Εμμανουήλ Παπάς και 1821: Ένας άγνωστος μεγάλος ήρωας

Σε κάποιο άρθρο μου σε ομογενειακή εφημερίδα της Αμερικής με τίτλο «Η Ρώμη και οι διχόνοιες των Ελλήνων», στο οποίο  είχα διεξοδικά διερευνήσει το πρόβλημα της «Διχόνοιας», αυτής της διαχρονικής ασθένειας του ελληνισμού, είχα επίσης αναφερθεί, χωρίς πολλά σχόλια και επεξηγήσεις, σε κάποιον άγνωστο στους περισσότερους Έλληνες Εμμανουήλ Παπά. Αυτός ο «άγνωστος», όμως, υπήρξε ο αρχιστράτηγος των μακεδονικών επαναστατικών δυνάμεων του 1821 και το ήθος του, ο αξιοθαύμαστος πατριωτισμός του, η διάθεση της  τεράστιας περιουσίας του στο μεγάλο αγώνα του γένους, η εντιμότητά του, η βαθιά πίστη του στην Ορθοδοξία και οι θυσίες της πολυμελούς οικογένειάς του (τρεις γιοι του σκοτώθηκαν πολεμώντας στη Νότια Ελλάδα), δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά στον φιλομαθή αναγνώστη. Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο μεγάλος ήρωας της νεότερης ελληνικής ιστορίας να παραμείνει στην αφάνεια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους; Γιατί ως τις μέρες μας αναδείχτηκαν με αφάνταστες δυσχέρειες ελάχιστα ίχνη από το μεγάλο πατριωτικό έργο του κι’ αυτά μόνο από τους πολιτιστικούς συλλόγους του χωριού του, με ελάχιστες εξαιρέσεις λίγων ιστορικών (Ι. Βασδραβέλλης, Ι. Μαμαλάκης, Β. Παπαστεφάνου κλπ) και κυρίως του καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Απόστολου Βακαλόπουλου! Όπως ομολόγησε ο καθηγητής, όταν έγραφε το βιβλίο του «Εμμανουήλ Παπάς, αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας» που κυκλοφόρησε το 1981 από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του όταν, μέσα από τους φακέλους των αρχείων της οικογένειας Παπά, ανακάλυψε μια από τις εντιμότερες, ηρωικότερες και τραγικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αυτός ο ήρωας πέθανε και έμεινε στην αφάνεια γιατί, πιστός στα προεπαναστατικά οράματα και στους πατριωτικούς οραματισμούς των Φιλικών που οργάνωσαν την Επανάσταση, αγνοούσε εντελώς τις δολοπλοκίες και τις ραδιουργίες των φατριών που εξυφαίνονταν στο Νότο για την αρπαγή της εξουσίας. Αυτές που τελικά οδήγησαν στους εμφύλιους πολέμους και στην, σχεδόν, ολοκληρωτική ερήμωση της χώρας από τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις και τις σφαγές των Τουρκοαιγυπτίων του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Πριν όμως ασχοληθούμε με τα θανάσιμα αυτά παιχνίδια εξουσίας των αρχομανών και τις απρόβλεπτες και ατυχείς συγκυρίες που οδήγησαν στην αποτυχία της αιματοβαμμένης επανάστασης στη Μακεδονία, θα ήταν ίσως χρήσιμο να ασχοληθούμε περιληπτικά με την προσωπικότητα και την προσφορά του ήρωα και τις θυσίες της οικογένειάς του, αλλά και με τις γενικότερες οργανωτικές προεπαναστατικές διεργασίες.

Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1772 στη Δοβίστα της επαρχίας των Σερρών, ένα χωριό που ιδρύθηκε (ίσως ως τιμάριο βυζαντινού αξιωματούχου) και κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες χριστιανούς, όπως μας πληροφορούν ένα τουρκικό κατάστιχο απογραφής του 1455 (δυο χρόνια μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς) και αργότερα, στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, ο τούρκος συγγραφέας και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή. Γιος και αδελφός ιερέων διαπνεόταν από βαθιά θρησκευτική πίστη. Από έφηβος ασχολήθηκε με το εμπόριο και τις τραπεζικές συναλλαγές στις Σέρρες αλλά και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και απόκτησε τεράστια περιουσία και ένα υποκατάστημα στη Βιέννη. Μεταγενέστερα, όταν κυνηγημένος από τον πασά των Σερρών κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ανέπτυξε και εκεί τις εμποροοικονομικές του δραστηριότητες με την ίδρυση και άλλου υποκαταστήματος.

Συνδεόταν φιλικά με το μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο και τους Δυτικομακεδόνες εμπόρους Γιάννη Φαρμάκη και Κ. Κασομούλη που, κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά, μετοίκησαν με τις οικογένειές τους στις Σέρρες και αναμείχθηκαν έντονα στις προεπαναστατικές τοπικές διεργασίες για την οργάνωση της Επανάστασης. Θα πρέπει επίσης να γνώριζε προσωπικά τον μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ που τότε μόναζε στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου, διότι ο Ε. Παπάς είχε εκεί εξοχική κατοικία που αποτέλεσε αργότερα μυστικό κέντρο συγκέντρωσης επαναστατών και προσωρινή αποθήκη όπλων και πυρομαχικών. Γι’ αυτή τη φιλική και ενδεχομένως οικογενειακή σχέση υπάρχουν σχετικές πληροφορίες στο τευχίδιο που κυκλοφόρησε το 1914 ο σερραίος εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ευάγγελος Στράτης, αλλά επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως ο Αναστάσιος, ο δευτερότοκος γιος του ήρωα, ο οποίος υπήρξε στο νεοελληνικό κράτος δικαστής στην Πάτρα, είχε παντρευτεί μια ανεψιά του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, προσπαθώντας να σωθεί από τη δολοφονία που οργάνωνε ο πασάς των Σερρών Γιουσούφ για να αποφύγει την πληρωμή του τεράστιου ποσού που δανείστηκε, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μυήθηκε και εντάχθηκε στα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Βασίλειος Παπαστεφάνου στο έργο του «Ο Εμμανουήλ Παπάς και η επανάστασις εν Χαλκιδική κατά το 1821» (σελ. 59), γράφει για τις μεγαλειώδεις και γεμάτες πατριωτική έξαρση στιγμές της ορκωμοσίας του στη Φιλική Εταιρεία: «Κατά την μύησίν του ο Εμμ. Παπάς τόσον συνεκινήθη, ώστε δάκρυα ήρχισαν να τρέχουν εκ των οφθαλμών του και να καλύπτουν τας παρειάς του».

Με εντολή του τότε «Γενικού Επίτροπου της Αρχής», του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ορίστηκε αρχιταμίας της «Κάσας» του αγώνα, στην οποία συγκεντρώνονταν οι μυστικές εισφορές των μελών για την αγορά όπλων και πυρομαχικών. Όταν τον Οκτώβριο του 1820 καθορίστηκε, σε μυστική σύσκεψη των αξιωματούχων της Φιλικής Εταιρείας στο Ισμαήλ της Βεσσαραβίας (με το «Σχέδιον Γενικόν»), ως κέντρο της εξέγερσης η Πελοπόννησος (Μάνη), ο Ε. Παπάς ορίστηκε πολιτικός υπεύθυνος και οργανωτής της επανάστασης στη Μακεδονία, με στρατιωτικό ηγέτη τον εμπειροπόλεμο Γιάννη Φαρμάκη. Στη Νότια Ελλάδα θα ξεσήκωναν το λαό ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο υδραίος πλοίαρχος Αντώνης Οικονόμου, ενώ δεκάδες άλλα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως η Μπουμπουλίνα (η μόνη γυναίκα/μέλος) και ο έφορος της τριμελούς επιτροπής στις Σπέτσες Γιωργής Πάνου, ο Λυκούργος Λογοθέτης στη Σάμο, ο Αποστόλης Νικολής στα Ψαρά κ.ά. είχαν ενημερωθεί για την ημερομηνία έναρξης του αγώνα.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν ανέτρεψαν όσα είχαν συμφωνηθεί στο Ισμαήλ (πόλη στα σύνορα Ουκρανίας και Ρουμανίας) αλλά και μετέπειτα στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Κισινιέφ της Μολδαβίας) για έναρξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου του 1821, όπως προκύπτει από κωδικοποιημένο μήνυμα της 16 Φεβρουαρίου προς το ανώτατο στέλεχος και ουσιαστικό εμπνευστή ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθο. Αυτές οι ανατροπές και κυρίως οι ασταθείς συμμαχίες που προβλέπονταν στο Γενικό Σχέδιο για την ταυτόχρονη εξέγερση των Σέρβων του αναξιόπιστου Μίλος Ομπρένοβιτς (ο οποίος δολοφόνησε το 1817 τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία ηγέτη Καραγιώργη Πέτροβιτς) και των Ρουμάνων του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, διαφοροποίησαν όλα τα προσυμφωνημένα προεπαναστατικά δεδομένα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης ενημέρωσης των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας, τα οποία έλαβαν συγκεκριμένες εντολές για τον τρόπο και την ημερομηνία έναρξης των εχθροπραξιών.

