Οι Ελληνικές ρίζες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού

Υπάρχει μια γενικευμένη αλλά λανθασμένη άποψη ως προς τον χρονικό εντοπισμό της επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στην ανερχόμενη πολιτική και στρατιωτική δύναμη της Ρώμης και από αυτή, μεταγενέστερα, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλοί θεωρούν πως, αυτή η πολιτιστική επίδραση άρχισε, γιγαντώθηκε και θεμελιώθηκε, όταν οι Ρωμαίοι πέρασαν για πρώτη φορά με τις λεγεώνες τους στα εδάφη, κυρίως, της Νότιας Ελλάδας, κατά τον 2ο Μακεδονικό Πόλεμο (200-197 π.Χ.). Εντούτοις, τα ιστορικά δεδομένα αποδεικνύουν πως αυτές οι πολιτιστικές επιρροές εμφανίστηκαν ενωρίτερα και ενδεχομένως πριν από τον 8ο ή 7ο π.Χ. αιώνα, όταν οι έλληνες άποικοι ήρθαν σε εξακριβωμένη από γραπτές ιστορικές πηγές επαφή με τις εντόπιες φυλές  των ακτών της Δυτικής Μεσογείου. Οι «απόδημοι Έλληνες» εκείνης της εποχής, ήταν οι φορείς της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού στη Δύση, αν και οι αιώνες σκοταδισμού και αμάθειας που επικράτησαν αργότερα και ως την Αναγέννηση, σκέπασαν με μια στάχτη λήθης τα απαράμιλλα επιτεύγματα αυτού του πολιτισμού.
Πληροφορίες, βασισμένες σε θρύλους και σε μυθολογικές αφηγήσεις για την άγνωστη προϊστορία της Ρώμης, μας δίνουν κυρίως δυο ιστορικοί της αρχαιότητας που, και οι δύο, έζησαν στο δεύτερο μισό του 1ου π.Χ και στις αρχές του 1ου μ.Χ αιώνα. Πρόκειται για το Ρωμαίο Τίτο Λίβιο και τον Έλληνα Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα. Όμως, το έργο τους διακρίνεται από μια προσπάθεια να εξυμνήσουν το μεγαλείο και τη δύναμη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προσαρμόζοντας τους μύθους και τις παραδόσεις σε μια «εθνικιστική» ρητορική. Ο ίδιος ο Τίτος Λίβιος, στο πρώτο βιβλίο του ιστορικού έργου του «Ab  Urbe Condita Libri», το οποίο καλύπτει την περίοδο των πανάρχαιων θρύλων πριν από την επιβεβαιωμένη ιστορικά ίδρυση της Ρώμης το 753 π.Χ., γράφει πως ούτε μπορεί να επιβεβαιώσει αλλά ούτε και να διαψεύσει τα όσα θα γράψει στη συνέχεια. Τα γεγονότα, γράφει, που προηγήθηκαν από την ίδρυση της Ρώμης παρουσιάζονται ωραιοποιημένα από τους ποιητές (ένα είδος τροβαδούρων εκείνης της εποχής) και δεν βασίζονται σε επιβεβαιωμένες, ιστορικά, πληροφορίες. Όμως, τα ανασκαφικά ευρήματα αυτής της περιόδου, κυρίως σε περιοχές των Ετρούσκων, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη συσχέτιση κάποιων θρύλων με την πραγματικότητα. Και αυτή η συσχέτιση αποδεικνύει περίτρανα τις επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού στις διάφορες φυλές της ιταλικής χερσονήσου, πριν από την ανάδειξη της Ρώμης ως κοιτίδας μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας. Αυτή η σταδιακή αφομοίωση του ελληνικού πολιτισμού πρώτα από τους Ετρούσκους και μετά από τους Ρωμαίους και η, κατά κάποιον τρόπο, ταύτισή του από τους μεταγενέστερους σε έναν ενιαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, φαίνεται ευδιάκριτα στο Μουσείο του Λούβρου όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα εντάσσονται σε ένα κοινό τμήμα των ελληνικών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων (département des antiquités grecques, étrusques et romaines).
