Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και προτεσταντική ηθική

Για τις ευθύνες της Μέρκελ και του Σόιμπλε στα κομματικά σκάνδαλα του CDU, έχουμε εκτενέστερα αναφερθεί στα γεγονότα της περιόδου του Χέλμουτ Κολ και στο προηγούμενο άρθρο μας. Οι απόψεις και οι πράξεις των γερμανών ηγετών στα πλαίσια της ευρωπαϊκής τους πολιτικής, επηρεάστηκαν αναμφισβήτητα και από ιδεολογικούς συναισθηματισμούς που σχετίζονται με το οικογενειακό και ηθικοθρησκευτικό τους υπόβαθρο. Γι’ αυτό θεωρούμε πως η προσωπικότητα της Μέρκελ θα πρέπει να κριθεί σε συνάρτηση με τις ιδεολογικές και πολιτικοθρησκευτικές θέσεις του κόμματός της και των πολιτικών που διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις στην μετά τον Κολ κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.  
Μετά από έναν «Ευρωπαϊστή» καγκελάριο, στη γερμανική πολιτική κονίστρα εμφανίστηκαν ηγέτες ή υποψήφιοι ηγέτες, όπως ο Σρέντερ, ο Στόιμπερ, ο Σόιμπλε και η Μέρκελ, που πρότειναν ή ακολούθησαν όλοι τους (συντηρητικοί και σοσιαλιστές) την ίδια εθνικιστική πολιτική μέσα στα πλαίσια ενός αγκυλωμένου προτεσταντισμού. Αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο κυριαρχεί και στην  προσωπική και πολιτική ζωή της Άνγκελα Μέρκελ. Είναι, όπως ο προτεστάντης ιερέας (πάστορας) πατέρας της και η μάνα της, μια συντηρητική προτεστάντισσα, με τις ηθικές αρχές σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα στο επίπεδο που τις προσδιόρισε ο Μαξ Βέμπερ{i}, αναλύοντας, πριν από έναν περίπου αιώνα, την προτεσταντική ηθική σε θέματα διακυβέρνησης και κοινωνικής συμπεριφοράς (π.χ. για την εργασία ως καθήκον) μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Σε άλλα παλαιότερα άρθρα μου έχω εκθέσει αναλυτικά τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις του γερμανού κοινωνιολόγου για τον τρόπο σκέψης και ιδεολογικού προσανατολισμού ενός προτεστάντη ηγέτη. Στο παρόν άρθρο θα επισημάνουμε μόνο κάποια σημεία αυτής της προτεσταντικής ηθικής, ώστε να γίνουν ευκολότερα κατανοητές από τους αναγνώστες οι πολιτικές επιλογές της Άνγκελα Μέρκελ και του κομματικά παντοδύναμου Β. Σόιμπλε.   
Είναι δύσκολο για έναν Έλληνα να καταλάβει τους μηχανισμούς, με τους οποίους οι κομματικές ιδεολογίες εμπλέκονται με τις θρησκευτικές και καθοδηγούν τους πολιτικούς ηγέτες άλλων κρατών. Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός πως η επικρατούσα θρησκεία (Ορθοδοξία) έχει συνταγματική αναγνώριση και πολλοί «προοδευτικοί» αγωνίζονται για το διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, η θρησκευτική διδασκαλία δεν επιδρά στη διαμόρφωση των κομματικών προγραμμάτων και στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Αντίθετα, στη Γερμανία και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες, η πολιτική συμπεριφορά των ηγετών και η άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής στα κόμματα ήπιας ή ακραίας συντηρητικής ιδεολογίας, βασίζονται σε αρχές και ιδεολογικές κατευθύνσεις που κληροδοτήθηκαν από τις διδασκαλίες της προτεσταντικής ηθικής. Οι απόψεις του Λούθηρου ή του Καλβίνου σε θέματα π.χ. αντίληψης για το κράτος, την εργασία, την κερδοσκοπία ή για το χρέος και τη φερεγγυότητα ενός προσώπου κ.ά., αποτελούν τις βάσεις για την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.
