Η "κατασκευή" ενός Μακεδονικού έθνους - Η μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη του 20ου αιώνα (Α΄μέρος)

Ανδριάντας του Μ. Αλεξάνδρου στα Σκόπια

Όλοι οι Έλληνες, άλλοι εντελώς ανενημέρωτοι και άλλοι γνωρίζοντας κάποιες ελάχιστες πτυχές ενός σοβαρού εθνικού προβλήματος που πρόβαλε ξαφνικά μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αγανάκτησαν με την ιταμή απαίτηση μιας μικρής σλαβικής εθνότητας να διεκδικήσει με πείσμα την αρχαία ιστορική κληρονομιά και το όνομα της Μακεδονίας. Κι’ όμως, το πρόβλημα δεν ήταν ούτε ξαφνικό αλλά ούτε και απρόσμενο. Ξεκίνησε το 1896, όταν από τους Ντέλτσεφ και Πετρώφ ιδρύθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και δημιουργήθηκαν  τα ένοπλα σώματα των κομιτατζήδων. Οι αρχικές   επιδιώξεις της τότε βουλγαρικής ηγεσίας ήταν καθαρά πολιτικές και επεκτατικές, για να καταλήξουν προοδευτικά, το 1945, στην «κατασκευή έθνους» από τη Γιουγκοσλαβία του στρατάρχη Τίτο και να λάβουν  αργότερα πολιτιστικές προεκτάσεις.  Προσωπικά θεωρώ, όπως διατύπωσα τις απόψεις μου το 1991 στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου για τον «ΠΕΡΣΕΑ»[1], πως αυτή η τεχνητή μετάλλαξη των βουλγάρων κατοίκων της Βαρντάρσκα Μπανόβινα σε «Μακεδόνες», αποτελεί τη μεγαλύτερη πολιτιστική απάτη στη σύγχρονη ιστορία. Λόγω του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των πολιτικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και της τότε Γιουγκοσλαβίας, αλλά και της ανεξέλεγκτης προπαγάνδας, ήταν απλή και εύκολη η οργάνωση «ειδικών πολιτιστικών εργαστηρίων» για τη   διαστρέβλωση της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας, την οποία ο κόσμος γνώριζε και αποδεχόταν ανεπιφύλαχτα ως το 1945, με βάσει τις αρχαίες ιστορικές πηγές.

Η Κομιντέρν[2] η οποία, σε συνεργασία με τον Τίτο, οργάνωσε αυτή την άριστα μελετημένη πολιτιστική επιχείρηση, κατόρθωσε να διαφοροποιήσει με επιτυχία τις προγενέστερες βουλγαρικές επιδιώξεις για προσάρτηση όλης της Μακεδονίας και να διευρύνει τους στόχους για μια σοβιετική διείσδυση στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα αποσκοπούσε στην εξομάλυνση της λυσσαλέας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δυο μέλη της, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, για την αμφισβητούμενη περιοχή της Βαρντάρσκα Μπανόβινα, με τη δημιουργία ενός έθνους που δεν θα είχε εθνικούς δεσμούς με τα προαναφερόμενα δυο κράτη.

Ένα περίπου παραπλήσιο «πείραμα» στέφθηκε με επιτυχία στη Λευκορωσία όταν και πάλι για πολιτικούς λόγους και επιδιώξεις, οι κάτοικοι πολλών διαφορετικών εθνοτήτων της περιοχής μετατράπηκαν σε «ένα άλλο ρωσικό έθνος». Οι Πολωνοί, οι Ουκρανοί και οι Λιθουανοί της Λευκορωσίας, που τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της χώρας, υποδέχτηκαν με λουλούδια, φιλιά και ζητωκραυγές τους στρατιώτες της ναζιστικής Γερμανίας ως απελευθερωτές!

Όμως, μετά την ήττα της Γερμανίας, υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νέα εθνική ταυτότητα με μια μεθοδευμένη «σοβιετοποίηση». Όλα άλλαξαν με την προπαγάνδα στην εκπαίδευση, την υποχρεωτική χρήση της ρωσικής και απαγόρευση όλων των άλλων γλωσσών, την εκτέλεση ή εξορία στη Σιβηρία διανοουμένων, τη διάλυση πολιτιστικών συλλόγων κλπ και κυρίως με τις βίαιες μετακινήσεις και το διασκορπισμό εθνοτικών ομάδων με μεθόδους που άγγιζαν τα όρια της γενοκτονίας[3].