Όταν ο Εμμανουήλ Παπάς έφθασε από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος και ήταν προετοιμασμένος για να κηρύξει την επανάσταση των Μακεδόνων στις 25 Μαρτίου, περίμενε μάταια το Γιάννη Φαρμάκη ο οποίος θα αναλάμβανε την ευθύνη της οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο μακεδόνας αρχιστράτηγος δεν είχε καμιά πληροφορία ούτε για την καταστροφή των επαναστατών στο Δραγατσάνι αλλά ούτε και για τον μετά την καταστροφή εγκλωβισμό του Φαρμάκη και του Γιωργάκη Ολύμπιου στη Βλαχία. Ως γνωστόν, οι Τούρκοι εξουδετέρωσαν αργότερα τα «δυο αυτά λεοντάρια της επανάστασης», το Σεπτέμβρη του 1821, στη Μονή Σέκκου της Μολδαβίας. Φυσικά, ούτε είχε πληροφορηθεί πως ο δευτερότοκος γιος του Αναστασάκης (όπως τον αποκαλούσε) που διεύθυνε το υποκατάστημα της Βιέννης, είχε ορίσει αντικαταστάτη του το μικρότερο αδελφό του Νικολάκη και με το λογιστή του και μια άλλη δωδεκαμελή ομάδα Ελλήνων της Αυστρίας θα αναχωρούσε για τη Μολδοβλαχία, με σκοπό να ενταχθεί στις επαναστατικές μονάδες του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο πατέρας του βρισκόταν τότε με απόλυτη μυστικότητα στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμα πληροφορηθεί την άφιξή του. Γι’ αυτό κάθε επικοινωνία με μέλη της οικογένειάς του ήταν υπερβολικά δυσχερής. Όμως ο Αναστάσιος προσπάθησε να ενημερώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Αθανάσιο, που διεύθυνε τις οικογενειακές επιχειρήσεις στις Σέρρες, με μια συγκλονιστική, από πλευράς άδολης πατριωτικής έξαρσης, επιστολή με ημερομηνία 18 Απριλίου 1821. Η επιστολή αυτή δεν έφθασε ποτέ στον παραλήπτη της διότι κατασχέθηκε από την αυστριακή αστυνομία. Φαίνεται πως ο καθηγητής Α. Βακαλόπουλος βρήκε το αντίγραφό της στο αρχείο της οικογένειας, που οι γιοι του Ε. Παπά το είχαν παραδώσει για φύλαξη σε έμπιστους μοναχούς της Ύδρας.

Ο Ε. Παπάς αντιλαμβανόταν πως κάτι σοβαρό συνέβαινε και δεν υλοποιούνταν όσα είχαν συμφωνηθεί για την έναρξη του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία, αλλά και δεν είχε καμιά νέα οδηγία ή έγκυρη πληροφορία για το νέο τρόπο που θα έπρεπε να δράσει. Μάταια περίμενε το Γιάννη Φαρμάκη ο οποίος, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, θα συντόνιζε τις μονάδες των επαναστατών από τον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία με αυτές της Ανατολικής Μακεδονίας, για την ταυτόχρονη εξέγερση, μετά την επαναστατική διακήρυξη και την επίσημη έναρξη του αγώνα από το Άγιον Όρος. Από τις 23 Μαρτίου που έφθασε στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και ως το Μάη του 1821, το μυστικό της άφιξής του είχε πλέον διαρρεύσει και επικρατούσε μια ανησυχία και ένας αναβρασμός στο λαό της Χαλκιδικής. Τα γεγονότα εξελίσσονταν γρήγορά και κάπως ανεξέλεγκτα. Κάποια αιματηρά γεγονότα στον Πολύγυρο κατέστησαν την έναρξη της επανάστασης αναπόφευκτη, αλλά χωρίς την ύπαρξη της προσχεδιασμένης πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης για γενικό ξεσηκωμό όλης της Μακεδονίας.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν στη Μολδοβλαχία αλλά και αυτά που ακολούθησαν στην Ύδρα και στην Πελοπόννησο και ανέτρεψαν όλους τους σχεδιασμούς εξαιτίας των προσωπικών φιλοδοξιών και των ασυμβίβαστων ταξικών και συμφεροντολογικών αντιθέσεων των ηγετών του επαναστατικού αγώνα, οδήγησαν τη χώρα, στην πιο κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης, σε μια περιδίνηση αλληλοεξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων με την αγριότητα εμφυλίων πολέμων που ήταν περισσότερο καταστροφικοί από τον πόλεμο με τον πραγματικό εχθρό. Ο αγώνας που σχεδιάστηκε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες με πνεύμα αδελφοσύνης και ομόνοιας κατέληξε, ελάχιστους μήνες μετά την έναρξή του, σε έναν ανελέητο πόλεμο φατριών. Αξίζει να παρακολουθήσουμε από την αρχή τις εξελίξεις, για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους της αποτυχίας της επανάστασης στη Μακεδονία και του προσωπικού δράματος του Εμμανουήλ Παπά ο οποίος, στον Αρμαγεδδώνα του αιματηρού διχασμού και των δολοπλοκιών στις εμφύλιες συγκρούσεις στις οποίες δεν συμμετείχε, έχασε τα πάντα εξαιτίας της άδολης και υπέρμετρης αγάπης του για την Ελλάδα.

Τα τοπικά στελέχη (οι έφοροι) της Φιλικής Εταιρείας που είχαν λάβει εντολές για να δράσουν επαναστατικά στις 25 Μαρτίου, είχαν ενημερωθεί πως την ίδια μέρα θα βρισκόταν στη Μάνη και ο Γενικός Έφορος της Ανώτατης Αρχής. ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Μάλιστα, ορισμένοι από το περιβάλλον του Παπαφλέσσα διέδιδαν πως ο τσάρος θα ενίσχυε τον αγώνα με εκατομμύρια ρούβλια ή πως θα συνόδευαν τον Υψηλάντη και κάποιες χιλιάδες ρώσοι στρατιώτες, οι οποίοι θα ενώνονταν με τις δυνάμεις των επαναστατών για να ελευθερώσουν σε ελάχιστο χρόνο το Μοριά. Οι περισσότερες από τις φήμες αυτές ήταν ανυπόστατες. Η πολιτική και οικονομική συνδρομή της Ρωσίας τα προηγούμενα χρόνια, έδινε την ελπίδα στους επαναστατημένους Έλληνες πως «το ομόδοξο ξανθό γένος» θα επενέβαινε δυναμικά για στηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τους Έλληνες, με σκοπό την επιτυχία του επαναστατικού στόχου. Άλλωστε, ο αναμφισβήτητος ως τότε φιλελληνισμός του τσάρου Αλέξανδρου και η εμπιστοσύνη του στον υπουργό του των εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια, ήταν τα εχέγγυα αυτής της ελπίδας, παρά το γεγονός πως ο Καποδίστριας είχε δικαιολογημένες επιφυλάξεις εξαιτίας του αντιεπαναστατικού και αντιδημοκρατικού κλίματος που κυριαρχούσε στα ευρωπαϊκά κράτη μετά την ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το γεγονός επίσης πως, ο αρχηγός των ρωσικών μονάδων εμπροσθοφυλακής στη Βεσσαραβία οι οποίες στάθμευαν στα ρωσοτουρκικά σύνορα, ήταν ο φιλέλληνας και στενός φίλος του Υψηλάντη στρατηγός Μιχαήλ Ορλώφ, ήταν ένα ακόμα πρόσθετο στοιχείο για τη διαφαινόμενη δυναμική εμπλοκή της Ρωσίας στις επικείμενες συγκρούσεις. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» (εκδ. 1859), ο στρατηγός Ορλώφ προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στην εισβολή ελλήνων επαναστατών από την περιοχή δικαιοδοσίας του, ώστε από τον ποταμό Προύθο να εισβάλλουν στην Ηγεμονία της Βλαχίας. Είχε κι αυτός εξαπατηθεί από το φιλελληνικό κλίμα που αρχικά εκδηλώθηκε στην ανώτατη ρωσική ηγεσία. Λίγο πριν και μετά το συνέδριο του Λάιμπαχ (της σημερινής κροατικής Λιουμπλιάνας), έγινε φανερή η μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής. Τότε ανακλήθηκε εσπευσμένα ο Ορλώφ στη Μόσχα από το ρωσικό γενικό επιτελείο και του αφαιρέθηκε η διοίκηση της εμπροσθοφυλακής από τον αρχηγό του επιτελείου, το στρατηγό Κισιλέφ.

Αυτές οι εξελίξεις και το γεγονός πως το μυστικό της επανάστασης είχε ήδη διαρρεύσει και οι Τούρκοι γνώριζαν ενδεχομένως, από τον προδότη Φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου και κάποιες λεπτομέρειες του «γενικού σχεδίου» που καταρτίστηκε στο Ισμαήλ, ήταν ο ένας από τους σοβαρούς λόγους της επιτάχυνσης του χρόνου έναρξης της επανάστασης. Στις 16 Φεβρουαρίου 1821, το επιτελείο του Υψηλάντη στο Κισνόβιο έλαβε την απόφαση άμεσης έναρξης του επαναστατικού αγώνα στη Μολδοβλαχία, ανατρέποντας την αρχική απόφαση για έναρξή του στο Μοριά στις 25 Μαρτίου. Ο καθηγητής Ι. Βασδραβέλλης, στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών έργο του «Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση του 1821», που εκδόθηκε από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1967, γράφει:

«Κατά τας παραμονάς του αγώνος και εις την πατρικήν οικίαν του Υψηλάντη, εις το αγρόκτημα της Κοσνίτσας, εγένετο η τελευταία σύσκεψις, όπου και συνετάχθη η προκήρυξις την οποίαν απηύθυνεν ο γενικός Αρχηγός όταν διέβη τον Προύθον και εισέβαλεν εις τας Ηγεμονίας. Ήσαν παρόντες εκεί οι τέσσερες αδελφοί Υψηλάνται, Αλέξανδρος, Νικόλαος, Δημήτριος και Γεώργιος και έναντι αυτών ο Λασσάνης και ο Τυπάλδος. Ο Τυπάλδος έγραφεν, ο Λασσάνης εσκέπτετο και υπαγόρευεν. Ευρίσκοντο εις το τέλος της προκηρύξεως, η στιγμή ωμοίαζε με ιεροτελεστίαν, συγκινητική δε γαλήνη είχεν απλωθή. Ο Υψηλάντης εγείρεται και διατάσσει τον Λασσάνην να αναγνώση την προκήρυξιν. Ο Λασσάνης αναγνώσκει παλλόμενος από συγκίνησιν και δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τους οφθαλμούς του. Πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες! Προσέρχεται η μητέρα των Υψηλαντών, η γηραιά αρχόντισσα, και προσφέρει εις τον αγώνα, με δάκρυα χαράς εις τους οφθαλμούς, ολόκληρον το κτήμα της Κοσνίτσας αξίας δυο εκατομυρίων ρουβλίων».

