Η Ρώμη και οι διχόνοιες των Ελλήνων

Σε μια εποχή που ο καταναλωτισμός και ο υλιστικός τρόπος σκέψης θυμίζει τις χιμαιρικές μαρξιστικές και διεθνιστικές απόψεις για την ιδανική κοινωνία, αλλά με αντίστροφα δεδομένα και διαφορετικούς νέους στόχους στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, το να αναφέρεται κάποιος σε μακρινά ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τον ελληνισμό και τον τότε γνωστό κόσμο, αποτελεί ίσως για τις νεότερες γενιές που θεοποίησαν «το χρήμα», ένα είδος αφελούς εμμονής στο παρελθόν. Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται, είτε για να δώσει ηχηρά χτυπήματα σε όσους αγνόησαν τα μηνύματά της, είτε ως φάρσα με τραγικές κάποιες φορές συνέπειες. Θεωρώ συνεπώς αυτό, όπως και άλλα παρόμοια κείμενα που αναφέρονται στο ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού, ως πικρά και άγνωστα στους πολλούς μαθήματα ελληνικής ιστορίας. Είναι παθήματα και μαθήματα που αγνοήθηκαν επιδεικτικά για δεκάδες χρόνια από την πολιτική και προπαντός την πνευματική ηγεσία της χώρας μας, για να επαναληφθούν με άλλο τραγικό σκηνικό και άλλες καταστροφικές συνέπειες. 

Από την αρχή της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, στα βάθη της άγραφης ιστορίας, οι έντονες και άλυτες διαφορές ανάμεσα σε οικογένειες, γένη, φυλές ή κοινωνίες με μια υποτυπώδη κοινωνική οργάνωση,  θα πρέπει να επιλύονταν με συμμαχίες ή με μια προσέγγιση των φιλικών ομάδων που στήριζαν τους αντιπάλους, με σκοπό να τους εξασθενίσουν  και να τους εξαναγκάσουν να δηλώσουν υποταγή. Ήταν μια εμβρυακή κατάσταση της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε», η οποία αργότερα εφαρμόστηκε μεμονωμένα από φιλόδοξους ηγέτες της αρχαιότητας, χωρίς τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας συγκροτημένης κρατικής πολιτικής. Αυτή η συστηματική οργάνωση της διαιρετικής πολιτικής εναντίον των αντιπάλων από τους πολιτικούς φορείς μιας ενιαίας κρατικής οντότητας, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τη Ρώμη, όταν καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας και αναδείχτηκαν φορείς κρατικής εξουσίας  (συγκλητικοί, ύπατοι, δικτάτορες στρατηγοί κλπ) οι οποίοι σχεδίασαν την επέκταση του κράτους με κατακτητικούς πολέμους.

Κάποιοι αποδίδουν την πατρότητα αυτής της πολιτικής στον Ιούλιο Καίσαρα, στο Μακιαβέλι ή στο αποικιοκρατικό πνεύμα της Αγγλίας του 18ου ή 19ου αιώνα. Ο Ι. Καίσαρ εφάρμοζε, στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των γαλατικών φυλών, την πολιτική που για πρώτη φορά, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, εφάρμοσαν στα τέλη του 3ου  και στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι  για να κατακτήσουν την Ελλάδα. Οι άλλοι, σε μεταγενέστερες εποχές, απλά αντέγραψαν τις διαιρετικές μεθόδους των Ρωμαίων για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στους κατακτημένους λαούς.