Παρά το γεγονός πως οι κάτοικοι πολλών χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (Ουκρανία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία) γνωρίζουν τη σλαβική καταγωγή τους, επιδιώκουν μια «πολιτιστική αναβάθμισή τους» με την πολιτική και  κοινωνική ενσωμάτωσή τους και τη δουλική προσαρμογή τους στους στόχους μιας παγγερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.

Στην επιτυχία μιας τέτοιας προσέγγισης καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι θρησκευτικές διενέξεις. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαψε να ασκεί ουσιαστική επιρροή στους πιστούς των βορειότερων περιοχών της Ευρώπης και κάποιες χώρες, όπως στην αρχή η Πολωνία και αργότερα η Ουκρανία, με μια διαδικασία ουνιτικής διείσδυσης, ασπάσθηκαν τον Καθολικισμό. Με αυτή τη μετάλλαξη προσπάθησαν να αποβάλλουν «τη ρετσινιά του άξεστου Σλάβου» και να μεταμορφωθούν σε «πολιτισμένους Δυτικοευρωπαίους», αν και από τους γερμανόφωνους λαούς της «Άριας Φυλής» θεωρούνταν, ανέκαθεν, ως «συνοδοιπόροι» δεύτερης κατηγορίας. Αυτό το σύμπλεγμα φυλετικής κατωτερότητας από τις σλαβογενείς χώρες, αποτελεί ένα θλιβερό κίνητρο για να εμφανίζονται ακραίες ιδεολογικές συμπεριφορές, με τις οποίες θα μπορούσαν να εντυπωσιασθούν τα φυλετικώς γνήσια αφεντικά. Δεν είναι τυχαίο πως σε ελάχιστο χρόνο από την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, η χώρα αυτή αναγνωρίστηκε ως το πρώτο «judenfrei» (καθαρό, απαλλαγμένο από Εβραίους) κράτος της Ευρώπης, μετά το πογκρόμ των φοβερών σφαγών των εβραίων πολιτών από παρακρατικές φιλοναζιστικές ομάδες εκτελεστών της δυτικής, κυρίως, Ουκρανίας. Ακόμα και σήμερα, αν κάποιος διερευνήσει τη συμπεριφορά αυτών των χωρών, στα πλαίσια του γερμανικού ηγεμονισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει το ρόλο τους «ως δορυφόρων» και την απόλυτη υποταγή τους στα παγγερμανικά σχέδια.

Αυτή την ιδεολογική συμμαχία των σλαβογενών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με το Γ’ Ράιχ στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη βλέπουμε να ξαναζωντανεύει, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, στο σημερινό οικονομικό πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων αλλά και μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Σ’ αυτόν τον οικονομικό πόλεμο εμπορικού κέρδους και πολιτικών επιρροών, ακρωτηριάστηκε πρόσφατα η Ουκρανία, με την απώλεια της Κριμαίας και την ανεξαρτητοποίηση των ανατολικών περιοχών της.