 Ίσως πριν από πολλούς αιώνες οι Ετρούσκοι, οι κάτοικοι της Ετρουρίας ή Τυρρηνίας θα έπρεπε μάλλον να είχαν πολιτιστικές σχέσεις με τις αρχαίες πρωτοελληνικές φυλές. Ήταν μια χώρα που εκτεινόταν στη βορειοδυτική πλευρά της σημερινής Ιταλίας και το σύνορό της προς το Νότο, με το Λάτιο, ήταν ο ποταμός Τίβερης. Πολλοί γλωσσολόγοι επισημαίνουν τις ομοιότητες της ετρουσκικής με την ετεοκυπριακή αλλά προπαντός με την ετεοκρητική, τη λεγόμενη γνήσια κρητική γλώσσα (την οποία συνδέουν με τη μινωική), όχι μόνο για τη γλωσσική τους ομοιότητα αλλά και από πλευράς της βουστροφηδόν γραφής (εναλλάξ από αριστερά προς τα δεξιά και αντίστροφα). Πιθανόν, αρκετά πριν από τον 8ο π. Χ. αιώνα, φαίνεται πως αυτές οι σχέσεις έγιναν πιο στενές και επηρέασαν έντονα τις θρησκευτικές δοξασίες των Ετρούσκων, με τη σταδιακή αποδοχή των ελληνικών θεών του Ολύμπου και την ταυτόχρονη λατρεία τους με τους τοπικούς τους θεούς. Αργότερα και οι ελληνικές αποικίες στη Νότια Ιταλία και Σικελία, οι γνωστές στην αρχαιότητα ως «Μεγάλη Ελλάδα», συντέλεσαν και ενδυνάμωσαν αναμφισβήτητα στην περαιτέρω διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, όταν ήρθαν σε επαφή με τις πολλές φυλές που ήταν διασπαρμένες στην ιταλική χερσόνησο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, κορινθιακής κυρίως τέχνης, που βρέθηκαν στην Ετρουρία, μπορούν να θεωρηθούν ως ακόμα πιο ασφαλή τεκμήρια που επαληθεύουν τα κείμενα του Τίτου Λίβιου και του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα, για την ύπαρξη του Δημάρατου του Κορίνθιου και τη συμβολή του γιου του και του εγγονού του στην ανάδειξη της Ρώμης ως παγκόσμιας δύναμης. Τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία ενσωματώθηκαν στους εντόπιους πολιτιστικούς θεσμούς της ανερχόμενης πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά Ρώμης, κυρίως από τους  ετρούσκους βασιλιάδες της. Ποιός όμως ήταν ο Δημάρατος Βακχιάδης;
Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς μας δίνει σαφέστερες και λεπτομερέστερες πληροφορίες από το Τίτο Λίβιο γι’ αυτόν τον διακεκριμένο Κορίνθιο από τη μεγάλη πολιτική οικογένεια των Βακχιαδών. Το 656 π.Χ. ο Κύψελος, από την άλλη ισχυρή πολιτική οικογένεια των Πεισιστρατιδών, κατέλαβε την εξουσία και ανακηρύχθηκε τύραννος. Ο Δημάρατος, με μια πολυπληθή ακολουθία πιστών οπαδών του, εγκατέλειψε εσπευσμένα την πόλη για να γλιτώσει από τις άγριες σφαγές που ο νέος άρχοντας της πόλης είχε διατάξει για να εξολοθρεύσει τους πολιτικούς του αντιπάλους από την οικογένεια των Βακχιαδών. Οι φυγάδες έφτασαν αρχικά στα νησιά Πιθηκούσσες, κοντά στη σημερινή Νάπολη, στα οποία κατοικούσαν έλληνες άποικοι. Η υποδοχή δεν ήταν και τόσο φιλική, με δεδομένες τις εχθρότητες και τα μίση ανάμεσα στους Ίωνες των Πιθηκουσσών και των Κορίνθιων Δωριέων. Ο Δημάρατος