Σε προγενέστερες περιόδους, η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής δεν ήταν απόρροια κρατικής στρατηγικής αλλά αποτέλεσμα των οργανωτικών ικανοτήτων μεμονωμένων ανθρώπων. Μια τέτοια περίπτωση αναφέρει σε ένα εξαίσιο άρθρο του στο «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» της 30-3-1997 ο αξέχαστος Μάριος Πλωρίτης, ένας ταλαντούχος άνθρωπος του θεάτρου, της τέχνης και γενικά των γραμμάτων και του πνεύματος. Βασισμένος σε κείμενα του Θουκυδίδη, περιγράφει έναν διάλογο ανάμεσα στον Αλκιβιάδη (έναν πανέξυπνο αλλά τυχοδιώκτη αθηναίο πολιτικό και στρατηγό που κατέφυγε κυνηγημένος στην Περσία), με τον πέρση σατράπη Τισσαφέρνη.  Ο Αλκιβιάδης, ως νέος πλέον σύμβουλος του σατράπη, του εξηγούσε για πιο λόγο δεν έπρεπε να ενισχύσει με χρήματα, μισθοφόρους και πλοία τη Σπάρτη, για να νικήσει γρηγορότερα τους Αθηναίους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Θα’ πρεπε, λέει, να ενισχύσει τη Σπάρτη  καθιστώντας την κυρίαρχη στη ξηρά, ενώ θα ενίσχυε και την Αθήνα για να αποκτήσει ισχυρό στόλο και να καταστεί κυρίαρχη στη θάλασσα. Με αυτό τον τρόπο, αν κάποια από τις δυο μεγάλες ελληνικές δυνάμεις, θα είχε την απρονοησία να αντιταχθεί στα σχέδια του πέρση βασιλιά (του Δαρείου Β’), δεν θα είχε μεγάλη δύναμη και πολλές συμμαχίες για να καταστεί επικίνδυνη στην περσική αυτοκρατορία. Το καλύτερο όμως, είπε ο Αλκιβιάδης στον Τισσαφέρνη, είναι «να αφήσει τους Έλληνες να αλληλοσκοτώνονται» και να είναι αδύναμοι. Η συμβουλή του απάτριδα και υπηρέτη ξένων συμφερόντων Αλκιβιάδη (άραγε πόσοι τέτοιοι υπάρχουν σήμερα;) προς το νέο του αφεντικό ήταν: «Ευτελέστερον δε τάδ' είναι βραχεί μορίω της δαπάνης και άμα της μεθ' εαυτού ασφαλείας, αυτούς περί εαυτούς τους Έλληνας κατατρίψαι» (ενώ είναι φθηνότερα, με μέρος μόνον αυτής της δαπάνης και συγχρόνως, χωρίς κανένα κίνδυνο γι' αυτόν, να συντρίψει τους ίδιους τους Έλληνες). Θα πρέπει να σημειωθεί πως, εκτός από το Θουκυδίδη και ο Ξενοφώντας μας δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τον Αλκιβιάδη, μια ευφυέστατη, πολυτάλαντη αλλά και σκοτεινή πολιτική μορφή της αρχαιότητας, που αποτελεί ιδανικό πρότυπο δημαγωγίας και οπορτουνισμού για κάποιους πολιτικούς της νεότερης ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας. 

Η πρώτη θεσμοθετημένη στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε», ήταν η απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου να χρησιμοποιήσει μεθοδικά και οργανωμένα ένα σχέδιο επωφελούς διαχείρισης της διχόνοιας των Ελλήνων, για να μπορέσουν οι Ρωμαίοι να επέμβουν στις ελληνικές υποθέσεις με λιγότερους κινδύνους. Όλα όμως έδειχναν πως η Ρώμη, με τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζε με τους Καρχηδόνιους και τις στρατιωτικές επιτυχίες του Αννίβα στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, ήταν ανέτοιμη και δεν είχε ακόμα την πρόθεση να αναμειχθεί στις ελληνικές πολιτικές υποθέσεις. Η κορύφωση, σε