Η διαδικασία «κατασκευής» ενός μακεδονικού έθνους ήταν πιο μακρόχρονη και περισσότερο πολύπλοκη από την ταχύτατη και προπαγανδιστικά σιωπηρή λευκορωσική «εργαστηριακή σύνθεση και ανάπλαση». Αυτή η διαδικασία πέρασε πολλές και διαφορετικές φάσεις, ώσπου να φτάσει στις γελοιότητες των πελώριων αγαλμάτων του Μέγα Αλέξανδρου και του Φίλιππου της κεντρικής πλατείας των Σκοπίων και στη διεκδίκηση, με πείσμα και φανατισμό, από τους σλάβους κατοίκους της Βαρντάρσκα Μπανόβινα, της αρχαίας μακεδονικής πολιτιστικής  κληρονομιάς και ιστορίας. Στην πολύχρονη συγγραφική μου εργασία, με απασχόλησε έντονα η προσπάθεια για να βρω τουλάχιστον  ιστορικές ή αρχαιολογικές μικροαποδείξεις,  οι οποίες  να έχουν σχέση με αυτό το κατασκευασμένο νέο έθνος. Δεν βρέθηκαν ούτε «αποχρώσες ενδείξεις».Η πολιτιστική απάτη, όπως επανειλημμένα διατύπωσα σε κείμενα διεσπαρμένα σε διάφορα  βιβλία μου, είναι τόσο χοντροκομμένη, όπως ένα κακογραμμένο παραμύθι, ώστε μόνο όσοι έχουν παντελή άγνοια της αρχαίας ιστορίας ή έχουν «ειδικά συμφέροντα», θα ισχυρίζονταν ανερυθρίαστα πως δεν την έχουν αντιληφθεί. Θα μπορούσε όμως κάποιος καλόπιστα να ρωτήσει! Μα είναι δυνατόν κάποιοι να αλλάξουν την ιστορία, αφού υπάρχουν μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και ανασκαφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν τα ιστορικά γεγονότα; Είναι δυνατόν οι εργολάβοι που κατασκεύασαν το ανύπαρκτο σλαβικό μακεδονικό έθνος να αγνόησαν παντελώς τις αρχαίες ιστορικές πηγές και τα απαράμιλλα έργα τέχνης που αποκάλυψαν οι ανασκαφές σε όλη την έκταση της αρχαίας Μακεδονίας;

Η απάντηση είναι πως δεν τα αγνόησαν, αλλά χρησιμοποίησαν επιλεκτικά κάποια κείμενα, δίνοντας αρνητικές και επίπλαστες ερμηνείες χωρίς ευρύτερη έρευνα και ανάλυση των αναφερόμενων γεγονότων, ενώ απέφυγαν να επικεντρωθούν στα ανασκαφικά ευρήματα των οποίων η ελληνικότητα, χωρίς ούτε μια εξαίρεση, είναι έξω από οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Έπεισαν πολλούς ξένους που δεν γνωρίζουν της ελληνική ιστορία αλλά και πολλούς Έλληνες που, για διεθνιστικούς (ή παγκοσμιοποιημένους) ιδεολογικούς λόγους ή για «τα τριάκοντα αργύρια». Αυτοί  αποδέχτηκαν τα επιχειρήματά τους όχι γιατί μπόρεσαν να τους αποδείξουν πως πραγματικά είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά γιατί επέμεναν με σταλινογκεμπελική επιμονή πως «οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες»! Αυτή η επιχειρηματολογία τους βασίζεται πάντα στα κλασικά κείμενα του Δημοσθένη ή σε σύγχρονους Έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας, οι οποίοι μετά τη μεταπολίτευση κυριάρχησαν στα μαζικά πολυεθνικά ΜΜΕ και στην Εκπαίδευση και αμφισβήτησαν όχι μόνον την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων αλλά και των …σημερινών Ελλήνων(!). Αυτοί οι αναθεωρητές (και κυρίως ο διασημότερος στην Ευρώπη και ο πρώτος που διαλάλησε τη «δυστυχία του που γεννήθηκε Έλληνας»), οι οποίοι επηρέασαν αρνητικά σε κάποιο βαθμό το φρόνημα του ελληνικού λαού, έδωσαν τα βασικότερα επιχειρήματα στους σλαβομακεδόνες διανοούμενους για να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Ο αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης είναι μια άλλη ειδική περίπτωση. Όσοι τον επικαλούνται δεν αναφέρονται στο γεγονός της τοπικής εθνικής συνείδησης των πολιτών κάθε αυτόνομης ελληνικής πόλης/κράτους. Για το Δημοσθένη, οι Μακεδόνες και ο Φίλιππος ήταν οι επικίνδυνοι εχθροί που κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την αθηναϊκή ηγεμονία στην Ελλάδα και να αναδειχθούν οι ηγέτες των Ελλήνων. Πατρίδα γι’ αυτόν το φανατικό και τοπικιστή πολιτικό ήταν αποκλειστικά η Αθήνα.  Όπως για το Θηβαίο, το Σπαρτιάτη ή τον Αχαιό πατρίδα του ήταν αποκλειστικά η Θήβα, η Σπάρτη ή η Αχαΐα. Γι’ αυτό ούτε ο ίδιος είχε πατριωτικές ενοχές αλλά ούτε και οι άλλοι Έλληνες τον θεώρησαν προδότη, όταν ζήτησε τη βοήθεια των Περσών για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να αντιμετωπίσουν το Φίλιππο, με όπως υποτίθεται, κάποια μυστικά ανταλλάγματα εις βάρος των ελληνικών πόλεων του Ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Στις διεθνείς σχέσεις και συμμαχίες δεν υπάρχουν φιλίες και δώρα. Τα πάντα διακανονίζονται με βάση τα συμφέροντα και τα ανταλλάγματα  Άλλωστε, το ίδιο (αντεθνικό θα λέγαμε σήμερα) παιχνίδι έπαιξαν παλαιότερα και οι Σπαρτιάτες όταν, στη γνωστή «Ανταλκίδειο Ειρήνη ή Ειρήνη του Βασιλέως» με τους Πέρσες, πρόσφεραν αυτές τις ελληνικές πόλεις (μαζί με την Κύπρο) στο βασιλιά Αρταξέρξη Β’ για να καταστούν, με την περσική συνδρομή και συμπαράσταση, πανίσχυροι και κυρίαρχοι στον ελληνικό χώρο υποσκελίζοντας τους Αθηναίους και τους Θηβαίους.