κατευθύνθηκε προς βορρά για να καταλήξει στη Γκραβίσκα. Ήταν το επίνειο της Ταρκυνίας, της μεγαλύτερης πόλης των Ετρούσκων, όπου υπήρχε και μια μεγάλη παροικία Ελλήνων η οποία ενισχύθηκε σημαντικά από την άφιξη των Κορινθίων. Στη Γκραβίσκα (στο σημερινό Πόρτο Κλεμεντίνο) τα ανασκαφικά ευρήματα αποκαλύπτουν μια εκπληκτική σε σύμπνοια σύμμειξη της ελληνικής και ετρουσκικής κουλτούρας. Ως τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα βλέπουμε δίπλα στα ιερά της Ήρας, του Απόλλωνα, της Αφροδίτης ή της Δήμητρας και άλλων θεών των Ελλήνων, να υπάρχουν και τα ιερά των τοπικών θεών, όπως  του Ιανού, του προστάτη των κοπαδιών Φάουνους, της Βέστα, του Σατούρνου, ο οποίος αργότερα ταυτίστηκε με τον ελληνικό Κρόνο κ.ά., οι οποίοι εξομοιώθηκαν λατρευτικά με τους θεούς του Ολύμπου.
Στα μεταγενέστερα χρόνια και μετά την ενδυνάμωση της Ρώμης με την αφομοίωση των γειτονικών φυλών από τους Λατίνους, άρχισε να αναπτύσσεται ένα «εθνικιστικό και μιλιταριστικό πνεύμα». Μετά την εκδίωξη από τη Ρώμη του τελευταίου βασιλιά της, του ετρούσκου Ταρκύνιου του Υπερήφανου, ο οποίος θεωρείται εγγονός του Δημάρατου και την ανάληψη της εξουσίας από τους Πατρίκιους, μοναδικός στόχος της νέας ανερχόμενης δύναμης στην ιταλική χερσόνησο ήταν η υποταγή όλων των τοπικών φυλών και των Ελλήνων της «Μεγάλης Ελλάδας» (όπως ονομάζονταν τότε οι ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας) σε μια ενιαία λατινική κρατική οντότητα. Ως το 2ο π.Χ. αιώνα εξαφανίστηκαν από τη Γκραβίσκα όλα τα ελληνικά λατρευτικά ιερά κτίσματα και συνεπώς μαζί τους κάθε ελληνική παρουσία. Άλλωστε, την περίοδο εκείνη και μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο και την ήττα του Περσέα στην Πύδνα, η Μακεδονία είχε υποταχθεί στους Ρωμαίους, ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα και μετά την καταστροφή της Κορίνθου, το 146 π.Χ. από το στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο, όλη η Ελλάδα προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Έλληνες πλήρωσαν πολύ ακριβά το χιμαιρικό τους όνειρο και την ευπιστία τους στη ρωμαϊκή υπόσχεση για την παντοτινή προστασία της αυτονομίας και ελευθερίας των αδύναμων πόλεων/κρατών από τις ελληνικές «Μεγάλες Δυνάμεις» εκείνης της εποχής (την Αθήνα, τη Σπάρτη και προπαντός την ισχυρή Μακεδονία). Αντί, όπως οι Ρωμαίοι, να δημιουργήσουν ένα πανίσχυρο και ενιαίο ομοσπονδιακό ελληνικό κράτος, με βάση τις διακηρύξεις της «Πανελλήνιας Ιδέας» για ομόνοια και συνένωση όλων των Ελλήνων, προτίμησαν να αναζητήσουν έναν ξένο «προστάτη» που διαλαλούσε το φιλελληνισμό του και τις ανύπαρκτες μακραίωνες ρίζες της ελληνικής του καταγωγής. Αν όμως πραγματοποιούνταν μια τέτοια πανελλήνια ένωση, ήταν βέβαιο πως θα άλλαζε αποφασιστικά την πορεία της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας.
