Γερμανία: Τα πολιτικά σκάνδαλα Flick και Thyssen

Η συντηρητική ερωτική και οικογενειακή ζωή του Χέλμουτ Κολ, δεν επιδέχεται καμιά σύγκριση με αυτές των γάλλων ομολόγων του. Παντρεύτηκε την Χανελόρε Σμιντ, με την οποία απόκτησε δυο παιδιά. Ήταν μια γυναίκα που η ζωή της σημαδεύτηκε με πόνο και θλίψη από την παιδική της ηλικία. Στα δώδεκα χρόνια της βιάστηκε από στρατιώτη του σοβιετικού στρατού, όταν καταλήφθηκε η Γερμανία από τα συμμαχικά στρατεύματα. Νέα ακόμα, μετά τη γέννηση των παιδιών της, προσβλήθηκε από μια ανίατη φαρμακευτική αλλεργική φωτοπάθεια (ενδεχομένως από χρήση πενικιλίνης), η οποία της προξενούσε και αφόρητους σωματικούς πόνους. Αυτοκτόνησε το 2001 σε ηλικία 68 ετών. Ο Κολ συζούσε από το 2005 με την οικονομολόγο και μέλος του CDU Μάικε Ρίχτερ, την οποία παντρεύτηκε το 2008 στο εκκλησάκι μιας κλινικής της Χαϊδελβέργης, στην οποία είχε εισαχθεί μετά από κάταγμα στο ισχίο. Από τότε άρχισε να κυκλοφορεί στο σπίτι με τροχήλατη πολυθρόνα, ενώ αργότερα είχε υποστεί μια αποπληξία που του παράλυσε το κάτω μέρος του προσώπου του. Από τον Ιούνιο του 2015 η υγεία του είχε επιδεινωθεί και βρισκόταν κάτω από αυστηρή επίβλεψη σε κλινική του πανεπιστημιακού νοσοκομειακού κέντρου της Χαϊδελβέργης. Πέθανε στις 16 Ιουνίου του 2017.
 Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 εντοπίστηκε στα βιβλία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), από ορκωτούς λογιστές, ένα ποσό μεγαλύτερο από δυο εκατομμύρια μάρκα «άγνωστης προέλευσης». Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε μέσα στο κόμμα από τις εντάσεις και αντιπαραθέσεις των βουλευτών του, με κατηγορίες εναντίον ανώτατων στελεχών αλλά και εναντίον του Κολ και του θεωρούμενου ως «πολιτικού κληρονόμου του» Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θα οδηγούσε μοιραία στη διάσπαση της κομματικής συνοχής, αν δεν γινόταν ένα είδος εσωκομματικής κάθαρσης με πρωτοβουλία των ίδιων των στελεχών του. Άλλωστε, αυτό το άγνωστης προέλευσης σημαντικό χρηματικό ποσό και οι φήμες για διαπλεκόμενα συμφέροντα και δωροδοκίες πολιτικών προσώπων από τις προηγούμενες υποθέσεις διαφθοράς «Φλικ» και του διυλιστηρίου «Λόινα», δημιούργησαν έντονες αντιδράσεις στο γερμανικό εκλογικό σώμα, με αποτέλεσμα τα ποσοστά δημοφιλίας του CDU να κατρακυλήσουν σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα, που προμήνυαν την επερχόμενη εκλογική ήττα στις επόμενες εκλογές.    