επίπεδο παράνοιας, των στρατιωτικών συγκρούσεων ανάμεσα στα αυτόνομα ελληνικά κράτη και οι εναλλασσόμενες εκκλήσεις προς τους Ρωμαίους «για βοήθεια», τους έδωσε την ευκαιρία τους να επέμβουν με απόβαση λεγεώνων σε ελληνικά εδάφη. Στην αρχή αυτή η επέμβαση ήταν κάπως πρόχειρα οργανωμένη και χωρίς σημαντικές επιτυχίες για τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Όταν όμως οι άμεσοι κίνδυνοι απομακρύνθηκαν με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Καρχηδόνα (μιας συνθήκης παγίδας που αργότερα οδήγησε την Καρχηδόνα στην ολοκληρωτική  καταστροφή της εκ θεμελίων), το ρωμαϊκό σχέδιο για υποδαύλιση της διχόνοιας και του ασυγκράτητου μίσους ανάμεσα στα ελληνικά κράτη, ήταν πραγματικά μεγαλοφυές και αριστοτεχνικά σχεδιασμένο. Επιλέχθηκε για «να διευθετήσει τις ελληνικές υποθέσεις και να διασώσει την ελευθερία των ελληνικών πόλεων/κρατών» ένας άξιος και πανέξυπνος ύπατος, ο Τίτος Κόιντος (Κουίνκτιος) Φλαμινίνος. Αυτός ο ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός αξιωματούχος  θεωρούνταν από τους αλληλοσπαρασσόμενους Έλληνες ως ένας «Μεγάλος Φιλέλληνας». Τόσο μεγάλος ώστε, όταν ολοκλήρωσε το έργο του με την εξασθένιση της στρατιωτικής ισχύος των «επικίνδυνων» ελληνικών κρατών και κυρίως της Σπάρτης, της Μακεδονίας, της Αιτωλικής και αργότερα της Αχαϊκής Συμπολιτείας και «εξασφάλισε την ελευθερία των Ελλήνων», τιμήθηκε σε κάποιες περιοχές της Εύβοιας, της Λακωνικής κλπ ως θεός. Όταν μεταγενέστερα οι Έλληνες διαπίστωσαν την έννοια της ελευθερίας κατά την ρωμαϊκή αντίληψη, τότε κατάλαβαν πως σταδιακά είχαν μετατραπεί σε δούλους μιας πανίσχυρης πλέον αυτοκρατορίας. Οι εξεγέρσεις τους πνίγηκαν στο αίμα.

Πριν παρακολουθήσουμε την τραγική εξέλιξη των γεγονότων και τα αποτελέσματα του αληλλοσπαραγμού και της παρανοϊκής διχόνοιας σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορική πορείας του ελληνισμού, ας μου επιτραπεί μια σύντομη και κατατοπιστική παρέκβαση, για να κατανοήσουν καλύτερα οι αναγνώστες τα τραγικά και ζημιογόνα διαχρονικά αποτελέσματα της διχόνοιας σε ένα οποιοδήποτε έθνος. Αυτή η αυτοκαταστροφική αρχαιοελληνική παράδοση, αναμειγμένη με τον πελατειακό οθωμανικό τρόπο διακυβέρνησης (του «ρουσφετιού»), αποτέλεσε για το νεοελληνικό κράτος, μετά την επανάσταση του 1821, το ιδανικό πρότυπο στους πολιτικούς αγώνες για την αναρρίχηση φιλόδοξων πολιτευτών στα πόστα εξουσίας. Η ομάδα των ταλαντούχων και ψευτογαλαζοαίματων πριγκίπων, που έφθασε στη Νότια Ελλάδα από την Πίζα της Ιταλίας μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, έφερε μαζί της τις φαναριώτικες δολοπλοκίες που διδάχτηκε στα παρασκήνια της Υψηλής Πύλης του Σουλτάνου. Ήταν όλοι τους μορφωμένοι, κοσμοπολίτες, με οθωμανικούς τίτλους ευγενείας και γνώστες ξένων γλωσσών. Εντυπωσίαζαν με τις γνώσεις  και τους εκλεπτυσμένους τρόπους τους συνομιλητές τους. Έτσι στην αρχή γοήτευσαν το Λόρδο Βύρωνα και την ακολουθία του, για να λάβουν πακτωλό χρημάτων και στρατιωτική βοήθεια από το ευρωπαϊκό ταμείο συνδρομής στον αγώνα των Ελλήνων. Μια βοήθεια που τη χρησιμοποίησαν για να βυθίσουν, με τους αδυσώπητους εμφύλιους πολέμους τους, την επαναστατημένη πατρίδα στη δίνη ενός αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού.  