Η συναισθηματική φόρτιση των πέντε μελών της οικογένειας Υψηλάντη και των υπόλοιπων παρισταμένων ήταν έκδηλη. Επικρατούσε μια συγκινησιακή έξαρση και ένας άδολος πατριωτισμός. Η προσφορά της μεγάλης αξίας πατρικής οικίας του Υψηλάντη στον αγώνα, επεξηγεί κατά κάποιον τρόπο και τη μεγάλη οικονομική προσφορά του Εμμανουήλ Παπά (εκτός από την τεράστια θυσία αίματος της οικογένειας) για την επιτυχία της επανάστασης. Τότε, στην αρχή του αγώνα, κάποιοι Φιλικοί χάριζαν τις περιουσίες τους (κτήματα, μετρητά ή τα καράβια τους) για ν’ αγοραστούν όπλα και πυρομαχικά. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε πως κάποιοι άλλοι, από την αρχή του αγώνα, φρόντισαν να κερδοσκοπήσουν και να αυξήσουν τις περιουσίες του ενώ παράλληλα κατάστρωσαν σχέδια για την αρπαγή της επαναστατικής εξουσίας.

Τα ατυχή γεγονότα που ακολούθησαν μετά την είσοδο των επαναστατών στη Βλαχία από τον ποταμό Προύθο, ανέτρεψαν όλες τις ελπίδες για επιτυχία της επανάστασης στις Ηγεμονίες. Η αποκήρυξη της επανάστασης από τον τσάρο Αλέξανδρο, ο (με απειλές του σουλτάνου) αφορισμός του Υψηλάντη και των επαναστατών από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, η μεταστροφή του Θ. Βλαδιμηρέσκου (τον οποίον εκτέλεσε ως προδότη ο Γιωργάκης Ολύμπιος), η τυχοδιωκτική στάση του Μίλος Ομπρένοβιτς και κυρίως η καταστροφή στο Δραγατσάνι, μετέστρεψαν το προεπαναστατικό πνεύμα ενθουσιασμού των λαών στη Μολδοβλαχία και οδήγησαν στην αποτυχία του αγώνα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παρά την ατυχή τροπή των γεγονότων, φαίνεται ότι εξακολουθούσε να ελπίζει πως στη νότια Ελλάδα υπήρχε ακόμα η ελπίδα για την επιτυχία του επαναστατικού αγώνα, σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια. Σκόπευε να φτάσει, μέσω Ιταλίας, στη Μάνη για να συναντήσει τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος με τους άνδρες του τον οδήγησαν ως τα τουρκοαυστριακά σύνορα, αλλά οι Αυστριακοί τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Μούγκατς της Ουγγαρίας. Στη θέση του έφτασε στην Ελλάδα ο αδελφός του Δημήτριος ως αρχηγός της Ανώτατης Αρχής. Οι τοπικοί άρχοντες (προεστοί), οι οποίοι πριν από την άφιξη του Υψηλάντη είχαν αντιρρήσεις για την έναρξη οποιωνδήποτε επαναστατικών εκδηλώσεων στην Πελοπόννησο και στην Ύδρα, τον αντιμετώπισαν με φανερή εχθρότητα. Ήδη, θεώρησαν ως εχθρικές ενέργειες τις επαναστατικές πρωτοβουλίες του Παπαφλέσσα και του Αντώνη Οικονόμου, για να ξεσηκώσουν τους Υδραίους και τους Πελοποννήσιους στην επικείμενη γενική εξέγερση του λαού. Θεώρησαν τις πράξεις τους ως «αναρχικές και αντιβαίνουσες στη νομιμότητα». Και τον μεν Αντώνη Οικονόμου κατόρθωσαν εύκολα να τον εξουδετερώσουν, ο Παπαφλέσσας όμως, παμπόνηρος και καχύποπτος, συνάντησε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο 1821 στη Βοστίτσα (Αίγιο) τους προεστούς που συνωμοτούσαν για να τον φυλακίσουν ή για να τον δολοφονήσουν, συνοδευόμενος από την ισχυρή ένοπλη ομάδα του αδελφού του Νικήτα και άλλους σωματοφύλακες. Το κλίμα των αντιπαραθέσεων που δημιουργήθηκε πριν ακόμα πραγματοποιηθεί η έναρξη της επανάστασης, έγινε ιδιαίτερα εχθρικό όταν στις 19 Ιουνίου του 1821 έφτασε στο Άστρος της βορειοανατολικής Πελοποννήσου ο Δημήτριος Υψηλάντης. Τον επόμενο μήνα έφτασε από την Πίζα της Ιταλίας και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με την πολυπληθή συνοδεία του. Συναντήθηκε με τον Υψηλάντη στα Τρίκορφα της Αρκαδίας και του συμπεριφέρθηκε με ύπουλη εγκαρδιότητα και μια φαινομενικά έκδηλη πρόθεση να τον βοηθήσει για την επιτυχία του εθνοσωτήριου έργου του. Ο Υψηλάντης, χωρίς να υποψιάζεται ποιο φίδι ζέσταινε στον κόρφο του τον διόρισε, με επίσημο έγγραφο, «ως οργανιστήν της Στερεάς Ελλάδος» με έδρα το Μεσολόγγι. Δεν πέρασαν ούτε δυο μήνες και ο παντοδύναμος τώρα οργανωτής και κυρίαρχος της Στερεάς κατάγγειλε τον Υψηλάντη και όλους τους «ανεύθυνους και μασόνους Φιλικούς» (αν και ο ίδιος υπήρξε ανώτατο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας), πως οδήγησαν την Ελλάδα σε μια βιαστική, απροετοίμαστη και «όχι απαραίτητη επανάσταση». Ο σπόρος της διχόνοιας είχε ριχτεί σε εύφορο έδαφος.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, από τα τέλη του Μάρτη που έφθασε στο Άγιον Όρος είχε πλήρη άγνοια των διασπαστικών τάσεων που υπήρχαν ανάμεσα στους διορισμένους από τη Φιλική Εταιρεία τοπικούς αρχηγούς (εφόρους) που άρχισαν να ξεσηκώνουν το λαό «για την Ανάσταση του Γένους» και στους προεστούς οι οποίοι θεωρούσαν, όπως είπαμε, τις επαναστατικές πράξεις «ως παραβίαση της νομιμότητας». Είχε πληροφορηθεί βέβαια πως ο Αντώνης Οικονόμου, στην Ύδρα, είχε καταλάβει αναίμακτα την εξουσία του νησιού από τους προκρίτους, τους οποίους υποχρέωσε να συμβάλουν οικονομικά στην «κοινή κάσα» και στην παραχώρηση του στόλου τους για τις ανάγκες του αγώνα. Συνεπώς, με τη συνδρομή και των στόλων της Μπουμπουλίνας και του Γιωργή Πάνου από τις Σπέτσες, του Λυκούργου Λογοθέτη από τη Σάμο και του Αποστόλη Νικολή από τα Ψαρά, η Μακεδονία θα ήταν απόλυτα προστατευμένη από τυχόν επιθέσεις του αδύναμου τουρκικού στόλου. Το μόνο σοβαρό εμπόδιο για την ταυτόχρονη έναρξη του επαναστατικού αγώνα σε όλη τη Μακεδονία ήταν η αναμενόμενη και μη πραγματοποιούμενη άφιξη του συντονιστή της οργάνωσης και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, του Γιάννη Φαρμάκη.

Από καθαρά προσωπική άποψη θεωρώ πως ο Εμμανουήλ Παπάς δεν θα επιχειρούσε καμιά επαναστατική κίνηση μπροστά σ΄ αυτό το σοβαρό οργανωτικό πρόβλημα. Άλλωστε, η μεγάλη καθυστέρηση έναρξης του επαναστατικού αγώνα ως το Μάη του 1821, δείχνει το μεγάλο δίλημμά του. Όμως τα γεγονότα εξελίσσονταν ως απροσπέλαστος χείμαρρος. Το μυστικό της άφιξης του Ε. Παπά είχε διαρρεύσει σε όλη τη Χαλκιδική και στις Σέρρες. Υπήρχε μια γενική αναστάτωση, ενθουσιασμός και αδημονία. Η δολοφονία του πρόκριτου του Πολυγύρου Κύρκου Παπαγεωργάκη από τουρκικό απόσπασμα και τα αντίποινα με τις δολοφονίες πολλών τούρκων στρατιωτών, αλλά και οι συλλήψεις και δολοφονίες πολιτών στην Ιερισσό, επιτάχυναν την εξέγερση ανεξάρτητα από τα σχέδια και τις προθέσεις του Ε. Παπά. Όταν ξεσηκώθηκε η Κασσάνδρα και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, ήταν φανερό πως είχε «ανεπίσημα» κηρυχθεί η επανάσταση. Ο Ε. Παπάς διέταξε τη σύλληψη και φυλάκιση στη Μονή Κουτλουμουσίου του «μποσταντζή», του τούρκου αστυνομικού διοικητή του Αγίου Όρους Χασεκί Χαλίλ Μπέη. Στο Πρωτάτο των Καρυών έγινε, με πανηγυρική δοξολογία στις 23 Μαΐου 1821 και επίσημα πλέον η έναρξη του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία. Ως το τέλος του Μάη είχε εξεγερθεί όλη η Χαλκιδική, ενώ στην υπόλοιπη Μακεδονία επικρατούσε μια γενικευμένη έλλειψη ενημέρωσης και μια αγωνιώδης αναμονή. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό των Τούρκων και τις επιτυχίες τον επαναστατών με την προέλασή τους ως τα προάστια της Θεσσαλονίκης, άρχισε ο κατήφορος. Ο Εμμανουήλ Παπάς μάταια περίμενε τον ισχυρό στόλο από την Ύδρα για να καταλάβει τη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας. Αν πληροφορούνταν πως ο Αντώνης Οικονόμου είχε γλιτώσει ως εκ θαύματος, στις 12 Μαΐου, από την εκτέλεση και φυγαδεύτηκε στο Κρανίδι της Πελοποννήσου για να γλιτώσει, θα καταλάβαινε πως από εδώ και πέρα θα ήταν εντελώς μόνος και πως θα έπρεπε, με δικά του αποκλειστικά χρήματα να πληρώνει τους Υδραίους εφοπλιστές για να του στέλνουν αρματωμένα πλοία ή για να αγοράζει μπαρούτι, όπλα και κανόνια.