Στην ταραγμένη εκείνη εποχή των συνεχών πολέμων ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, οι κατηγορίες για «βαρβάρους» έμοιαζαν με τις σημερινές αστήρικτες, τις περισσότερες φορές, κομματικές κατηγορίες των φανατικών για φασίστες και δημοκράτες. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχύνης, τον αποκαλούσε «βάρβαρο Σκύθη» αναφερόμενος στη γιαγιά του που καταγόταν από την Ταυρίδα (σημερινή Κριμαία). Ο Βρασίδας, κατά τις συγκρούσεις στην Αμφίπολη στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, κατηγορούσε τους «Ίωνες Αθηναίους» ως μη καθαρούς Έλληνες, σε σύγκριση με τους «Δωριείς Σπαρτιάτες». Αλλά και ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης (που διαβάζεται και σήμερα σε όλες τις στρατιωτικές σχολές του κόσμου), προφανώς από άγνοια, χαρακτήρισε τους Ακαρνάνες της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας  «βαρβάρους». Οι «δημοσθένειοι» πολιτικοί φανατισμοί δεν προσφέρουν ποτέ ακριβή στοιχεία για τις αληθινές πτυχές των ιστορικών γεγονότων.

Για πρώτη φορά στην εποχή του Δημοσθένη υπήρξε ένα σθεναρό κίνημα, με πρωτοβουλία του Ισοκράτη, για την υλοποίηση των οραμάτων κάποιων φιλοσόφων (όπως του Γοργία) για τη δημιουργία μιας «Πανελλήνιας Ένωσης» και φυσικά μιας υποτυπώδους πανελλήνιας εθνικής συνείδησης. Γι΄ αυτό το σκοπό ο Ισοκράτης απευθύνθηκε κατά καιρούς προς το βασιλιά Ευαγόρα της Σαλαμίνας της Κύπρου, τον τύραννο των Φερών της Μαγνησίας Ιάσονα, τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α’ και το βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, δηλαδή στους σημαντικότερους έλληνες ηγέτες εκείνης της εποχής, προσπαθώντας να υλοποιήσει την Ένωση και συνεπώς την Ομόνοια όλων των Ελλήνων. Δυστυχώς, οι φανατικοί τοπικιστές, σαν το Δημοσθένη, τορπίλισαν αυτό το σχέδιο με το οποίο θα δημιουργούνταν μια πανίσχυρη Ελλάδα. Η αποτυχία της «Πανελλήνιας Ιδέας» ήταν η αιτία των δεινών του κατακερματισμένου ελληνισμού, όταν αργότερα εμφανίστηκε η συμπαγής και ενιαία ρωμαϊκή δύναμη, για να υποδουλώσει, σχεδόν αμαχητί, τις αυτόνομες αλλά απελπιστικά καχεκτικές ελληνικές πόλεις/κράτη. Εξαίρεση αποτέλεσε η Μακεδονία, η οποία αντιστάθηκε γενναία στη διάρκεια των «μακεδονικών πολέμων» αλλά χωρίς πλέον καμιά ελπίδα, λόγω της συμμαχίας πολλών ελληνικών κρατών με τους Ρωμαίους. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε πως χιλιάδες Έλληνες από όλη την Ελλάδα πολέμησαν στο πλευρό των Μακεδόνων και μάλιστα, νεαροί κάτοικοι από τις υποδουλωμένες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας που αναγκαστικά ναυτολογήθηκαν στο ρωμαϊκό στόλο, στασίασαν «γιατί δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων και να χύσουν αδελφικό αίμα».