Όσο κι’ αν φαίνεται παράξενο, απίστευτο και δυσνόητο, αυτή η κάπως αφανής νοοτροπία δεν διαφέρει από τη φανερή και δογματικά καθιερωμένη «σαρία» των Μουσουλμάνων η οποία, με την ισχύ θρησκευτικών κανόνων, θέτει ξεκάθαρους κανόνες πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Αλλά όμως και οι καταστατικοί κανόνες της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (του CDU) επιτάσσουν την εφαρμογή των αρχών της χριστιανικής δημοκρατίας, τονίζοντας με έμφαση τη «χριστιανική κατανόηση των ανθρώπων και την ευθύνη τους απέναντι στο Θεό». Φυσικά μια κατανόηση και μια ευθύνη, σύμφωνα με τις αρχές του προτεσταντισμού, οι οποίες όμως σε βασικά οικονομικά και κοινωνικά θέματα είναι τελείως διαφορετικές από τις αρχές άλλων θρησκειών ή δογμάτων, όπως είναι ο καθολικισμός, η ορθοδοξία, ο μουσουλμανισμός ή ο βουδισμός.
Αυτές οι διαφορές είναι η αιτία της έλλειψης αλληλοκατανόησης.  Όταν οι Γερμανοί, με τα δικά τους κριτήρια, κραυγάζουν πως «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες», από την άλλη πλευρά οι Έλληνες αντιτείνουν πως, οι κατήγοροί  τους «είναι άψυχες ρομποτικές μηχανές που γεννήθηκαν με μοναδικό προορισμό να δουλεύουν και να κοιμούνται». Ένα άλλο πιο απλό παράδειγμα. Στο πλαίσιο των φιλικών συναναστροφών οι Γερμανοί είναι πιστοί στην προτεσταντική  ρήση του Καλβίνου πως ο κάθε «πλησίον», ο συγγενής,  ο γείτονας, ο συγχωριανός ή ο φίλος «παίρνει μόνον ό,τι του οφείλεται και τα υπόλοιπα είναι έργο του θεού».  Πριν από λίγες δεκαετίες (τότε που ταξίδευα συχνότερα στη Γερμανία) είχαν τη συνήθεια να δίνουν ένα τσιγάρο σε φιλικό τους πρόσωπο  που είχε άδειο πακέτο (ακόμα και σε παιδικό φίλο) και να εισπράττουν κάποια εκατοστά του γερμανικού μάρκου, κάποια πφένιχ (σήμερα δεκάρες του ευρώ). Για τον Έλληνα τέτοια ή παρόμοια «επαίσχυντη μικροείσπραξη» θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες πράξεις φιλαργυρίας, παλιανθρωπιάς και ατιμίας.
Θα ήταν προτιμότερο, όσο φτωχός κι’ είναι ένας Έλληνας, να τον φτύσεις στο πρόσωπο, παρά να τον αναγκάσεις να πληρωθεί για το αντίτιμο ενός τσιγάρου ή μικρής αξίας τροφίμων κλπ που έδωσε σε φίλους ή σε άγνωστο που το έχει ανάγκη. Είναι το παραδοσιακό «φιλότιμο», μια έννοια που έχει τις ρίζες της στην ελληνική αρχαιότητα και ο Γερμανός ή κάποιος άλλος Ευρωπαίος δεν μπορεί να την κατανοήσει διότι δεν υπάρχει παρόμοια λέξη στις άλλες γλώσσες του κόσμου. Τέτοιες απλές διαφορές στη νοοτροπία, δημιουργούν χάσματα στην αλληλοκατανόηση, όταν η μια πλευρά (π.χ. οι συντάκτες της «Bild») πιστεύουν στο αλάνθαστο της δικής του άποψης ή ιδεολογίας.
Η Άνγκελα Μέρκελ, όπως και άλλοι προτεστάντες ηγέτες, είναι άτεγκτη κι’ ασυμβίβαστη σε θέματα αρχών και συγκεκριμένης πολιτικής συμπεριφοράς. Όπως είπε κάποτε ο γνωστός της Γκίντερ Κράουζε, ο πρώην υπουργός μεταφορών με καταγωγή από την Ανατολική Γερμανία ο οποίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω σκανδάλων (αληθινών ή κατασκευασμένων), η Μέρκελ ενεργεί με τέτοιο τρόπο που, «είτε είσαι μαζί της είτε στην απέναντι πλευρά, αν στρέψεις την πλάτη σου θα φας οπωσδήποτε κλοτσιά». Αυτή η σκληρή πρακτική της «λογικής ηθικής» (από τις διδασκαλίες του Λούθηρου και του Καλβίνου), που κυριαρχεί στις απόψεις των ηγετών κρατών που εφαρμόζουν αυτούς τους κανόνες, είναι απλή και κατανοητή. Όπως προαναφέραμε, στους «άλλους» εξοφλούμε μόνον ό,τι τους οφείλουμε, από πλευράς άυλων ή υλικών αγαθών. Όλα τα άλλα είναι «έργα του θεού». Η αλληλεγγύη, η καλοσύνη, ο οίκτος, η συμπόνια και γενικά τα ευγενικά ανθρώπινα συναισθήματα και το «καθήκον της αγάπης προς τον συνάνθρωπο», ολοκληρώνονται με την εκτέλεση των εντολών του θεού. Συνεπώς είναι, σύμφωνα με την καλβινιστική ηθική και την πίστη για την «αιώνια σωτηρία», έννοιες ασυμβίβαστες με τη λογική, γιατί «ο ανθρωπισμός, κατά κάποιο τρόπο, έπαψε να υφίσταται, έχει πεθάνει στην ανθρώπινη κοινωνία». Για όλα αυτά φροντίζει ο Θεός.