Στην Πελοπόννησο ο Παπαφλέσσας και οι άλλοι καπεταναίοι είχαν αναγκάσει τους προεστούς να «μπουν στο χορό». Τους είχε, άλλωστε διαμηνύσει απειλητικά όταν βεβαιώθηκε πως δημιουργούσαν συνεχώς εμπόδια για να αναβάλουν ή να ακυρώσουν οποιαδήποτε απόπειρα εκδήλωσης της επανάστασης:

«Θα πάρω χίλιους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζότες μιστοφόρους κι’ άλλους τόσους Μανιάτες και θα κάμω την επανάσταση, όπως έχω προσταχτεί. Και τότε όποιονε πιάσουνε χωρίς άρματα οι Τούρκοι ας τον σκοτώσουν».
Οι προεστοί, σε μια τέτοια περίπτωση, ήξεραν τι θα πάθαιναν αν δεν συμμετείχαν στην επανάσταση. Οι Τούρκοι τους είχαν δώσει τεράστια πολιτικά και οικονομικά προνόμια, αλλά σε περιόδους αναστατώσεων πλήρωναν με τη ζωή τους την αδυναμία «να καθοδηγήσουν σωστά τους υποτακτικούς τους». Ο Παπαφλέσσας δεν ξεκίνησε με τους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζότες, αλλά έβαλε δικούς του ανθρώπους, το Ν. Σουλιώτη και τον Αναγνώστη Κορδή, να σκοτώσουν σε ενέδρα τούρκους φοροεισπράκτορες στην Αχαΐα. Η συμμετοχή των προεστών στην επανάσταση, μετά από αυτές τις δολοφονίες των κρατικών υπαλλήλων της Τουρκίας και την επίσημη έναρξή της στην Καλαμάτα στις 23 του Μάρτη 1821, επιβαλλόταν πλέον από τις εξελίξεις. Ο μητροπολίτης των Πατρών και πολιτικός φίλος των προεστών, ο Π. Π. Γερμανός, αφήνει να ξεχειλίσει, στα «Απομνημονεύματά» του, η απέχθειά του μιλώντας για τα γεγονότα της Βοστίτσας «γι’ αυτόν τον αλιτήριο και ασυνείδητο Δικαίο Παπά Φλέσια που θέλει να δημιουργήσει αναστάτωση για να πλουτίσει από τα λάφυρα». Ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, που συμμετείχε στη μυστική συνάντηση της Βοστίτσας, χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Παπαφλέσσα «κατάλληλους μόνο για φρενοβλαβείς», ενώ ο προεστός των Καλαβρύτων Ανδρέας Ζαΐμης αποφαίνεται πως «όλα τα λεχθέντα είναι στασιαστικά (προφανώς κατά της νόμιμης κρατικής εξουσίας)». Όμως, μετά τις επαναστατικές πράξεις στην Καλαμάτα, όπου ο Νικηταράς εκτέλεσε έναν τούρκο αξιωματούχο που αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του και μετά από τη δολοφονία των φοροεισπρακτόρων στην Αχαΐα, η συμμετοχή των προεστών στην επανάσταση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο καϊμακάμης της Τρίπολης καλούσε επί αρκετές ημέρες όλους τους προεστούς και μητροπολίτες της Πελοποννήσου «για διαβουλεύσεις». Όλοι τους γνώριζαν πως κανένας τους δεν θα γύριζε ζωντανός. Αναγκαστικά, ύστερα από αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις, υψώθηκε στις 25 Μαρτίου από τον Π.Π. Γερμανό η επαναστατική σημαία και στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων.

Η κατάσταση του φανατικού διχασμού επιδεινώθηκε μετά την άφιξη από την Πίζα της ομάδας Μαυροκορδάτου και Νέγρη. Αυτοί οργάνωσαν τους προεστούς και σχεδίασαν την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους χωρίς οίκτο και έλεος. Γι’ αυτούς το πρόβλημα δεν ήταν η επανάσταση και η απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό, αλλά ποιος θα κυβερνούσε τον τόπο αν η Ελλάδα κατάφερνε να γίνει ανεξάρτητο κράτος. Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς στο έργο του «Ματωμένα Ράσα» (σελ. 93), γράφει για την αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των έντιμων ηγετών της επανάστασης, ώστε να μην αφήσουν «τους Φαναριώτες να προβάρουνε τα πολιτειακά κοστούμια τους, κομμένα στα τελευταία συνταγματικά φιγουρίνια της Ευρώπης, στο χιλιοματωμένο κορμί μιας Ελλάδας που την κάμανε κιμά. Ο εμφύλιος σπαραγμός δε θα ‘ρχότανε. Κι’ η κακοδαιμονία που βάσταξε δεκαετηρίδες ολάκερες, δε θα κυρίευε τον τόπο».

Η πρώτη δουλειά αυτής της φατρίας ήταν, σε αγαστή συνεργασία με τους προεστούς, οι προγραφές και η ανελέητη εξουδετέρωση των αντιπάλων. Ο Εμμανουήλ Παπάς, με την άδολη αγνότητα της συμμετοχής του στον αγώνα και χωρίς καν να το υποψιάζεται, ήταν από τα πρώτα θύματα αυτών των προγραφών. Αλλά γι’ αυτό το αρκετά εκτεταμένο θέμα θα πρέπει να γίνει συστηματικότερη αναφορά σε άλλο άρθρο.

Στο δεύτερο αυτό μέρος του άρθρου δεν έχω την πρόθεση να ασχοληθεί με τα ηρωικά και αιματοβαμμένα γεγονότα των συγκρούσεων στη Χαλκιδική ή τις φοβερές σφαγές αντιποίνων του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Αυτά τα γεγονότα περιγράφονται  στις αληθινές και πραγματικές τους τραγικές διαστάσεις από όλους τους ιστορικούς, τους χρονικογράφους και στα κείμενα των σχολικών βιβλίων. Τα γκρίζα σημεία της Ιστορίας βρίσκονται στα πολιτικά και οικονομικά παρασκήνια των πρωταγωνιστών της επανάστασης, γιατί σε όλες της φάσεις των παγκόσμιων ιστορικών εξελίξεων «η διαστρεβλωμένη Ιστορία» γράφεται από τους νικητές. Γράφεται ακριβώς με τον ίδιο οργανωμένο τρόπο «σιωπηρής εξαφάνισης ή φανερής καταστροφής στοιχείων», όπως στο προσαρμοσμένο σε κάθε εποχή ρωμαϊκό σύστημα της «damnatio memoriae» (της καταδίκης μνήμης).

Αμέσως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όταν άρχισε να γράφεται η «επίσημη» Ιστορία της ελληνικής επανάστασης, ακόμα και οι πιο ευσυνείδητοι και αμερόληπτοι ιστορικοί, όπως ο Ι.Φιλήμων, ο Ν. Κασομούλης και αργότερα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος κ.ά., γνώριζαν πολύ καλά πως αν δεν έκρυβαν τις σκοτεινές πλευρές ή δεν υμνολογούσαν τους νικητές των εμφυλίων που κυβερνούσαν την ελεύθερη Ελλάδα, δεν θα έβλεπαν σε καμιά περίπτωση τα κείμενά τους να δημοσιεύονται ή να τοποθετούνται σε δημόσιες ή σχολικές βιβλιοθήκες.  Ο Παπαρρηγόπουλος π.χ. που δικαιολογημένα θεωρείται ως ο πατέρας της ελληνικής ιστοριογραφίας, ενώ αφιερώνει κολακευτικές υμνολογίες στο Λάζαρο Κουντουριώτη, στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στον Π.Π. Γερμανό, στον Ανδρέα Μιαούλη κ.ά. (πρόσωπα και με αντιπατριωτικά και διχαστικά έργα κατά την επανάσταση, αλλά και στην ελεύθερη Ελλάδα με την αυτονόμηση της Ύδρας και τα αντεθνικά γεγονότα του Πόρου επί Καποδίστρια, το 1831), προσπερνά με λίγες λέξεις την προσφορά του Αντώνη Οικονόμου. Ενός ήρωα που, χωρίς αυτόν και τον Παπαφλέσσα, δεν θα γινόταν ποτέ στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821. Ιστορικά όμως έργα, όπως του Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος ανήκε στην «ομάδα των νικητών» (υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός του ελεύθερου ελληνικού κράτους και υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου), αποτελούσαν τα πλέον αξιόπιστα κείμενα «για να μαθαίνουν οι Έλληνες την Ιστορία τους».  Οι άλλες αντίθετες φωνές, όπως του Φωτάκου ή του Μακρυγιάννη, είχαν πνιγεί σε ένα είδος ιδιότυπης λογοκρισίας και τρομοκρατίας. Ο πρώτος, εξομολογούνταν αργότερα στον Τερτσέτη (το γνωστό δικαστή από τη δίκη του Θ.Κολοκοτρώνη) πως, «όποιος θα είπη την αλήθειαν, θα πίη πρώτον φαρμάκι. Εγώ, φίλε μου, το έπια και δεν φοβούμαι τον δηλητηριασμόν του». Τα γραπτά του Μακρυγιάννη σώθηκαν διότι είχε την πρόνοια και τη σωφροσύνη να τα θάψει στην αυλή του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή (το 1850) οι αντίπαλοί του, όπως γράφει, «είχαν μεγάλη υποψίαν από μένα και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε τα γράμματα», αφού ήδη ως τότε το χειρόγραφο «από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο». Τα χειρόγραφα τα βρήκε ο γιος του Κίτσος μετά από μισόν αιώνα (το 1901) και τα παρέδωσε στο νεαρό φιλόλογο Γιάννη Βλαχογιάννη.