Ο Βύρων είχε αργότερα αντιληφθεί τις σκοτεινές επιδιώξεις αυτής της κλίκας των τυχοδιωκτών, αλλά πέθανε χωρίς να προλάβει να σταθεροποιήσει την εξουσία των πραγματικών αγωνιστών και ιδίως του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο πιστός σύντροφος και συνεργάτης του άγγλου λόρδου, ο συνταγματάρχης Λάιτσεστερ (Λέστερ) Στανχόουπ, έγραψε για το Μαυροκορδάτο, τον αρχηγό της κλίκας, πως θα ήταν ιδανικός «ως βεζύρης» ενός σουλτανάτου. Ο Ανδρούτσος, στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα, όταν ο Παπαφλέσσας θυσιάστηκε στο Μανιάκι και η τύχη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Μεσολογγίου είχε κριθεί με την αιματοβαμμένη «Έξοδο», ήταν ο μοναδικός, κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος «θα μπορούσε να σώσει την πεσούσαν πατρίδα». Και αυτόν τον «σωτήρα», μέσα στην παραζάλη και στο μίσος του εμφύλιου σπαραγμού, τον θανάτωναν με φρικτό τρόπο στην Ακρόπολη των Αθηνών ελληνικά χέρια, τη στιγμή που ο Ιμπραήμ, μετά το Μανιάκι, κατευθυνόταν ακάθεκτος προς το Ναύπλιο για να καταλύσει τα απομεινάρια της προσωρινής ελληνικής κυβερνητικής εξουσίας.

Οι νικητές του εμφυλίου στις κρίσιμες στιγμές της επανάστασης, υπήρξαν οι μεταγενέστεροι οργανωτές του νεοελληνικού κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα της ιδεολογίας και νοοτροπίας τους. Οι ιστορικές μνήμες για θαυμάσιους και ανιδιοτελείς αγωνιστές που θεωρήθηκαν οπαδοί των πολιτικών τους αντιπάλων «θάφτηκαν» για να προβληθεί η δική τους συμβολή στον αγώνα. Ελάχιστοι Έλληνες, μετρημένοι στα δάχτυλα, γνωρίζουν για κάποιον Εμμανουήλ Παπά που ξεκίνησε την επανάσταση στη Μακεδονία και θυσίασε την τεράστια περιουσία και τρία παιδιά του στον αγώνα «άνευ του ελαχίστου ανταλλάγματος», όπως γράφει ο καθηγητής Ιωάννης Βασδραβέλλης. Ποιός αναγνωρίζει την τεράστια συμβολή στην έναρξη του αγώνα του υδραίου Αντώνη Οικονόμου που δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους; Πόσοι έχουν διαβάσει για τον πλοίαρχο Λυκιαρδόπουλο ή για τον Αντώνη Χατζηβισβίζη που «δώρισαν» τα πλοία τους για την επιτυχία του αγώνα, την ώρα που οι περισσότεροι πολεμούσαν μόνο με «λουφέδες» (με καταβολή χρηματικής αμοιβής) ως μισθοφόροι; Ποιος πληροφορήθηκε πως ο Νικηταράς, ο υπέροχος και τίμιος αυτός αγωνιστής πέθανε πάμφτωχος στην ψάθα και πως, στη διάρκεια της επανάστασης, σχεδιάζονταν η δολοφονία του Δ. Υψηλάντη από τους πολιτικούς του αντιπάλους; Δυστυχώς και στο νεοελληνικό κράτος, όπως και κατά την αρχαιότητα, επικράτησε η άποψη πως «ο πολιτικός αντίπαλος είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός». Αυτή είναι μια από τις αιτίες της κακοδαιμονίας, διαχρονικά, του