 Το πρώτο σκάνδαλο διαφθοράς στο οποίο αναμείχθηκε το όνομα του Χέλμουτ Κολ, ήταν η «υπόθεση Φλικ{i}». Το μεγάλο αυτό γερμανικό βιομηχανικό συγκρότημα είχε προσφέρει, από το 1969 και ως το 1980, ως δωρεά 25 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα σε πέντε γερμανικά κόμματα και ανάμεσά τους στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), στην οποία πρόεδρος ήταν ο Κολ. Η αρμόδια ανακριτική επιτροπή του γερμανικού κοινοβουλίου, στις μεταγενέστερες έρευνές της, διαπίστωσε πως και το 1975 το παραπάνω βιομηχανικό συγκρότημα είχε πουλήσει μετοχές της Ντέμλερ-Μπενζ στην «αμαρτωλή» Ντόιτσε Μπανκ{ii}. Υπήρχε η υπόνοια πως ολόκληρο ή μέρος του ποσού από την πώληση των μετοχών χρησιμοποιήθηκε για δωροδοκίες κομμάτων και πολιτικών προσώπων. Τελικά, η ανακριτική επιτροπή, χωρίς να προσδιορίζει διευκρινιστικά τη χρήση αυτού του ποσού, αποφάνθηκε πως «επενδύθηκε με τρόπο ιδιαίτερα επωφελή για την εθνική οικονομία!».
Το δεύτερο σκάνδαλο,  στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, αφορά στη χρηματοδότηση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) από την κρατική γαλλική πετροχημική εταιρεία «Elf Aquitaine», με δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια. Ήταν το 1992 που ο Μιτεράν, θέλοντας να προσφέρει βοήθεια για την επανεκλογή του Χέλμουτ Κολ στις εκλογές του 1994, ενίσχυσε οικονομικά τον προεκλογικό του αγώνα, μέσω της Έλφ Ακιτέν. Στην ανακριτική επιτροπή του γερμανικού κοινοβουλίου, η οποία συγκροτήθηκε μετά την ήττα του CDU και την ανάληψη της εξουσίας από το σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, κατατέθηκε πως γι’ αυτή την προσφορά του ο Μιτεράν κέρδισε τη συναίνεση του Κολ για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης και τη δημιουργία του ευρώ, αλλά επίσης και την κερδοφόρα αγορά, τον ίδιο χρόνο, από την Έλφ Ακιτέν του ανατολικογερμανικού διυλιστηρίου «Λόινα».
Ο αυστηρός και έντιμος εισαγγελέας του Augsbourg Γιόργκ Χίλινγκερ, ο οποίος είχε σχηματίσει έναν επιβαρυντικό φάκελο για πολλά στελέχη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, σκοτώθηκε, τον Απρίλη του 1999, σε ένα ύποπτο και «θεαματικό» αυτοκινητικό δυστύχημα. Οι φήμες οργίαζαν πως επρόκειτο για δολοφονία. Ήταν άλλωστε γνωστό πως ο ίδιος εισαγγελέας είχε αναλάβει το 1995 την υπόθεση χρηματοδότησης του CDU από τον έμπορο όπλων Κάρλχαϊντζ Σράιμπερ. Σ’ αυτή την υπόθεση ήταν αναμειγμένος και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως διαπιστώθηκε όταν, μετά το θάνατο του Χίλινγκερ, άρχισαν οι ανακρίσεις εις βάρος του το φθινόπωρο του 1999. Ο εισαγγελέας είχε δεχτεί πολλές απειλές για τη ζωή του από ανώνυμους και επώνυμους. Οι πραγματογνώμονες που ορίστηκαν για να διερευνήσουν τα αίτια του δυστυχήματος, αποφάνθηκαν πως «δεν υπήρχαν ενδείξεις συνωμοσίας» και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Όμως, βασικές σημειώσεις και άλλα έγγραφα από το ανακριτικό υλικό του Χίλινγκερ είχαν εξαφανιστεί ή είχαν υποστεί αλλοιώσεις, που τα καθιστούσαν δυσανάγνωστα και ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθούν από τον αντικαταστάτη του.
Και στην υπόθεση αυτή δεν υπήρξαν σοβαρές συνέπειες, αφού από τις ανακρίσεις προέκυψε «πως τα χρήματα κατατέθηκαν στο ταμείο του κόμματος από γνωστούς χρηματοδότες, κάτι που δεν αντίκειται στους κανόνες της νόμιμης χρηματοδότησης των κομμάτων και στις σχετικές διατάξεις του γερμανικού συντάγματος».