Αυτή είναι μια βασική διαφορά σκέψης των ευρωπαϊκών λαών με θρησκευτικά βιώματα από την ορθοδοξία ή τον καθολικισμό (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία κλπ) σε σύγκριση με τους γερμανόφωνους προτεσταντικούς λαούς. Γι’ αυτό εμείς θεωρούμε πως αυτοί «είναι αδίστακτοι και μας μισούν», ενώ εκείνοι, με ήσυχη τη συνείδηση, πιστεύουν πως «κάνουν το καθήκον τους με χριστιανική κατανόηση», όπως ορίζει με σαφήνεια ο καταστατικός χάρτης του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU). Η Άνγκελα Μέρκελ, για παράδειγμα, πιστή σ’ αυτές τις αρχές «εξόφλησε το οφειλόμενο χρέος» προς τον άλλοτε προστάτη της στην Ανατολική Γερμανία, τον Λόταρ ντε Μεζιέρ (στο πρόσωπο του ξαδέρφου του Τόμας ντε Μεζιέρ). Η «οφειλή» προς τον άλλον προστάτη της, τον Χέλμουτ Κολ, είχε περιορισμένα όρια, αφού κάποια στιγμή έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην ευγνωμοσύνη προς αυτόν και στο «υπέρτατο καθήκον» προς το κόμμα και την πατρίδα. Σ’ αυτό το δίλημμα η προτεσταντική λογική έχει ξεκάθαρες απαντήσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν συναισθηματικές συγκρούσεις.
Όπως το απέδειξε η ναζιστική διακυβέρνηση με την ενοποίηση των προτεσταντών (Λουθηρανών και Καλβινιστών) στο EKD{ii} και την αλληλοσυμπλήρωση της διδασκαλίας τους, το καθήκον είναι η ιερή και απαράγραπτη θεϊκή επιταγή, μια υποχρέωση που επιβάλλει τη λήψη σκληρών αλλά και ρεαλιστικών αποφάσεων για την ορθολογικότερη διακυβέρνηση ενός λαού. Μια τέτοια θεώρηση της έννοιας του καθήκοντος, οδηγεί και σε σκέψεις ή πράξεις σκληρότητας και απανθρωπιάς. Με τέτοια απόλυτη ερμηνεία της έννοιας και της εκτέλεσης του καθήκοντος, ένας Γερμανός θα πρέπει να είναι ικανός (όπως «ολοκλήρωσε» την έννοια του καθήκοντος ο ναζισμός) να σκοτώσει και ένα αγέννητο παιδί μέσα στην κοιλιά της μάνας του. Σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν, για τους «άριστους των πολιτών» συναισθηματικά διλήμματα, όπως δεν είχαν και οι «έντιμοι πολίτες» του Ansbach, της γενέτειρας του  φοιτητή  Ρόμπερτ Λίμπερτ που, όπως ήδη αναφέραμε σε προγενέστερο άρθρο μας, αυτοβούλως έτρεξαν και ξαναέπιασαν το μελλοθάνατο νέο για να τον απαγχονίσουν οι διώκτες του τέσσερις ώρες πριν καταλάβουν την πόλη οι Αμερικάνοι. Με μια ουσιώδη λεπτομέρεια: Ο Λίμπερτ ήταν φοιτητής θεολογίας της καθολικής εκκλησίας (η οποία τον ενέταξε ως μάρτυρα της πίστης στο «μαρτυρολόγιο» του 20ου αιώνα), ενώ η πλειονότητα των κατοίκων του Ansbach είναι προτεστάντες.