ελληνισμού και μ’ αυτή εξηγείται το γεγονός πως οι Έλληνες, εκτός Ελλάδας και σε αξιοκρατικό σύστημα κρατικής διακυβέρνησης, ξεχωρίζουν και διαπρέπουν με την εργατικότητα, την τιμιότητα και τη δημιουργικότητά τους. Οι άγριες πολιτικές αντιθέσεις συνεχίστηκαν και στη νεότερη ελληνική ιστορία. Από την καταστροφή του πολέμου της Μικράς Ασίας και ως το Κυπριακό και το λεγόμενο «Μακεδονικό», οι διχασμοί και η ανυπαρξία ενιαίας εθνικής πολιτικής οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να παίξουν τα γεωστρατηγικά τους παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας. Το κόμμα, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογικά στερεότυπα και οι ισοπεδωτικές διεθνιστικές αντιλήψεις (από τις μαρξιστικές της Αριστεράς  ως τις παγκοσμιοποιημένες της Δεξιάς των τραπεζιτών και των χρηματιστών), τοποθετούνται πάνω από τα συμφέροντα της Ελλάδας. Οι κομματικές διαμάχες μεταφέρονται εκτός χώρας και επιζητείται η βοήθεια κάποιων ισχυρών «φιλελλήνων» (σαν τον Τίτο Φλαμινίνο) για να κατατροπωθεί ο κομματικός αντίπαλος. Έχω κι’ άλλοτε, σε άλλο άρθρο μου, αναφερθεί σε ένα γεγονός που ως Έλληνα με έκανε να ντραπώ και να αναλογισθώ σε ποιο παραλογισμό οδηγούν τα ανεξέλεγκτα κομματικά πάθη. Πριν από λίγους μήνες παρακολουθήσαμε μια τέτοια κομματική φιέστα στο Ευρωκοινοβούλιο, παρά τη γνωστή ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή πως τις κομματικές μας διαφορές δεν πρέπει να τις μεταφέρουμε στο εξωτερικό, προφανώς για να μην δίνουμε όπλα σε όσους υπονομεύουν τα ελληνικά συμφέροντα. Σε συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους υπήρξε τέτοια άγρια κομματική αντιπαράθεση ανάμεσα στους έλληνες ευρωβουλευτές, ώστε να γίνει η ταπεινωτική παρατήρηση από συνάδελφό τους κάποιας μεσογειακής χώρας πως, αντί η συζήτηση να περιοριστεί στην εξεύρεση της καλύτερης λύσης για τον ελληνικό λαό, «βρεθήκαμε μπροστά σε μια ελληνική κομματική κοκορομαχία».

Μετά από αυτή την κατατοπιστική παρένθεση, ας επανέλθουμε στα πολιτικά   πάθη του 3ου π.Χ. αιώνα. Από τα μέσα, σχεδόν, αυτού του αιώνα, οι ευκαιριακές και εναλλασσόμενες συμμαχίες των ελληνικών κρατών τα οδηγούσαν σε αιματηρούς και καταστροφικούς πολέμους. Ο τότε βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος Β’ της δυναστείας των Αντιγονιδών, αντιμετώπισε με επιτυχία τις συνασπισμένες δυνάμεις της Αιτωλικής και Αχαϊκής Συμπολιτείας. Σχεδόν αμέσως η Αχαϊκή Συμπολιτεία με αρχηγό τον Άρατο τον πρεσβύτερο, συμμάχησε με τη Μακεδονία του Αντίγονου Γ’ του Δώσωνα και κατατρόπωσε τις δυνάμεις της Σπάρτης του Κλεομένη Γ’. Στο δεύτερο συμμαχικό πόλεμο του 220 π.Χ., η Αχαϊκή Συμπολιτεία, με σύμμαχο τη Μακεδονία του νέου βασιλιά Φίλιππου Ε’, νίκησε την Αιτωλική Συμπολιτεία την οποία υποστήριζε η Σπάρτη και ο Άτταλος Β’ ο Σωτήρ, ο ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου. Ήταν η πρώτη φορά που χάρη στον Άτταλο, έναν φανατικό αντίπαλο της Μακεδονίας και πιστό υποστηρικτή των ρωμαϊκών συμφερόντων, η Ρώμη απέκτησε τη δυνατότητα να συνάψει συμμαχίες με «ελληνικά κράτη» και να αποκτήσει πρόσβαση σε ελληνικά εδάφη. Το κρίσιμο έτος για τον ελληνισμό ήταν το 217 π.