Όταν ο Δημάρατος με τους συντρόφους του έφθασε στη Γκραβίσκα, πολύ γρήγορα η άρχουσα τάξη των Ετρούσκων τον αποδέχτηκε στους κόλπους της ως διακεκριμένο μέλος μιας μεγάλης ελληνικής οικογένειας. Φαίνεται πως παντρεύτηκε κάποια γυναίκα από μεγάλη ετρουσκική γενιά, αλλά ως αλλοδαπός δεν είχε το δικαίωμα να καταλάβει δημόσια αξιώματα. Απόκτησε δυο παιδιά από τα οποία το μικρότερο, ο Λυκόμων, παντρεύτηκε τη φιλόδοξη και πανέξυπνη ετρούσκα Τανακίλ, η οποία τον υπεραγαπούσε και τον παρότρυνε να φύγουν μαζί για τη Ρώμη, ώστε να μπορέσει να αναδείξει τις πολιτικές του ικανότητες. Την περίοδο εκείνη είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η σιωπηρή διαδικασία για την ειρηνική εξομάλυνση των διαφορών και την ανάπτυξη συμμαχιών και ενιαίων δράσεων ανάμεσα στις δυο κυριότερες φυλές γύρω από τη Ρώμη (τους Λατίνους και τους Ετρούσκους).  Δεν υπήρχαν πλέον πολιτικοί αποκλεισμοί για τους ικανούς αυτών των φυλών και η πόλη των Λατίνων, η οποία είχε ιδρυθεί έναν περίπου αιώνα πριν από την άφιξη του Δημάρατου στην Ετρουρία και της δόθηκε τιμητικά το όνομα του ιδρυτή και πρώτου βασιλιά της, του Ρωμύλου, έγινε η κυψέλη  δημιουργίας μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας, στην οποία σε λίγους αιώνες θα υποτάσσονταν όλες οι τότε γνωστές χώρες της Ευρώπης, της Ανατολικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.  Σ’ αυτή τη σφύζουσα από δημιουργικότητα και ορμή πόλη έφτασε ο Λυκόμων με τη γυναίκα του, με τη φιλοδοξία να αναδειχθεί σε σημαντική πολιτική ή στρατιωτική προσωπικότητα. Η πρώτη του φροντίδα, πριν από την άφιξη στη Ρώμη, ήταν η αλλαγή του ονόματός του ώστε να μπορέσει να γίνει αποδεκτός από τη λατινοκρατούμενη κάστα της κρατικής εξουσίας. Μετονομάστηκε σε Λούκιο (Λεύκιο) Ταρκύνιο Πρίσκους (Lucius Tarquinius Priscus), ένα επώνυμο που στα λατινικά υποδήλωνε τη σεμνότητα και μετριοφροσύνη και κατάφερε να τοποθετηθεί σε εμπιστευτική θέση του στενού περιβάλλοντος του τέταρτου βασιλιά της Ρώμης, του Άνκους Μάρκιου. Όταν πέθανε ο Λατίνος βασιλιάς, αντί η εξουσία να μεταβιβασθεί σε ένα από τα δυο παιδιά του, ο λαός με εξέγερση και μαζικές συγκεντρώσεις ανακήρυξε ως πέμπτο βασιλιά της Ρώμης τον Ταρκύνιο. Με τη συμμετοχή του, ως συμβούλου, σε βασικές θεσμικές δομές του κράτους των Λατίνων κατόρθωσε, αν και Ετρούσκος, να γίνει αγαπητός στις ευρείες λαϊκές μάζες της Ρώμης και να καταστεί ο γενάρχης της δυναστείας των ετρούσκων βασιλέων της. Και αυτός, ως Ταρκύνιος ο πρεσβύτερος, αλλά και ο γαμβρός του Σέρβιος Τούλιος και ο γιος του ο Λούκιος (Λεύκιος) Ταρκύνιος Σουπέρμπους (Lucius Tarquinius Superbus), υπήρξαν ικανοί ηγέτες οι οποίοι παγίωσαν τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία στην τοπική κουλτούρα και συντέλεσαν στην ανάδειξη του μεγαλείου της Ρώμης. Παράλληλα πολέμησαν τους Σαβίνους που επιδίωκαν να καταστούν ηγεμόνες της πόλης, σε μια μακρόχρονη διελκυστίνδα πολεμικών συγκρούσεων και φιλικών διακανονισμών με του Λατίνους, από την εποχή ακόμα του βασιλιά Ρωμύλου και τη γνωστή περιπέτεια της αρπαγής των Σαβίνων γυναικών κατά τη διάρκεια μιας συμφιλιωτικής συνάντησης και κοινής γιορτής των δυο γειτονικών φυλών που βρίσκονταν στις δυο όχθες του ποταμού Τίβερη.