Παρανομία είπαν πως υπήρξε μόνο στην μη κανονική δήλωση των χρηματικών ποσών, γεγονός που μεταγενέστερα είχε ληφθεί υπόψη από το Συνταγματικό Δικαστήριο για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που καταλογίστηκε στο κόμμα για όλες, γενικά, τις παραβάσεις χρηματοδότησης.   
Στο τρίτο σκάνδαλο της παράνομης χρηματοδότησης του CDU από μη κατονομαζόμενες πηγές, ήταν αυτό που προκάλεσε τους μεγαλύτερους τριγμούς στη συνοχή του κόμματος, αλλά και επηρέασε την μελλοντική πολιτική εξέλιξη του δεύτερου, μετά τον Χέλμουτ Κολ, στελέχους στην κλίμακα της κομματικής ιεραρχίας, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλέ, ανοίγοντας το δρόμο στην Άνγκελα Μέρκελ.
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε όταν στις 4 του Νοέμβρη 1999 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον πρώην ταμία του CDU, τον Βάλτερ Κίεπ, με την κατηγορία της φοροδιαφυγής. Ο Κίεπ είχε παραλάβει το 1991 από τον έμπορο όπλων Κάρλχαϊντζ Σράιμπερ το ποσό του 1.300.000 μάρκων, ως δωρεά του γνωστού σιδηροβιομηχανικού συγκροτήματος Thyssen{iii} προς το CDU, αλλά κράτησε  και μοιράστηκε με άλλα δυο στελέχη του κόμματος το ένα εκατομμύριο. Σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο που αφορά στη χρηματοδότηση πολιτικών προσώπων ή κομμάτων, η κατάθεση χρηματικών δωρεών επιτρέπεται αν δηλωθεί κανονικά και δεν δημιουργηθεί πρόβλημα φοροδιαφυγής. Ο Κίεπ, σύμφωνα με το νόμο, δεν είχε ποινικές ευθύνες για τη δωροδοκία και για το ποσό που ενθυλάκωσε με σκοπό να παρέμβει στην κυβέρνηση για να «διευκολυνθούν» οι επιχειρηματικοί στόχοι της εταιρείας, αλλά για το λόγο πως για τα ποσά που κατακράτησε δεν πλήρωσε τον οφειλόμενο φόρο. Η πελατειακή συναλλαγή κράτους και μεγαλοεταιρειών σε όλο της το μεγαλείο, σε μια Γερμανία που αυτοδιαφημίζεται{iv} ως το πιο έντιμο κράτος του κόσμου. Είναι όμως αυτή η αλήθεια για την «έντιμη Γερμανία»;
Ανώτατο στέλεχος της «Διεθνούς Διαφάνειας» τόνισε πως  οι γερμανοί πολιτικοί ηγέτες χαρακτηρίζουν άλλες χώρες (π.χ. την Ελλάδα) ως διεφθαρμένες και ανέντιμες, ενώ αρνούνται να εφαρμόσουν στη χώρα τους το σύμφωνο του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς στις κρατικές υπηρεσίες και να αναμορφώσουν το ποινικό τους σύστημα για τις δωροδοκίες κατά τα διεθνή πρότυπα. Το σύμφωνο αυτό του ΟΗΕ  δεν το έχουν υπογράψει μόνον κάποιες χώρες της Αφρικής και της Ασίας (π.χ. Σουδάν, Βόρεια Κορέα κ.ά.).και η Γερμανία.