Χ. όταν έληξε ο δεύτερος συμμαχικός πόλεμος με την ειρήνη που συμφωνήθηκε στο Συνέδριο στα Κοίλα της Ναυπάκτου.  Εκεί, σε ένα πανελλήνιο συνέδριο,  έγινε ταυτόχρονα μια προσπάθεια για τη συνένωση όλων των ελληνικών δυνάμεων. Τότε ήταν που ο στρατηγός των Αιτωλών Αγέλαος, απευθυνόμενος στον Φίλιππο Ε’ (τον πατέρα του Περσέα), όπως παλαιότερα ο Ισοκράτης, ο φανατικός ιεραπόστολος της «πανελλήνιας ιδέας» είχε απευθυνθεί στον Φίλιππο Β’ (τον πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου) του ζήτησε, με τη δύναμη του ισχυρότερου έλληνα ηγέτη, να συμβάλει στην ομόνοια και στην πολιτική ένωση όλων των Ελλήνων. Ήταν συμφιλιωτικές αλλά και ρεαλιστικές οι παραινέσεις του Αγέλαου του Ναυπάκτιου. Σε μια συγκινητική αποστροφή του λόγου του είπε πως φοβόταν, γιατί αν ποτέ τα νέφη της Δύσης («τα από εσπέρας νέφη») έρθουν στην Ελλάδα, οι Έλληνες, χωρίς να μπορούν και χωρίς να το θέλουν, θα σταματούσαν τις φιλονικίες, τις συμμαχίες και τους συμβιβασμούς και θα παρακαλούσαν του θεούς να τους ξαναδώσουν την ελευθερία τους για να ρυθμίζουν μόνοι τις διαφορές τους. Όμως, συμπλήρωσε, «τότε θα είναι πολύ αργά!».

Οι παραινέσεις του Αγέλαου ξεχάστηκαν γρήγορα. Πρώτοι οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν πως υπόγραψε «συμφωνίες ειρήνης με όλους τους Έλληνες» και έτσι τους στέρησε το δικαίωμα να συνάπτουν επωφελείς σχέσεις μόνο με όσους θα ήταν χρήσιμοι και ωφέλιμοι στις εξωτερικές τους σχέσεις. Ο Φίλιππος Ε’, οργισμένος από τις παρασπονδίες κάποιων που υπέγραψαν τις συμφωνίες της Ναυπάκτου, ξανάρχισε τους επιθετικούς και κατακτητικούς πολέμους. Οι Αιτωλοί, μετά την αποχώρηση του Αγέλαου, ανέδειξαν φιλορωμαίους ηγέτες και ήταν οι πρώτοι που με τη βοήθεια του Άτταλου συνήψαν συμφωνίες με τη Ρώμη και υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τις ρωμαϊκές λεγεώνες στα εδάφη τους. Είκοσι, περίπου, χρόνια μετά από την πρόσκληση «των συμμάχων Ρωμαίων», ίσως κάποιοι να θυμήθηκαν τα λόγια του συντοπίτη τους στρατηγού Αγέλαου. Ήταν πλέον πολύ αργά για να σωθούν. Ήταν η πρώτη ελληνική δύναμη που οι Ρωμαίοι, «με τη μέθοδο του σαλαμιού», κυριολεκτικά αφάνισαν από το προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας. Από το 189 π.Χ. έπαψε να υπάρχει η Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία αποτέλεσε επαρχία της Ρώμης και οι πολίτες της θεωρήθηκαν υπήκοοι της νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη θα περίμεναν τη σειρά τους για να σαρώνονται, ένα ένα, από την ισοπεδωτική ισχύ των ρωμαϊκών λεγεώνων. Αλλά γι’ αυτή την τραγική περιπέτεια του αλληλοσπαρασσόμενου ελληνισμού, θα χρειασθεί να ασχοληθούμε εκτενέστερα σε άλλο άρθρο μας.

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Παρ. 22 Σεπ. 2017 - 18:22