Ο Ταρκύνιος ο πρεσβύτερος υπήρξε θύμα άγριας δολοφονίας από δυο εκτελεστές που ενήργησαν κατ’ εντολή των γιων του προηγούμενου βασιλιά, του Άνκους Μάρκιου. Η Τανακίλ, η γυναίκα του Ταρκύνιου του πρεσβύτερου, διέδωσε πως δήθεν ο βασιλιάς ζούσε και πως είχε ένα επιπόλαιο τραύμα και αφού εξουδετέρωσε τη συνωμοσία ανακήρυξε έκτο βασιλιά της Ρώμης το γαμβρό της και άνδρα της κόρης της Ταρκυνίας, τον Σέρβιο Τούλιο, διότι ο γιος της ο Ταρκύνιος ήταν ανήλικος. Μετά από σαράντα χρόνια επιτυχημένης βασιλείας, ο Σ. Τούλιος δολοφονήθηκε από την κόρη του και το γαμπρό του Λεύκιο Ταρκύνιο, το γιό του Ταρκίνιου Πρίσκου και της Τανακίλ. Αυτός ήταν ο τελευταίος εστεμμένος απόγονος του Κορίνθιου Δημάρατου Βακχιάδη, ο οποίος υπήρξε ο έβδομος και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης και έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος.
Μετά τον τελευταίο Ταρκύνιο η πολιτική και στρατιωτική εξουσία της Ρώμης πέρασε στα χέρια υπάτων, στρατηγών και νομιμοποιημένων (τις περισσότερες φορές) από τη Σύγκλητο δικτατόρων. Η Ρώμη γιγαντώθηκε μετά, κυρίως, την υποταγή και των σκληροτράχηλων Σαμνιτών στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής και Νότιας Ιταλίας (στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Απουλίας και ως τις ακτές της Αδριατικής). Με τους Σαμνιτικούς Πολέμους που χρονικά ξεπέρασαν τον μισό αιώνα, οι Ρωμαίοι κατάκτησαν και την τελευταία περιοχή της ιταλικής χερσονήσου, όπου είχαν πολιτιστικά μεγαλουργήσει και οι πόλεις της «Μεγάλης Ελλάδας». Ήταν τότε, στην περίοδο της επέκτασης του ρωμαϊκού κράτους προς το Νότο, που ένας ρωμαίος στρατιώτης σκότωσε με το ξίφος του, στη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών, τον μεγάλο Έλληνα μαθηματικό, μηχανικό και εφευρέτη Αρχιμήδη. Ίχνη από τον μεγάλο ελληνικό πολιτισμό αυτής της περιοχής εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στην περιοχή της Γκρετσία Σαλεντίνα (Grecia Salentina), οι κάτοικοι της οποίας ομιλούν μια ιδιότυπη αρχαία ελληνική διάλεκτο, τη γνωστή ως γκρεκάνικη διάλεκτο.