 Όπως βλέπουμε, ο ναζισμός δεν κατάφερε να επιβάλλει την «ιδεολογία των θηρίων» σε όλους γενικά τους Γερμανούς, αφού η γερμανική καθολική εκκλησία (όπως και η Ελληνορθόθοξη) ερμηνεύει διαφορετικά τις ανθρώπινες και κοινωνικές αξίες, σε σύγκριση με την επικρατούσα προτεσταντική και τις πολυπληθείς παραφυάδες της. Θα πρέπει όμως να μην πέσουμε στην ολοκληρωτική ιδεολογική παγίδα, στην οποία και σήμερα οδηγούν το γερμανικό λαό τα γερμανικά ΜΜΕ και η ηγεσία του. Προσπαθούν να κερδίσουν, με την εθνικιστική ισχύ ενός συγκαλυμμένου οικονομικού πολέμου, αυτά που έχασαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους.  Όλοι οι προτεστάντες δεν είναι «θηρία» και ούτε όλοι οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι είναι «άγιοι». Οι γενικευμένοι χαρακτηρισμοί όπως π.χ. όλοι οι Έλληνες είναι αφερέγγυοι και απατεώνες που έχουν χρέη ή πως όλοι οι Γερμανοί είναι εγκληματίες και ναζιστές, είναι μια εθνικοσοσιαλιστική πρακτική που την εφαρμόζουν και σήμερα ορισμένα γερμανικά ΜΜΕ, όπως η «Bild», η «Die Welt», το «Focus» κ.ά. έντυπα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i.- Ο Μαξ Βέμπερ υπήρξε ένας διαπρεπής οικονομολόγος και κοινωνιολόγος και δίκαια θεωρείται, μετά τον Εμίλ Ντιρκέμ, ο δεύτερος πατέρας και θεμελιωτής της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Το έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» (Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus), γράφτηκε σε δυο άρθρα το 1904 και 1905 που δημοσιεύτηκαν ενιαία και ολοκληρωμένα το 1907. Ο καπιταλισμός της εποχής του ήταν διαφορετικός από τον σημερινό νεοφιλελεύθερο των χρηματιστών και των τραπεζιτών της καζινοαγοράς και της ασύδοτης κερδοσκοπίας.  
Παρά ταύτα, το έργο έχει την ίδια αξία όπως πριν από εκατόν δέκα χρόνια, διότι προβαίνει σε μια εκπληκτική ανάλυση της αμετάβλητης ηθικής και των επιδράσεων του προτεσταντισμού στη λειτουργία ενός καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο, σήμερα, είναι διαρθρωμένο μέσα σε μια παγκόσμια αγορά που κινείται με όρους απάτης και αρρωστημένης μανίας για εύκολο κέρδος.  Αυτή η διαφορά διακρίνεται και στην εισαγωγή του βιβλίου του όταν τονίζει πως «η αχαλίνωτη βουλιμία για κέρδος δεν ταυτίζεται καθόλου με τον καπιταλισμό, αλλά και πολύ περισσότερο (δεν ταυτίζεται) με το πνεύμα του». Ο ίδιος είναι εθνικιστής και προτεστάντης, αλλά προβαίνει σε μια αμερόληπτη ανάλυση των θρησκευτικών στοιχείων του προτεσταντισμού και της ηθικής του καπιταισμού.
ii.- Η Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας (Evangelische Kirche in Deutschland-EKD) στην οποία αναφερθήκαμε εν συντομία στο προηγούμενο άρθρο μας για τον Β. Σόιμπλε, είναι μια χριστιανική οργάνωση, η οποία ιδρύθηκε αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (το 1945) και περιλαμβάνει 20 περιφερειακές αυτόνομες προτεσταντικές εκκλησίες. Στην ουσία αποτελεί τη συνέχεια της «Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας-DEK» η οποία δημιουργήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς το Φεβρουάριο του 1933, αλλά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας άλλαξε μεταπολεμικά η σειρά των λέξεων και των ακρωνυμίων, μεταφέροντας το «D» από την αρχή στο τέλος του συντομευμένου τίτλου. Με τη δημιουργία της DEK το χιτλερικό καθεστώς αναγέννησε, με αρχική μήτρα την εθνικιστική εκκλησιαστική οργάνωση των «Γερμανών Χριστιανών» (Deutsche Christen) του 1930, την Προτεσταντική Εκκλησία του Ράιχ, με πρώτο αρχιεπίσκοπο το στρατιωτικό εφημέριο Λούντβιχ Μίλερ. Με τον τρόπο αυτό αναμόρφωσε τις θεωρητικές βάσεις του χριστιανισμού, με σκοπό να διαχωρίσει τις ιουδαϊκές επιρροές της Παλιάς Διαθήκης από τη διδασκαλία του Χριστού, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και τη διδασκαλία του Λούθηρου.         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 23 Ιαν. 2018 - 10:08