Ο καθηγητής του αυστριακού πανεπιστημίου «Λιντς» Φρίντριχ Σνάιντερ υπολόγισε πως η διαφθορά κοστίζει στη Γερμανία 250 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της χώρας αυξομειώνονται και οι «δωρεές με φακελάκι κάτω από το τραπέζι». Θα πρέπει να τονισθεί πως, η αλματώδης επέκταση της διαφθοράς σε όλες τις χώρες ευνοείται από την ανυπαρξία αυστηρής νομοθεσίας. Οι ποινές (όταν σπανίως επιβάλλονται) μοιάζουν με χάδι και ενθάρρυνση για «περισσότερο κλέψιμο». Η Γερμανία ανήκει στις πρωταθλήτριες χώρες αυτής της νομιμοποιημένης κλοπής και πελατειακής πρακτικής από κόμματα και βουλευτές. Είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει ενσωματώσει και επικυρώσει το σύμφωνο του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα.
Για τις γερμανικές, όμως, υποθέσεις διαφθοράς θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

i.-  Το μεγάλο αυτό γερμανικό βιομηχανικό συγκρότημα, σε υπόθεση που εκδικάστηκε το 1983 με κατηγορούμενο τον Καρλ Φλικ, είχε προβεί σε δωροδοκίες πολλών γερμανών πολιτικών  για να επιτύχει νομοθετικές ρυθμίσεις στο κοινοβούλιο, ώστε να μειωθεί η φορολογία στα προϊόντα του. Αργότερα, έλαβε και την αυστριακή υπηκοότητα για να μειώσει περισσότερο τα χρέη και τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Το 1986, η οικογένεια Φλικ πούλησε στη Deutsche Bank μεγάλο μέρος των περιουσιακών της στοιχείων που άγγιζε τα δυόμισι δισεκατομμύρια δολάρια. Υποστηρίχθηκε πως, δήθεν, και αυτό το ποσό «επενδύθηκε με τρόπο ιδιαίτερα επωφελή για την εθνική γερμανική οικονομία», ενώ η διαχείρισή του φαινόταν σκοτεινή και ύποπτη. Ο Φρεντερίκ, ο πατέρας του Καρλ Φλικ, είχε καταδικαστεί από το συμμαχικό δικαστήριο της Νυρεμβέργης σε φυλάκιση εφτά ετών ως εγκληματίας πολέμου, γιατί χρησιμοποιούσε, ως εργάτες, φυλακισμένους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μεταπολεμικά, σε λίγα χρόνια, απόκτησε και πάλι μεγάλη περιουσία ώστε να θεωρείται ένας από  τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.   
ii.-  Η Deutsche Bank, με τις ύποπτες και παράνομες διαδικασίες χρηματοδοτήσεων και τη συμμετοχή της σε χρηματιστηριακές συναλλαγές υψηλού κινδύνου (όπως π.χ. τα CDS, τα subprimes κλπ), κινδύνευσε με πτώχευση το Σεπτέμβρη του 2016, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ της επέβαλε το κολοσσιαίο πρόστιμο των 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων για παράνομες χρηματιστηριακές πρακτικές.
iii.- Ο Φριτς Τίσεν, γιος του Αύγουστου Τίσεν και κληρονόμος του μεγάλου γνωστού βιομηχανικού συγκροτήματος, υπήρξε ένθερμος οπαδός, χρηματοδότης και σημαίνον στέλεχος του ναζιστικού κόμματος. Διαφώνησε με την ηγεσία του κόμματος σε ακραία γεγονότα αντισημιτισμού, όπως για τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» και αναχώρησε για τη Γαλλία. Το φιλοναζιστικό καθεστώς του στρατάρχη Πεταίν τον παρέδωσε στους ναζί και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Ζαχσενχάουζεν. Η αρνητική αυτή στάση του στο θέμα των Εβραίων πιθανόν να οφείλεται και στη συνεργασία του με αμερικανικά κεφάλαια για την ίδρυση της τράπεζάς του, η οποία όμως χρηματοδότησε