Από πού και έως πού «νόμιμη ιδιοκτησία» σας τα έργα του Ελληνικού Πολιτισμού Πρόεδρε της Βουλγαρίας;

 

Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΟΥΡΟΥΤΖΙΔΗ

 

Πέρασαν εκατό χρόνια από τότε που οι Βούλγαροι επιχείρησαν, εφαρμόζοντας ένα οργανωμένο σχέδιο, τον πολιτιστικό αφελληνισμό και τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας.

Έκλεψαν τα εκκλησιαστικά και αρχαιολογικά κειμήλια των ιερών καθιδρυμάτων της Ανατολικής Μακεδονίας, τις πλούσιες βιβλιοθήκες των ελληνικών εκπαιδευτηρίων καθώς, και τις μοναδικές, για τον ανεκτίμητης αξίας πλούτο τους, βιβλιοθήκες των Μοναστηριών του Τιμίου Προδρόμου και της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας.

Σήμερα, τα Ελληνικά κειμήλια, χωρίς ντροπή, «στολίζουν» τις προθήκες των βουλγαρικών μουσείων ενώ, ο «θησαυρός» των χειρόγραφων περγαμηνών και χαρτώων κωδίκων των μοναστηριακών βιβλιοθηκών αποτελεί «καύχημα» ενός κλεπταποδόχου Κέντρου, που φέρει το όνομα του σύγχρονου πολιτιστικού λήσταρχου Ιβάν Ντούϊτσεφ.

Αυτόν τον καιρό, πριν από εκατό χρόνια, οι Βούλγαροι, κατά τη διάρκεια της δεύτερης κατοχής τους στην Ανατολική Μακεδονία εξόντωσαν περισσότερους από 45.000 Σερραίους, Δραμινούς και Καβαλιώτες Έλληνες πολίτες ηλικίας από 18 έως και 50 χρόνων, στα στρατόπεδα Καρνομπάτ, Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Μπέλενη, που ήταν τρομερότερα των γερμανικών κέντρων εξολόθρευσης του εβραϊκού πληθυσμού.

Αυτές τις ημέρες, πριν από έναν αιώνα, που οι «βουλγαρικές ύαινες», σύμφωνα με τον καβαλιώτη αιχμάλωτο του 1917 Μ.Κ. Λογιάδη  «έφτιαχναν με αίμα ελληνικό και ελληνικά πτώματα» τη σιδηροδρομική γραμμή Κάρνομπατ-Σιούμεν, την επονομαζόμενη «ελληνική γραμμή», ο πληθυσμός της Ανατολικής Μακεδονίας φονευόταν με την ύπουλη μέθοδο της λιμοκτονίας, που οργάνωσαν τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, βλέποντας να του κλέβουν την περιουσία του, ενώ υπέφερε από τις αυθαίρετες επιτάξεις για αγγαρείες και, αδύναμος να αντιδράσει, πέθαινε από ντροπή για την υποχρεωτική πορνεία ακόμη και των ανήλικων κοριτσιών του που, με τη δύναμη των όπλων επέβαλαν οι Βούλγαροι κατακτητές. Αυτές τις ημέρες που, για τους Έλληνες, είναι σημαδεμένες ανεξίτηλα με ατομικό και εθνικό πόνο, επέλεξε  ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας, κ. Ρούμεν Ράντεφ να πει, με τη χαρακτηριστική βουλγαρική ωμότητα σε συνέντευξή του στον Βασίλη Νέδο που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (25 Ιουνίου 2017) ότι τα: «…χειρόγραφα και τα εκκλησιαστικά σκεύη [που κλάπηκαν στις 24 Ιουνίου του 1917, ημέρα που οι πρόγονοί του λεηλάτησαν την Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας] αποτελούν νόμιμη ιδιοκτησία του βουλγαρικού κράτους»!!!