Αυτή η νοοτροπία του αυταρχικού ηγεμονισμού των προεστών και της ομάδας των Φαναριωτών της Πίζας, είναι η αιτία των δεινών του ελληνισμού κατά την επανάσταση του 1821, αλλά και μετά τη δημιουργία του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους. Ο Ι. Καποδίστριας το είπε ξεκάθαρα το 1831 στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη πως, «αυτός και άλλοι εικοσιπέντε όμοιοί του  ήταν η κατάρα του έθνους». Είναι γενικά αποδεκτό σήμερα πως οι νικητές των εμφυλίων πολέμων και μετέπειτα ηγέτες του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους, ήθελαν να διαγράψουν ή να διαφοροποιήσουν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον τις «καταραμένες μαύρες σελίδες της ιστορίας που τους αφορούσαν». Ως προεστοί ή ως ανώτεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες, με μεγάλα πολιτικά, θρησκευτικά και προπαντός οικονομικά προνόμια, δεν επιθυμούσαν την ανατροπή της pax otomana της οθωμανικής αυτοκρατορίας (λεκτική συσχέτιση με την pax romana της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και συνεπώς όσοι προέτρεπαν τους Έλληνες να επαναστατήσουν και να καταλύσουν την εξουσία των προκρίτων,  ήταν «κοινοί στασιαστές». Αυτός ο φόβος αλλαγής εξουσίας ήταν ο βασικός λόγος που οι πρόκριτοι, με διάφορα προσχήματα, δημιουργούσαν δυσχέρειες στην έναρξη της επανάστασης. Με έναν απλό δικό του τρόπο το είχε εκφράσει ο πρόκριτος των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης (που αργότερα συμμετείχε στην ομάδα των δολοφόνων του Αντώνη Οικονόμου) στη μυστική σύσκεψη των προεστών στη Βοστίτσα (Αίγιο), τον Ιανουάριο του 1821. Αφού έριξε μια περιφρονητική ματιά στο Νικήτα, στο σωματοφύλακα και αδελφό του Παπαφλέσσα, ρώτησε τον οικοδεσπότη Ανδρέα Λόντο και τους υπόλοιπους προεστούς: «Αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν;  Ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Θα πέσωμεν στα χέρια εκείνου, ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήσει το πηρούνι να φάη!».

Ο Φωτάκος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο αυτή την τεράστια κοινωνική και οικονομική διαφορά ανάμεσα στους προεστούς και στον απλό λαό. Θεωρούσε πως ένας κοτσαμπάσης δεν διέφερε πολύ από έναν τούρκο αξιωματούχο, αφού  ήταν ίδιοι «εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η ευζωία του ήταν ομοία με εκείνην του Τούρκου και μόνον κατά το όνομα διέφερεν, αντί π.χ. να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην και αντί να πηγαίνη εις το τσαμί επήγαινεν εις την εκκλησίαν. Μόνον κατά τούτο υπήρχε διάκρισις».

Αυτή η τεράστια διαφορά των σουλτανικών προνομίων των προεστών με την, μετά τη γαλλική επανάσταση, ανερχόμενη τάξη των εμπόρων, των στρατιωτικών και των διανοουμένων που εντάχθηκαν συνειδητά στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, ήταν η βασικότερη αιτία των εμφυλίων πολέμων στη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Για τους προεστούς δεν είχε μεγάλη σημασία η επανάσταση (ως ιστορικό γεγονός), αλλά η κοινωνική τάξη στην οποία θα μεταβιβαζόταν η κρατική εξουσία (σε περίπτωση επιτυχίας της) μετά από αυτήν. Με αυτή τη λογική έδρασαν και οι γαλαζοαίματοι κοσμοπολίτες που έφτασαν στην Ελλάδα από την Ιταλία, τον Ιούλιο του 1821 και με τη συμμαχία  με τους προεστούς επινόησαν φαναριώτικες φαυλοκρατικές πρακτικές που τις εφάρμοσαν, κατά την έκφραση του Σπύρου Μελά, «στο χιλιοματωμένο κορμί μιας Ελλάδας που την κάμανε κιμά».

Ο Εμμανουήλ Πάπας είχε την ατυχία να πιστέψει σε ένα άδολο πανελλήνιο εγερτήριο για την «Ανάσταση του Γένους». Υπήρξε ένας αγνός ιδεολόγος που πλήρωσε με την τραγική διάλυση της οικογένειάς του και την ολοκληρωτική απώλεια της μεγάλης περιουσίας του, το υπέροχο όραμά του για μια ελεύθερη Ελλάδα.

Οι πρώτες συγκρούσεις στη Χαλκιδική διακρίθηκαν από επαναστατική ορμή και μεγάλες επιτυχίες. Ο κύριος όγκος των επαναστατών διαχωρίστηκε σε δυο φάλαγγες. Η πρώτη, με αρχηγό τον Ε. Παπά και τους περισσότερους μοναχούς του Αγίου Όρους, συνέτριψε κάθε αντίσταση των Τούρκων στην Ιερισσό και στα Μαντεμοχώρια και προχώρησε στη βορειοδυτική  πλευρά της Χαλκιδικής, προς τη Ρεντίνα και τη λίμνη της Βόλβης, με σκοπό να προσβάλει από το Βορρά τη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη με αρχηγό το Σταμάτη (Στάμο) Χάψα κινήθηκε από τη νότια πλευρά και έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη, ως το προάστιο Σέδες της Καλαμαριάς. Σ’ αυτή τη φάλαγγα βρισκόταν και ο Γιαννάκης, ο τριτότοκος γιος του Ε. Παπά, ο οποίος μαζί με τον πολύτιμο βοηθό του πατέρα του, το μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη, αποτελούσαν τους συνδέσμους των δυο φαλάγγων και είχαν επίσης την αποστολή να καθοδηγήσουν τα ελληνικά πολεμικά πλοία που θα έφταναν από τη Ύδρα και από τις Σπέτσες. Τα πλοία όμως δεν έφθασαν ποτέ. Ο Αντώνης Οικονόμου είχε χάσει την εξουσία στην Ύδρα και η Μπουμπουλίνα και ο Γιωργής Πάνου βρίσκονταν με τα πλοία τους στην πολιορκημένη από τους επαναστάτες Μονεμβασιά. Υπήρξε μια κατάσταση στασιμότητας και αναμονής, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους για να οργανωθούν. Όταν αργότερα εμφανίστηκε η φοβερή στρατιά του Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ Πασά, η τύχη της επανάστασης στη Χαλκιδική είχε πλέον κριθεί και πνιγεί στο αίμα.

Κοινή «κάσα» (ταμείο) για την αντιμετώπιση των δαπανών της επανάστασης δεν υπήρχε και όλα τα έξοδα πληρώνονταν από τα χρηματικά αποθέματα της περιουσίας του Ε. Παπά. Τα καταστήματά του στις Σέρρες και στην Κωνσταντινούπολη είχαν καταστραφεί και τα άλλα ακίνητά του είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Τούρκων. Η γυναίκα του Φαίδρα (Αφέντρα) με τις δυο κόρες της και τα δυο ανήλικα αγόρια της (τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο), φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου διότι, (σύμφωνα με κείμενο του Σερραίου συγγραφέα Ευάγγελου Στράτη, του έτους 1914) «εκποιήσας πολύτιμον ναρθήκιον πλήρες βαρυτίμων κοσμημάτων» της Φαίδρας, δωροδόκησε τους Τούρκους αξιωματούχους των Σερρών και «μετά πενταετή ειρκτήν» η ποινή μετατράπηκε σε επταετή με αστυνομική επιτήρηση και περιορισμό στο σπίτι του ομογενούς Μπέρβαλη, στην ενορία του Αγίου Νικολάου. Ο Αναστάσιος και ο Νικόλαος βρίσκονταν στο υποκατάστημά τους στη Βιέννη και υποδέχτηκαν εκεί το Θανασάκη, που  τον φυγάδευσαν από τις Σέρρες έμπιστοι άνθρωποι του πατέρα του. Ο καθηγητής Βακαλόπουλος δημοσίευσε κατάστιχο με αναλυτικά τα έξοδα της φυγάδευσης. Και οι τρεις τους εκποίησαν την περιουσία τους στην Αυστρία, αγόρασαν όπλα και πυρομαχικά στην Τεργέστη και έφθασαν στη Νότια Ελλάδα για να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων. Για τα άλλα δυο παιδιά, για τους  έφηβους Μιχαήλο και Γιώργη, δεν υπήρχαν κάποιες πληροφορίες που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο καθηγητής στο βιβλίο του για τον Εμμανουήλ Παπά. Μόνο το Δεκέμβριο του 2007 διευκρινίστηκε ο τρόπος που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο τα δυο αυτά παιδιά του ήρωα. Ο καθηγητής της γερμανικής φιλολογίας Λάμπρος Μυγδάλης δημοσίευσε  (μεταφρασμένο από το γερμανικό πρωτότυπο) στο περιοδικό “ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ” του ομώνυμου πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης (τεύχος 82), ένα μυστικό έγγραφο με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1822, του διευθυντή της Στουτγκάρδης, του Φον Φίσερ, προς τον υπουργό ασφάλειας του γερμανικού κρατιδίου Βάδης–Βυρτεμβέργης, το βαρώνο φον Βελνάγκεν.  Σ’ αυτό υπήρχε η πληροφορία πως τα δυο παιδιά έφθασαν στη Γερμανία από το Παρίσι με την ιδιότητα των σπουδαστών και πως «λόγω αδυναμίας συνέχισης του ταξιδιού και της σίτισής τους» φιλοξενούνταν  από τον Ελληνικό Σύλλογο της Στουτγκάρδης, με τη φροντίδα και επίβλεψη κάποιες φιλελληνίδας κυρίας Χούμπερ. Σε αυτή τη Γερμανίδα έγραψε γράμμα ο Νικολάκης πως είχε φτάσει από τη Βιέννη στο Μόναχο και κατευθυνόταν στη Στουτγκάρδη για να συναντήσει και να οδηγήσει τ’ αδέλφια του στη Βιέννη. Τα διαβατήριά τους που εκδόθηκαν απ’ τις αυστριακές αρχές είχαν ως ημερομηνία έκδοσης την 1 Δεκεμβρίου 1821. Μετά από τέσσερις μέρες, στις 5 Δεκεμβρίου 1821, πέθανε ο πατέρας τους στο καράβι του καπετάν Αντώνη Χατχηβισβίζη έχοντας δίπλα του το γιο του Γιαννάκη, χωρίς να έχουν ακόμα ενημερωθεί τα πέντε παιδιά του που βρίσκονταν στη Βιέννη, αλλά και η μητέρα τους που ήταν στη φυλακή με τα άλλα τέσσερα αδέλφια τους. Όπως διαπιστώνουν οι αναγνώστες, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φοβερό οικογενειακό δράμα μιας ευτυχισμένης, άλλοτε, δωδεκαμελούς οικογένειας.

