκειται για πρωτόλειο λογοτεχνικό έργο ενός μαθητή Γυμνασίου. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος από το εκπληκτικό ύφος γραφής του Ροΐδη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κείμενα του Παπαδιαμάντη.   
Αυτή η προσπάθεια για καθαρότητα και εμπλουτισμό των γλωσσών πραγματοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες από ειδικούς γλωσσολογικούς πολιτιστικούς φορείς, μέσα στα χρονικά όρια ενός λατινογενούς παρελθόντος, αφού οι περισσότερες προγονικές γλώσσες και διάλεκτοι (Κελτική/Γαλατική) χάθηκαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους αξιόλογα ίχνη. Η εβραϊκή γλώσσα που έχει μεγάλο ιστορικό παρελθόν και επέζησε μέχρι σήμερα (χάρη στον ισχυρό ιστορικοθρησκευτικό συνδετικό κρίκο των Εβραίων), αντιμετώπισε κι’ αυτή παρόμοιες δυσκολίες ομοιογένειας όπως και η ελληνική. Λίγοι Εβραίοι μιλούσαν την καθαρή «ιερή» βιβλική γλώσσα των Ραβίνων, η οποία ως το τέλος του 19ου αιώνα επέζησε μόνο ως γραπτός λόγος. Η καθαρή Εβραϊκή, ως ομιλούμενη γλώσσα είχε ως τότε σχεδόν, εξαφανιστεί με την επικράτηση των διαλέκτων της διασποράς, όπως η Ισπανοεβραϊκή, η Γερμανοεβραϊκή, η Ρωσοεβραϊκή, η γλώσσα των εξισλαμισθέντων ντολμέδων Εβραίων     κ. ά. Το 1889 ο γλωσσολόγος Ελιέζερ Μπεν Γεχούντα ίδρυσε στην Ιερουσαλήμ το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας» με σκοπό να μετατραπεί η ιερή βιβλική γλώσσα, που δεν μιλιόταν για περίπου 1700 χρόνια, σε επίσημη και κοινή γλώσσα όλων των Εβραίων. Σήμερα, με την ένταξη αυτής της προσπάθειας και στην εκπαίδευση, τα θετικά αποτελέσματα μέσα σε λιγότερο από ενάμισι αιώνα είναι εντυπωσιακά. Όπως είπε ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, «αν σήμερα επέστρεφε ο Μωυσής και ζητούσε ένα κομμάτι ψωμί, θα μπορούσε αμέσως ο οποιοσδήποτε να τον καταλάβει».  Θα ήταν δυνατόν βέβαια να γίνει το ίδιο και με την κοινή ελληνική γλώσσα, αν υπήρχε ένας παρόμοιος στόχος και οι έλληνες διανοούμενοι δεν παρασύρονταν σε στείρες αντιπαραθέσεις και διχαστικά κομματικά ιδεολογήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε πως, αν ερχόταν ο Περικλής και εκφωνούσε και πάλι τον «Επιτάφιό» του, θα μπορούσαν να τον κατανοήσουν όλοι οι νεοέλληνες.
Το γλωσσικό ζήτημα, μετά την καθιέρωση της Δημοτικής το 1976, φάνηκε πως είχε οριστικά επιλυθεί. Εντούτοις, ορισμένοι που γνωρίζουν τη συνεκτική δύναμη της γλώσσας στη διάπλαση του εθνικού φρονήματος, δημιούργησαν μια νέα μορφή γλωσσολογικού προβλήματος μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο αλλοίωσης της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Γι’ αυτό όμως το θέμα θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο μας.   
 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 28 Μαρ. 2018 - 10:30