Αυτός ο υπερτονισμός της «μη ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων» είναι, σε γενικές γραμμές, η προπαγανδιστική τακτική των σλαβομακεδόνων. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως σ’ αυτή την άριστα σκηνοθετημένη επιχειρηματολογική παγίδα, έπεσαν και οι Έλληνες οι οποίοι ασχολήθηκαν συστηματικά με την αντίκρουση των «σλαβικών αποδεικτικών στοιχείων».  Άθελά τους, υποβοήθησαν έτσι τη σοφιστική και παραπειστική τακτική των πλαστογράφων οι οποίοι ισχυρίζονται πως, «αφού οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, άρα οι απόγονοί τους στη Μακεδονία, οι οποίοι μεταγενέστερα δέχτηκαν τις επιρροές των σλαβικών φύλλων, είναι οι πραγματικοί πολιτιστικοί τους κληρονόμοι». Με λίγα λόγια, όλοι οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων θα πρέπει να είναι σλαβόφωνοι και μάλιστα να μιλούν τη βουλγαρική διάλεκτο, την οποία ειδικά εκπαιδευτικά γλωσσολογικά «εργαστήρια» την εμπλούτισαν (μετά το 1945) με κάποιες νέες λέξεις και τη βάφτισαν «μακεδονική γλώσσα». Η θρασύτητα των πλαστογράφων ήταν τόσο εξοργιστική ώστε, όταν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο κράτος τους, έφτασαν στο σημείο  να προτείνουν σε βούλγαρους επίσημους που επισκέπτονταν τη χώρα τους να χρησιμοποιήσουν  διερμηνείς(!)[4]. 

Για να είναι πειστική μια τέτοια θεωρία, θα έπρεπε να επιμείνουν στο ψεύτικο επιχείρημα πως όλοι οι γηγενείς,  όλοι «οι ντόπιοι» απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων που σλαβοποιήθηκαν μια χιλιετία μετά την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου, είναι αποκλειστικά οι Σλάβοι της σημερινής τεμαχισμένης  Μακεδονίας, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας ανήκει στην Ελλάδα. Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα (θα ήταν δεοντολογικά πιο σωστό αν μιλούσαμε για αυτοπαγίδευση) στην οποία διαχρονικά έπεσε η πολιτική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας, δια της σιωπής, της αδράνειας και της αποδοχής, κυρίως από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, ως «ντόπιου» πληθυσμού μόνο του σλαβικού (βουλγαρικού). Η Μακεδονία, κατά την οθωμανική περίοδο, κατοικούνταν από Τούρκους, Έλληνες, Εβραίους,  Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς, Μαυροβούνιους κ.ά. Πουθενά δεν γίνεται κάποια αναφορά για οποιαδήποτε πολυάριθμη σλαβομακεδονική εθνότητα. Οι επικρατούσες μεγάλες εθνικές κοινότητες στις πολυεθνικές κοινωνίες αναδεικνύονται και αποδεικνύονται από τα ιστορικά γεγονότα. Στις αρχές του 19ου αιώνα την επανάσταση στη Σερβία την ξεκίνησε ο  Καραγιώργης Πέτροβιτς, γιατί υπήρχε η πολυπληθέστερη σερβική εθνότητα για να δημιουργηθεί επαναστατικός στρατός. Στη Μακεδονία, το 1821, δεν επαναστάτησαν κάποιοι Βούλγαροι ή ανύπαρκτοι Σλαβομακεδόνες για να ελευθερώσουν τη χώρα τους από τους Τούρκους, αλλά ο Εμμανουήλ Παπάς και αργότερα ο Καρατάσος, ο Γάτσος, ο Ζαφειράκης κ.ά.  Αυτοί «οι ντόπιοι» ήταν Έλληνες που σχημάτισαν στρατό από έλληνες μαχητές. Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζουν οι παραχαράκτες της μακεδονικής ιστορίας και αποφεύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να αναφερθούν στα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, αυτά τα ιστορικά γεγονότα αγνοήθηκαν εξοργιστικά από τους πολιτικούς, την πνευματική ηγεσία και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αποδεικνύοντας πως «η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