αφειδώς το ναζιστικό κόμμα και συντέλεσε στη δημιουργία και ισχυροποίηση των παρακρατικών «Ομάδων Εφόδου». Συνεργάστηκε και ίδρυσε στη Σιλεσία κοινή εταιρεία με το βιομηχανικό συγκρότημα Φλικ, στην οποία εργάζονταν κρατούμενοι σε καταναγκαστικά έργα από το Άουσβιτς. Θα πρέπει να σημειωθεί πως κρατούμενους χρησιμοποιούσε, επίσης, και η μεγαλύτερη χαλυβουργική εταιρεία της Γερμανίας, η «Κρούπ», της οποίας ο υπεύθυνος και φιλοναζιστής Άλφρεντ, γιος του Γκούσταβ Κρουπ, καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης σε αποζημιώσεις των θυμάτων και σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση, αλλά αποφυλακίστηκε ενωρίτερα με απόφαση της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης (προφανώς με παρέμβαση αμερικανών επιχειρηματιών) και ανέλαβε πάλι τη διαχείριση του βιομηχανικού συγκροτήματος. Μετά την ήττα της Γερμανίας, ο Φριτς Τίσεν αναγνώρισε την ευθύνη του και διέθεσε το 15% της περιουσίας του για την αποζημίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Αμέσως μετά τη λήξη του  πολέμου και την ήττα της Γερμανίας, ο Τίσεν έλαβε μέρος, στις 10 Αυγούστου 1944 στο Στρασβούργο, σε μια μυστική σύσκεψη των γερμανών μεγαλοβιομηχάνων. Σ’ αυτή τη σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν ο βαρόνος του άνθρακα Έμιλ Κίρντορφ, ο άρχοντας του χάλυβα Γκούσταβ Κρουπ (ο γιος του Άλφρεντ είχε συλληφθεί από τις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής), ο Γκεόργκ φον Σνίζτερ της εταιρείας «Φάρμπεν» και ο τραπεζίτης Κουρτ φον Σρέντερ, προσπάθησαν, αυτοί οι πλουσιότεροι άνθρωποι της ηττημένης Γερμανίας, να βρουν τον τρόπο της μελλοντικής διατήρησης του ίδιου οικονομικού καθεστώτος του ναζισμού, με τη συναίνεση, φυσικά, και των οικονομικών παραγόντων των Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων νικητών. Το Μάρτη του 1999 οι εταιρείες Τίσεν και Κρουπ συγχωνεύτηκαν στον πανίσχυρο σιδηροβιομηχανικό όμιλο «ThyssenKrupp AG».  
 iv.- Η διαφθορά στη χρηματοδότηση των γερμανικών κομμάτων αλλά και βουλευτών και υπουργών, είναι ένα γενικευμένο γεγονός που έχει τις ρίζες του στη σχετική νομοθεσία. Οι βουλευτές και οι υπουργοί έχουν το νόμιμο δικαίωμα να αμείβονται ως κρατικοί λειτουργοί, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρουν υπηρεσίες συμβούλου (λομπίστα) σε μια ιδιωτική εταιρεία και να λαμβάνουν κανονική δεύτερη αμοιβή ή δωρεές για την προεκλογική τους καμπάνια. Η πελατειακή διαφθορά σε όλο της το μεγαλείο!  Εφόσον δηλωθεί «η δωρεά» για φορολογικούς λόγους, κανένας δεν επεμβαίνει για να ελέγξει αν το ποσό διατέθηκε για τα έξοδα των εκλογών, επιπλέον των ποσών της κρατικής επιχορήγησης ή αν δαπανήθηκε για προσωπικές ανάγκες του πολιτικού (π.χ. ταξίδια αναψυχής, διασκεδάσεις κλπ). Όλες οι γνωστές οργανώσεις κατά της διαφθοράς (ΟΗΕ, Transparency International, Global Integrity, G.R.E.C.O. κλπ) προβαίνουν σε συνεχείς συστάσεις προς τις γερμανικές κυβερνήσεις για την τροποποίηση της νομοθεσίας στα πρότυπα της υφιστάμενης διεθνούς πρακτικής και δεοντολογίας.

 

 

 

 

 


 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Παρ. 05 Ιαν. 2018 - 10:15