Μετά την ολοκλήρωση της κυριαρχίας τους στην ιταλική χερσόνησο και την καταστροφή της Καρχηδόνας, οι ρωμαϊκοί στόχοι στράφηκαν προς τα ανατολικά, προς την Ελλάδα. Τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία που οι Ετρούσκοι και αργότερα οι έλληνες άποικοι της Νότιας Ιταλίας μεταλαμπάδευσαν στην πανίσχυρη πλέον Ρώμη, αποτέλεσαν χρήσιμα εργαλεία του προπαγανδιστικού της μηχανισμού για την ευκολότερη κατάκτηση της Ελλάδας. Κάποιοι Ρωμαίοι αυτής της εποχής πίστευαν πραγματικά πως ήταν κι’ αυτοί «εκ φύσεως» (από καταγωγή) Έλληνες. Ο ποιητής και εκατόνταρχος Έννιο Κόιντος, ο οποίος γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη ανάμεσα στον Τάραντα και το Μπρίντιζι, είχε από μικρός την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας αλλά και της Ελλάδας, όταν ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού έλαβε μέρος στις μάχες, στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, εναντίον των Αιτωλών και του Αντίοχου Γ’ στις Θερμοπύλες και στη Μαγνησία. Αργότερα, διάσημος πλέον στην εποχή του από το αξιόλογο ποιητικό του έργο, έγραψε πως «πριν υπάρξει, πριν νιώσει Λατίνος, αισθανόταν πως ήταν Έλληνας»  (prima di essere Latino, mi sento di essere Greco). Όμως, οι πολιτικές σκοπιμότητες και οι απώτερες επιδιώξεις των ρωμαίων ηγετών δεν είχαν ως υπόβαθρο πολιτιστικούς συναισθηματισμούς σαν του Έννιο Κόιντου. Πρόβαλαν την «ελληνικότητα των Ρωμαίων» μαζί με έναν υπερβάλλοντα εθνικισμό και μιλιταρισμό, για να επιτύχουν τους ευρύτερους στόχους τους που ήταν η διαίρεση του ελληνισμού. Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί του Τίτου Λίβιου στο 9ο βιβλίο της ιστορίας του για τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες, με ταυτόχρονη υμνολογία για τους υποδουλωμένους πλέον «Νότιους Έλληνες», φανερώνει την άριστα σχεδιασμένη επεκτατική εξωτερική πολιτική της Ρώμης για την ευκολότερη υποταγή των αντιπάλων της.
Οι Ρωμαίοι δεν δημιούργησαν τυχαία μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Ο σχεδιασμός των ενεργειών τους ήταν μεγαλοφυής και ο υπαρξιακός ρεαλισμός τους άγγιζε τα όρια του κυνισμού. Γνώριζαν πως δεν θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον τότε γνωστό κόσμο με θεωρητικές υποθέσεις και ιδεολογήματα, αλλά με τη δύναμη των όπλων και τη δημιουργία ενός συνεκτικού κρίκου ανάμεσα σε διαφορετικές εθνότητες, ένα είδος «εθνικής συνείδησης», καθιερώνοντας τον τιμητικό αλλά και επωφελή για τους υποδουλωμένους λαούς θεσμό του ρωμαίου πολίτη. Το πολιτικοκοινωνικό τους αξίωμα «primum vivere, deinde philosophari» αντικατοπτρίζει αυτόν το ρεαλισμό, αφού ξεκαθαρίζει πως πριν αφεθούμε σε ιδεολογήματα και στείρες φιλοσοφίες, θα πρέπει πρώτα να ενδιαφερθούμε για τις υλικές μας ανάγκες αλλά και τις εμπειρίες που μας προσφέρει η ζωή. Τα προαναφερόμενα όμως θέματα χρήζουν μιας ειδικότερης ανάλυσης και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να διερευνηθούν στα πλαίσια αυτού του άρθρου.

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 25 Ιουλ. 2017 - 10:45