Μετά την οπισθοχώρηση των μακεδόνων επαναστατών προς τη Χαλκιδική, οι απώλειες των μαχητών και των γυναικόπαιδων ήταν  πολύ μεγάλες και φοβερές σε αγριότητα και φανατισμό από τα τουρκικά αποσπάσματα και τους «μπαζιμπουζούκους» (τους μη τακτικούς και πλιατσικολόγους στρατιώτες) που σκότωναν για να λεηλατήσουν. Ο Ε. Παπάς ήταν πλέον υποχρεωμένος να «ενοικιάζει» τα υδραίϊκα πολεμικά καράβια πληρώνοντας υπέρογκα ποσά. Πλήρωνε επίσης για όπλα, για μπαρούτι, για κανόνια αλλά και τις ομάδες των μισθοφόρων των καπεταναίων του Ολύμπου που αποφάσισαν να τον ενισχύσουν όταν εγκλωβίστηκε στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωάννη Βασδραβέλλη, ο Ε. Παπάς κατέβαλε για τις ανάγκες του αγώνα και ως την πτώχευσή του ένα τεράστιο ποσό που υπολογίζεται σε διακόσιες χιλιάδες δίστηλα τάλιρα, ενώ άλλες εκατό χιλιάδες, σε κινητά και ακίνητα, κατασχέθηκαν από τους Τούρκους. Γι’ αυτή την οικονομική καταστροφή του, για τους κινδύνους και τα βασανιστήρια της γυναίκας του και τη θυσία των τριών από τα τέσσερα παιδιά του που πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα, ο καθηγητής γράφει στη σελ.154 του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών έργου του: «Δεν γνωρίζω άλλην οικογένειαν εν Ελλάδι να υπέστη εις τοιαύτην έκτασιν πατριωτικάς θυσίας άνευ και του ελαχίστου ανταλλάγματος».

Όταν τα λεφτά του τελείωσαν, πολλοί τον συμβούλευσαν να χρησιμοποιήσει τη βία για να αφαιρέσει από τα μοναστήρια τα χρυσά και αργυρά σκεύη.  Ο  καπετάνιος του Ολύμπου Διαμαντής Νικολάου του είπε ξεκάθαρα: «Όσον δε δια τον χρυσόν και άργυρον, δύναται να τους ξετρυπώσει η βία και η χρεία και ολίγον φροντίζομεν εις το εξής». Αν ζούσε θα έβλεπε πως, αυτά τα πολύτιμα θρησκευτικά σκεύη που διασώθηκαν από κάποιους μοναχούς οι οποίοι κατέφυγαν στα κυκλαδίτικα νησιά, στην Εύβοια και στην Ύδρα, μετά την κατάληψη και της Κασσάνδρας από τους Τούρκους, οι τότε κυβερνώντες τα είχαν λιώσει για να κόψουν νομίσματα. Ο Σπ. Μελάς μας δίνει πληροφορίες για την τύχη αυτών και άλλων πολύτιμων σκευών και από άλλα μοναστήρια της Ελλάδας, όταν ο Δράμαλης πλησίαζε στο Ναύπλιο και τα μέλη της κυβέρνησης από τους Μύλους επιβιβάζονταν, με το βαρύτιμο φορτίο τους στην «Τερψιχόρη» των Κουντουριώτηδων  και στον «Πελεκάνο» του Ν. Κυριακού για να σωθούν καταφεύγοντας στην Ύδρα. «Τέλος από το χρυσάφι και τ’ ασήμι», γράφει ο Μελάς, «πούχε η κυβέρνηση μαζέψει, από εκκλησιές και μοναστήρια, για τις ανάγκες του πολέμου, οχτακόσιες οκάδες το πήραν οι Σπετσιώτες στα καράβια τους, τάχα να το γλυτώσουνε και το κρατήσανε, γιατί τους χρωστούσε η κυβέρνηση έξοδα και μιστούς του στόλου.  Και να η επανάσταση απομένει και πάλι χωρίς λεφτό».  Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν, εκτός απ’ τις οχτακόσιες, υπήρχαν κι’ άλλες οκάδες γι’ άλλους «μισθοφόρους», που περίμεναν να αρπάξουν το χρυσάφι και το ασήμι για καθυστερούμενους λουφέδες (μισθούς). Θα πρέπει να σημειωθεί πως στη Χαλκιδική οι επαναστάτες (με εξαίρεση τους μισθοφόρους οπλίτες των καπεταναίων του Ολύμπου, το Νικολάου, το Λιάκο, το Μπίνιο κλπ) δεν πολεμούσαν για μισθούς και λάφυρα. Οι δαπάνες που κατέβαλε ο Ε. Παπάς ήταν για τους εξοπλισμούς και τα έξοδα συντήρησης των μαχητών.

Ο Παπάς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει βία κατά των μοναχών για να ενισχύσει οικονομικά τον αγώνα. Ήταν, όπως είπαμε στο Α’ Μερος του άρθρου, βαθιά θρησκευόμενος αλλά και γνώριζε τον ηρωισμό που επέδειξαν οι μοναχοί, κυρίως στην περιοχή της Ρεντίνας, όταν πολεμούσαν τους Τούρκους. Η μετέπειτα τεχνητά δημιουργημένη προπαγανδιστική άποψη πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόδωσαν τον αγώνα, βασίζεται σε σκόπιμα αποσιωπημένα γεγονότα, με αφορμή την απόφαση των ηγουμένων στη μονή Κουτλουμουσίου να απελευθερώσουν τον φυλακισμένο «μποσταντζή» Χασεκί Χαλίλ Μπέη και να συναινέσουν στην απόφασή του τούρκου αξιωματικού για σύλληψη του Εμμανουήλ Παπά, του βοηθού του Νικηφόρου Ιβηρίτη και του ηγουμένου της μονής Εσφιγμένου. Η επανάσταση στη Μακεδονία είχε καταρρεύσει και οι προϊστάμενοι των μονών επιδίωκαν, με κάποια «έμπρακτη μεταμέλεια», να σώσουν το Άγιον Όρος από την αναμενόμενη εκ θεμελίων καταστροφή του. Εκτός αυτού, στις μονές υπήρχε μεγάλος αριθμός Σλάβων μοναχών οι οποίοι, μετά την προσέγγιση των Τούρκων από τον Σέρβο Μίλος Ομπρένοβιτς και το Ρουμάνο Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου για εξεύρεση συμβιβαστικών συμφωνιών, πολλοί Σλάβοι αποστασιοποιήθηκαν από τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Ο αριθμός των Σλάβων μοναχών στο Άγιον Όρος ξεπερνούσε τους χίλιους, πριν από την οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Άλλωστε, γι’ αυτό η Ρωσία με διάβημα του πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ (ένα διάβημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως τελεσίγραφο) απαίτησε να μην πραγματοποιηθεί και «η παραμικρότερη καταστροφή στις μονές, αλλά ούτε και αντίποινα στους μοναχούς οι οποίοι δεν πρωτοστάτησαν στην εξέγερση». Οι Τούρκοι τήρησαν χωρίς αποκλίσεις τις ρητές και ξεκάθαρες απαιτήσεις των Ρώσων. Πάντως, οι περισσότεροι Έλληνες μοναχοί ή σκοτώθηκαν στις μάχες ή έφυγαν και διασκορπίστηκαν για να σωθούν στα νησιά του Αιγαίου, μεταφέροντας και πολλά τιμαλφή σκεύη των μοναστηριών για να τα σώσουν από το πλιάτσικο των Τούρκων. Τελικά, με τα ιερά αυτά κειμήλια πληρώθηκαν οι «λουφέδες» κάποιων Ελλήνων με νοοτροπία μισθοφόρων.