       [1]  Πρόκειται για το βραβευμένο βιβλίο (το 1990) από το φιλολογικό σύλλογο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» που εκδόθηκε το 1991 με τίτλο «Το Συνέδριο» και υπότιτλο «Ο άλλος Περσέας». Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, βασισμένο σε τεκμηριωμένα στοιχεία και διασταυρωμένες ιστορικές πηγές αναφέρεται σε άγνωστα, σε πολλούς Έλληνες, τραγικά γεγονότα μετά τη μάχη της Πύδνας και στον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Περσέα.  

[2]   Η Κομιντέρν ή Κομμουνιστική Διεθνής, ήταν το πολιτικό όργανο συνένωσης και συντονισμού των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλον τον κόσμο, με στόχο την οργάνωση και επιδίωξη μιας παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης «για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση». Ιδρύθηκε το 1919 στη Μόσχα και οι δράσεις της προγραμματίζονταν από την εκάστοτε ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης.

[3]  Τέτοιες μετακινήσεις γνώρισαν και οι Έλληνες της Κριμαίας. Πριν από τις αναγκαστικές μετακινήσεις και διασκορπισμό τους στο Ουζμπεκιστάν, απαγορεύτηκαν οι συνομιλίες στην ελληνική γλώσσα και έκλεισαν όλα τα ελληνικά έντυπα, με καταπόντιση των τυπογραφικών στοιχείων στα νερά του Εύξεινου Πόντου.  

[4]   Χαρακτηριστικά τραγελαφική είναι η περίπτωση του προέδρου Ζέλιου Ζέλεφ, ο οποίος  επισκέφθηκε επίσημα τα Σκόπια λίγο μετά την αναγνώριση του νέου κράτους από τη Βουλγαρία. Όταν του πρότειναν να χρησιμοποιήσει διερμηνέα για να απευθυνθεί από τα ΜΜΕ στο «μακεδονικό λαό», ο βούλγαρος πρόεδρος απάντησε ειρωνικά πως, στις περιπτώσεις που κάποιοι «ομιλούν την ίδια γλώσσα» δεν χρειάζονται διερμηνέα για να συνεννοηθούν. Φυσικά, στο διάγγελμά του προς τους Σλαβομακεδόνες δεν χρειάστηκε κάποιος διερμηνέας για να γίνει κατανοητός από τους ακροατές.  Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη FYROM ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά η αντιβουλγαρική σερβική προπαγάνδα που είχε προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, είχε δημιουργήσει έντονο εχθρικό κλίμα στα Σκόπια εναντίον των Βουλγάρων. Μόνο μετά από 18 χρόνια (το 2010) η FYROM  πρόσφερε  στο Ζέλεφ, σε μια επίσημη τελετή, το ανώτατο παράσημο για τη «μεγάλη του προσφορά προς τη χώρα». Το ίδιο παράσημο της «8ης Σεπτεμβρίου»  είχε δοθεί στο γάλλο νομικό Ρομπέρ Μπαντεντέρ και αργότερα στον πρώην υπουργό εξωτερικών της Δανίας Ούφε Έλεμαν-Γένσεν, οι οποίοι  με τις εισηγήσεις τους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συντέλεσαν ώστε, η κομμουνιστική σοβιετική πολιτιστική απάτη να γίνει αποδεκτή, για καθαρά προαποφασισμένους πολιτικούς λόγους, και στην καπιταλιστική Ευρώπη.                           

 

 

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 20 Ιουν. 2017 - 13:48