Μετά την πτώχευσή του ο Εμμανουήλ Παπάς απευθύνθηκε στο εθνικό κέντρο του αγώνα, στην Ύδρα. Ακόμα δεν είχε ίσως καταλάβει πως πίσω από τις ενθαρρυντικές υποσχέσεις των Υδραίων προεστών, κρυβόταν ένα σχέδιο εξόντωσής του όπως έγινε και με άλλους τοπικούς έφορους (αρχηγούς) που διορίστηκαν από τη Φιλική Εταιρεία και θεωρούνταν κομματικοί φίλοι των Υψηλάντηδων. Η υποκρισία, οι ραδιουργίες και οι δολοπλοκίες των προεστών μπήκαν «σε επιστημονική βάση» όταν έφθασαν και οι γαλαζοαίματοι Φαναριώτες από την Πίζα της Ιταλίας. Ακόμα κι’ αυτός ο Υψηλάντης, που από τη στιγμή που έφθασε στην Ελλάδα προσπάθησε πραγματικά να βοηθήσει τον Ε. Παπά στις δύσκολες εκείνες ώρες, δεν κατάλαβε πως του έστηναν αριστοτεχνικές παγίδες ώσπου να τον εξουδετερώσουν. Τότε ήταν παντοδύναμος και με ένα νεύμα του ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς θα αφάνιζαν τους αντιπάλους του και θα τον καθιστούσαν κυρίαρχο και ηγέτη της επαναστατημένης Ελλάδας. Όμως, ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές ευαισθησίες και πίστευε πως με σύνεση και ομόνοια θα ευοδωνόταν ο επαναστατικός αγώνας. Εφτά σχεδόν μήνες από την ημέρα της άφιξής του στην Ελλάδα είχε χάσει και το τελευταίο ίχνος της εξουσίας του και από εκεί και πέρα θα ήταν ένας απλός έντιμος, άφοβος και γενναίος καπετάνιος και πολεμιστής. Η εξουσία των επαναστατημένων Ελλήνων είχε περάσει σταδιακά, μετά τη Συνέλευση των Σαλώνων (Άμφισσα) στις 15 Νοεμβρίου του 1821, σε άλλα χέρια χάρη στην (κατά την έκφραση του Ι. Φιλήμονα)  «Βαβυλωνία της νομοθετικής πυργοποιΐας του Νέγρη», αυτού του εκπληκτικού σε γνώσεις και ευφυΐα  δολοπλόκου συνεργάτη του Α. Μαυροκορδάτου.  Στα Σάλωνα οι αμόρφωτοι καπεταναίοι, που αποτελούσαν την πλειοψηφία και θα μπορούσαν ν’ ανατρέψουν τις παγίδες του Νέγρη, δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα και την απόλυτη εξουσία του εκτελεστικού οργάνου που δημιουργούνταν στα μέτρα και στις επιδιώξεις της ομάδας των Φαναριωτών της Πίζας. Μόνο ο πανέξυπνος Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάλαβε τους στόχους που έκρυβαν αυτά τα πολύπλοκα και ακαταλαβίστικα νομοθετήματα, τα οποία έντεχνα αφαιρούσαν κάθε εξουσία απ’ τους οπλαρχηγούς. Αντιλαμβανόμενος  τους μελλοντικούς κινδύνους από αυτές τις νομοθετικές παγίδες, είπε στους άλλους καπεταναίους: «Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδες; Αυτοί θα μας φαν’ το κεφάλι μια μέρα». Ήταν  ένας προφητικός λόγος που επαληθεύτηκε. Μετά από τέσσερα χρόνια «οι καλαμαράδες» τον δολοφόνησαν στο κάστρο της Ακρόπολης των Αθηνών, αφού πρώτα είχε υποστεί φρικτά βασανιστήρια, όμοια σε σκληρότητα με αυτά που είχε υποστεί ο Αθανάσιος Διάκος από τον τουρκοαλβανό πασά Ομέρ Βρυώνη.

Η εγκατάλειψη και απομόνωση του Εμμανουήλ Παπά από το Εθνικό Κέντρο του επαναστατικού αγώνα που έδρευε στην Ύδρα, ήταν πλέον εμφανής από τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 1821, όταν πλέον η συμπαγής συμμαχία προεστών και Φαναριωτών της Πίζας, είχε καταστρώσει τα σχέδια της πολιτικής εξουδετέρωσης ή εξόντωσης των τοπικών αρχηγών (εφόρων) που είχε καθορίσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η ηγετική ομάδα της Φιλικής Εταιρείας με το «Γενικό Σχέδιο». Στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα στη Χαλκιδική, ο Ε. Παπάς αλλά και (χωριστά) η Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους έστειλαν στην Ύδρα αντιπροσώπους για να εξασφαλίσουν στρατιωτική βοήθεια. Η μη αποστολή κοινών αντιπροσώπων φανερώνει πως, η διαβρωτική διχαστική πολιτική που οργανώθηκε από το Εθνικό Κέντρο, είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς, αν και η σύμπτωση των απόψεων των δυο αντιπροσωπιών είναι απόλυτα ταυτόσημη. Ο αντιπρόσωπος του Ε. Παπά, ο μοναχός Χρύσανθος Σιναΐτης (όπως αναφέρει ο καθηγητής  Βακαλόπουλος- σελ.139, έγγραφο 52).) του έγραψε, στις 3 Σεπτεμβρίου 1821: «….Και αν αναφέρωμεν λόγον καραβίων, μας αποκρίνονται ότι ας στείλουν γρόσια να σηκώσουν καράβια. Οι εδικοί μας προκομμένοι άρχοντες εφύλαττον τα γρόσια δια τους ασεβείς ομού και την ζωήν τους και ευρίσκονται εις τέτοιαν έπαρσιν οπού δεν ημπορούσε τινάς να τους ομιλήση λόγον αν ήτον και δια το συμφέρον τους, επειδή τέτοιον είναι το γένος των γραικών, όχι όμως όλοι, διότι βλέπωμεν ωσάν την ευγένειά σας οπού δια την φιλογένειαν οπού έχετε, αφιερώσατε και ζωή και τέκνα και πλούτη ως ουδείς άλλος»    Οι αντιπρόσωποι της Ιερής Κοινότητας, οι μοναχοί Παρθένιος Ξενοφωντινός και Γρηγόριος Γρηγοριάτης, επίσης στις 3 Σεπτεμβρίου 1821, γράφουν: «… Θέλετε εξεύρει ότι τα χίλια γρόσια δεν μας τα εδάνεισεν ο κυρ λάζαρος κουντουριώτης με το να είχεν ανάγκην, και τα απεπληρώσαμεν από τας δύο χιλιάδας γρόσια του αυθέντου υψηλάντη. Και πάλιν μένουν κολωβαί αι υποθέσεις μας» (από την εργασία του καθηγητή Ι.Μαμαλάκη «Νέα στοιχεία σχετικά με την επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821», σελ.509, έγγραφο 70). Ο πλουσιότερος, ο πάμπλουτος την εποχή εκείνη πρόκριτος της Ελλάδας που ήταν και Έφορος της Ύδρας (πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης του νησιού) δεν είχε, λέει,  την οικονομική ευχέρεια «να δανείσει» ένα ευτελές ποσό, για ν’ αγοραστούν μερικές οκάδες μπαρούτι για τους μακεδόνες μαχητές της Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους.  Αλλά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χρ. Σιναΐτη, και τα καράβια του στόλου του θα «σηκώνονταν» μόνον αν ο Εμμανουήλ Παπάς «έστελνε γρόσια».  Δεν χρειάζονται σχόλια.

Εκτός από την εγκατάλειψη σε στρατιωτικό επίπεδο, οι ενέργειες του πανίσχυρου Εθνικού Κέντρου, αποσκοπούσαν στην υποβάθμιση του κύρους του Ε. Παπά ως πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη. Τις ελάχιστες φορές που οι πραγματικοί ηγέτες της επανάστασης χρειάστηκε να επικοινωνήσουν με τις αρχές του Αγίου Όρους, αγνόησαν παντελώς το διορισμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τοπικό αρχηγό. Όλες οι επιστολές τους έχουν ως παραλήπτες τους προϊσταμένους των Μονών του Αγίου Όρους, τους κατοίκους της Χαλκιδικής (αόριστα) και τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου. Πλήρης αμφισβήτηση και αγνόηση του ηγετικού ρόλου του Εμμ. Παπά.  Ακόμα και στο θέμα αποστολής αντιπροσώπων στη συνέλευση των Σαλώνων στις 15-11-1821, η επιλογή του Γιώργου Ιωάννου απ’ την Κασσάνδρα έγινε από τους οργανωτές της συνωμοσίας για τη δολοφονία του. Ο μόνος που είχε τακτική, θα λέγαμε, επικοινωνία μαζί του, ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, που στην αρχή θεωρούσε ως χρήσιμους συνεργάτες τους προεστούς της Ύδρας και τους γαλαζοαίματους Φαναριώτες της Πίζας οι οποίοι, όπως είπαμε, με «νομοθετικές παγίδες» του αφαιρούσαν σταδιακά αλλά με ταχύτατους ρυθμούς την εξουσία.

Στο θέμα της απόπειρας δολοφονίας του Ε. Παπά  δεν υπάρχουν συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία. Κάποιοι φρόντισαν να εξαφανίσουν χρήσιμο αποδεικτικό υλικό με την αιτιολογία «πως ήθελαν να προστατεύσουν την υστεροφημία του». Γνωρίζοντας το χαρακτήρα και της χριστιανικές αρετές του ήρωα, αμέσως κατανοούμε πως με τον τρόπο αυτό προσπάθησαν οι ένοχοι να συγκαλύψουν τους ηθικούς αυτουργούς που όπλισαν το χέρι του Ρήγα Μάνθου, ενός μικροκαπετάνιου από τα Μαντεμοχώρια, για να απαλλαγούν από αυτόν. Εκείνος που είχε πολύ καλές πληροφορίες για τη συνωμοσία της ανακήρυξης ως αρχιστρατήγου του Ρ. Μάνθου, ήταν ο Ι. Σμυρνιώτης ο οποίος έζησε επί χρόνια δίπλα στους μοναχούς του Αγίου Όρους και γνώριζε λεπτομέρειες των γεγονότων. Όμως δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να τις εξιστορήσει για να διαφωτίσει τα τραγικά περιστατικά στις πραγματικές τους διαστάσεις. Πάντως στα κείμενά του (γραμμένα το 1903) αφήνει να εννοηθεί πως οι ηθικοί αυτουργοί ήταν «κάποιοι ηγούμενοι που ενήργησαν με εντολές από το Νότο».

Παρά το γεγονός πως οι ιστορικοί, για ευνόητους λόγους, δεν ασχολούνται συστηματικά με αυτό το σοβαρό θέμα, τα αντίστοιχα γεγονότα που συνέβησαν στη Νότια Ελλάδα, μας δείχνουν ποιοι κρύβονταν πίσω από τις εντολές για τη δολοφονία του Ε. Παπά. Στις προγραφές συμπεριλήφθηκαν ονόματα μεγάλων ηρώων της επανάστασης. Ο Μακρυγιάννης γράφει γι’ αυτούς τους «σκοτωμούς»:

«Να είχατε πολιτικούς τον Μαυροκορδάτο, να είχατε τον Κωλέττη, να είχατε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους κι’ όσους θέλουν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι της κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειές τους. Και τους σκότωσαν. Και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους».

Σε άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων»  του, γράφει απευθυνόμενος νοερά στο Μαυροκορδάτο: «……από τον καιρό που κόπιασες, όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα. Διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτον σ’ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν και αφανισμόν. Αν πετύχαινες να σκοτώσεις τον Καραϊσκάκη, που θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γόμωσε Τουρκιά και προσκύνησαν όλοι από την καλή μας κυβέρνησιν κι αρετή όπου δείξετε εις την πατρίδα όλοι σεις οι πολιτικοί;».

Η κυβέρνηση είχε μετατραπεί σε «εταιρεία δολοφόνων». Μετά τη δολοφονία του Αντώνη Οικονόμου, στον κατάλογο των προγραφών μπήκαν τα ονόματα του Καραϊσκάκη, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Δ. Υψηλάντη, του Κολοκοτρώνη και άλλων. Ο Υψηλάντης γλίτωσε διότι τον ενημέρωσε έγκαιρα ο Κολοκοτρώνης. Ακόμα και ο παλιός φίλος των προεστών, ο Π. Π. Γερμανός,  κατηγορεί τους «αξιόλογους μαθητάς και μιμητάς του Αλή Πασά» (υπονοεί την κυβέρνηση Κωλέττη και Μαυροκορδάτου) οι οποίοι σχεδίασαν «την μέχρι της ζωής του Υψηλάντου επιβουλήν». Ο Κολοκοτρώνης γλίτωσε χάρη στην εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ήταν φυλακισμένος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας και η εξόντωσή του βρισκόταν στην προτεραιότητα των επιλογών της κυβέρνησης. Ο λαός απαίτησε την απελευθέρωσή του για να σώσει την Ελλάδα από τον τουρκοαιγύπτιο στρατηγό.

Για την επιτυχία αυτών των στόχων της η κυβέρνηση, όπως μας πληροφορεί ο στενός συνεργάτης και φίλος του Μαυροκορδάτου Σπ. Τρικούπης, προσέλαβε και ξένους εκτελεστές, όπως «το σκωτσέζο Φέντον και τον Άγγλο Βιτκόμβο», οι οποίοι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον αγγλικής καταγωγής φίλο του λόρδου Βύρωνα και γαμπρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον  Έντουαρντ Τρελόνι. Αν ζούσε ο Βύρων, ο οποίος εκτιμούσε τον Ανδρούτσο και είχε πλέον ξεκαθαρίσει τις εκτιμήσεις του για την τυχοδιωκτική και διχαστική πολιτική του Μαυροκορδάτου και των προεστών, η φατρία δεν θα τολμούσε να εξοντώσει αυτόν τον άξιο και πανέξυπνο οπλαρχηγό και η εξέλιξη της επανάστασης θα ήταν τελείως διαφορετική.

Ο Εμμανουήλ Παπάς πέθανε, τσακισμένος ψυχολογικά από την ήττα και τις πίκρες, από καρδιακή προσβολή (στο «μαρτυρικόν» του Υψηλάντη αναγράφεται ως αιτία θανάτου η αποπληξία) στις 5 Δεκεμβρίου 1821, καθώς με το πλοίο του Αντώνη Χατζηβισβίζη κατευθυνόταν προς την Ύδρα. Ο Δ. Υψηλάντης έχοντας ακόμα τα τελευταία ψήγματα της εξουσίας του τον ανακήρυξε, στις 25 του ίδιου μήνα, ήρωα και του απένειμε το βαθμό του αρχιστρατήγου. Μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους οι νικητές των εμφυλίων πολέμων δεν αναγνώρισαν τον προαναφερόμενο τίτλο και βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας. Η «Επιτροπή Αγώνα» (στην πρώτη, η οποία έκανε τις βασικές εισηγήσεις και «επιλογές», πρόεδρος ήταν ο ίδιος ο Α. Μαυροκορδάτος) μετά από χρονοβόρες διαδικασίες και συνεχείς αλλαγές στη σύνθεσή της που κράτησαν δεκαπέντε χρόνια (από το 1850 ως το 1865), κατέταξε τον αρχιστράτηγο της επανάστασης στη Μακεδονία «ως αξιωματικό Β’ Τάξεως, με το βαθμό του συνταγματάρχη».  Αυτή η αξιοθρήνητη και επαίσχυντη πράξη του 1865 θα πρέπει να ακυρωθεί από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας και να αποδοθεί πάλιν ο τίτλος του αρχιστράτηγου στον Μακεδόνα ήρωα.

Από τους τέσσερις γιους του που πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα, επέζησε μόνον ο Αναστάσης, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση και με άπταιστη γνώση τεσσάρων ή πέντε ξένων γλωσσών. Ο συνεργάτης του Λόρδου Βύρωνα Λέστερ Στανχόουπ έστειλε το γνωστό και ενδεχομένως φίλο του Αναστάση, τον Άγγλο Γ. Χάμφρεϊ στην Ύδρα για να τον βρει και να τον οδηγήσει στο Μεσσολόγγι. Τον επέλεξε για να συνεργαστεί με τον ελβετό Ι. Μάγιερ στην έκδοση των εφημερίδων «Ελληνικά Χρονικά» και «Telegrafo Greco» που εκδιδόταν σε τρεις ξένες γλώσσες. Εκεί, ο δευτερότοκος γιος του Ε. Παπά αποτέλεσε μέλος μιας ομάδας εξαιρετικά μορφωμένων νέων, σαν τον Γ. Κυριακίδη και τον Φ. Πλυτά, με τον οποίο ο Αναστάσης είχε ιδιαίτερα στενές φιλικές σχέσεις. Ο Μάγιερ αφιέρωσε ένα του ποίημα στο φίλο του, στο «freund  Αναστασάκη».

Από τα άλλα παιδιά του Ε. Παπά, ο Θανασάκης εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό από τους Τούρκους στη Χαλκίδα, ο Νικολάκης πολεμούσε ενταγμένος στο στρατιωτικό σώμα του Καραϊσκάκη και σκοτώθηκε στο Καματερό κατά την ατυχή επιχείρηση κατάληψης της Ακρόπολης των Αθηνών. Ο Γιαννάκης θυσιάστηκε στο Μανιάκι πολεμώντας με τους άνδρες του δίπλα στον Παπαφλέσσα. Σ’ αυτόν τον τελευταίο έχω αφιερώσει το ιστορικό μου μυθιστόρημα «Ο γιος του Εμμανουήλ Παπά στο Μανιάκι». Οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τα γεγονότα εκείνης της εποχής, μπορούν να διαβάσουν και να εκτυπώσουν δωρεάν το βιβλίο από την ιστοσελίδα: siskos-logotexnia.gr

Τα αξιόπιστα έγγραφα που βρέθηκαν στα αρχεία εμφανίζουν τον πολύχρονο και ψυχοφθόρο αγώνα προς την «Επιτροπή του Αγώνος» του επιζώντος γιού του ήρωα, του Κωνσταντίνου, για να αναγνωρισθεί η προσφορά του πατέρα του στην Επανάσταση.  Από αυτά τα έγγραφα έχουμε πληροφορίες για την τύχη των άλλων αδελφών του οι οποίοι, ως το 1858, «έζων δεινώς και πολυπαθώς και απέθανον εις τας ψάθας». Ο (μη μόνιμος) πρωτοδίκης και προφανώς πάμφτωχος στο τέλος της ζωής του Αναστάσης πέθανε στην Πάτρα, ο άλλοτε δικαστικός γραμματέας Γεώργιος στη Βόνιτσα και ο Μιχαήλ στη Χαλκίδα.

Μετά τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους, υπήρξε προφανής προσπάθεια πολλών ιστορικών συγγραφέων να συγκαλύψουν ή τουλάχιστο να αποσιωπήσουν λεπτομέρειες από γεγονότα που αμαύρωσαν τον υπέροχο αγώνα του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία του από τον οθωμανικό ζυγό. Για το θέμα αυτό στη “Νέα Γενική Ιστορία των Ελλήνων” (τ. 10, σ. 328), διαβάζουμε:

«Η περίοδος αύτη αποτελεί μίαν των μελανωτέρων σελίδων της Ελληνικής Επαναστάσεως, η δε παρουσίασις αυτής αποτελεί ιστορικόν καθήκον (μολονότι πολλοί ιστορικοί θεωρούν τούτο ιστορικώς ασύμφορον) διότι το έθνος είναι επιβεβλημένον να γνωρίζη προς παραδειγματισμόν τα γεγονότα, τα οποία παρημπόδισαν ή κατέστησαν δυσκολωτέραν την προσπάθειαν προς άνοδον και ανάπτυξίν του. Κατά τον εμφύλιον πόλεμον τα λαμπρυθέντα δια των ηρωικών κατορθωμάτων των πρώτων ετών της Επαναστάσεως ονόματα ημαυρώθησαν, ηθικά αναστήματα εσμικρύνθησαν, λαμπραί φυσιογνωμίαι κατερρακώθησαν και αι χαραί των νικών απετέλουν όνειδος, εντός του οποίου εξηφανίζοντο οι ήρωες».

Ελπίζουμε πως κάποτε θα πρέπει να επιτελεσθεί, από την πολιτική και πνευματική ηγεσία της σύγχρονης και ευρωπαϊκής Ελλάδας, αυτό το ιστορικό καθήκον.

 

 

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Σάβ. 09 Σεπ. 2017 - 12:49