Από πού και έως πού: «νόμιμη ιδιοκτησία» σας, τα έργα του Ελληνικού Πολιτισμού, αξιότιμε κ. Πρόεδρε των Βουλγάρων; Από που και ως που: «…ιδιοκτησία του βουλγαρικού κράτους» και μάλιστα νόμιμη(!) όταν ακόμη και σήμερα, οι επιστήμονές σας είναι ανίκανοι να διαβάσουν σωστά τις ελληνικές επιγραφές πάνω στα κειμήλιά μας;

Ο Βούλγαρος Πρόεδρος κ. Ρούμεν Ράντεφ προφανώς και δεν είναι ανιστόρητος. Γνωρίζει πολύ καλά τις συνεχείς και συντριπτικές ήττες των προγόνων του από τον ένδοξο Ελληνικό Στρατό όπως και τις λεηλασίες των γεννητόρων του όταν, ως στρατεύματα κατοχής, προσπαθούσαν να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Ανατολικής Μακεδονίας.

Ξέρει την έκθεση των βουλγαρικών εγκλημάτων, κατά τη διάρκεια της διετίας 1916-1918 που υπογράφουν ανεξάρτητοι εκπρόσωποι των πολιτισμένων κρατών  υπογραμμίζοντας πως: «περιοριζόμαστε στο να δηλώσουμε ότι [η Βουλγαρία και η κυβέρνησή της] είναι επικίνδυνη όχι μόνο για τους γείτονές της, αλλά και για όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα!».

Γνωρίζει πως, η Ανατολική Μακεδονία, κατά τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή, θρήνησε περισσότερα θύματα από όσα όλη η Ελλάδα στους τέσσερις πολέμους! 

Μιλά, όμως, με ωμότητα μπολιασμένη με τη θρασύτητα διαστρέβλωσης της ιστορίας, επειδή ξέρει πως, σε μια χώρα, που από καιρό τη διοικούν «θαμποί ντερβίσηδες και στέρφοι μανταρίνοι» χωρίς γνώση της ιστορίας, δίχως αρετή, στερημένοι πατριωτισμού και γνώσεως της ιδιοπροσωπίας του Έλληνα, δεν θα υπάρξει απάντηση στους προκλητικούς ισχυρισμούς του.

Και πράγματι, απάντηση δεν υπήρξε στην βουλγαρική διαστρέβλωση της ιστορίας μέσα στο «σπίτι» μας, ούτε από το υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, μήτε από το Υπουργείο Πολιτισμού και, βεβαίως, ούτε από το Υπουργείο Εξωτερικών.  

Επί της ουσίας, όμως, η προκλητική δήλωση του  Βούλγαρου Προέδρου είναι μια  απάντηση, με μια δόση ισχυρής μνησικακίας, χαρακτηριστικό της ράτσας των σκλαβήνων, στον Οικουμενικό Πατριάρχη όταν, σε μια τελετή κολακείας του στο προεδρικό βουλγαρικό μέγαρο, ο Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος ζήτησε ευθαρσώς την επιστροφή των κλεμμένων Ελληνικών κειμηλίων.

Το έργο της υπνώτουσας Ελληνικής Πολιτείας ανέλαβε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, ο οποίος, στις  προκλητικές δηλώσεις τού Βούλγαρου Προέδρου, που επικαλείται τη συνθήκη του Νεϊγύ και την άσχετη, με τα κλεμμένα ελληνικά πολιτιστικά αγαθά βουλγαροελληνική συμφωνία του 1964 προκειμένου να θεμελιώσει τον διαστρεβλωμένο ιστορικά ισχυρισμό του πως, τα Ελληνικά χειρόγραφα είναι «νόμιμη ιδιοκτησία του βουλγαρικού κράτους»(!!), απάντησε  λέγοντάς του ότι: «Η Συνθήκη του Νεϊγύ, [και τα] άρθρα 125, και 126, υποχρεώνουν την βουλγαρική Κυβέρνηση να ψάξει, να βρει και να επιστρέψει όσα έκλεψαν τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, μέσα από ένα συστηματικό πρόγραμμα λεηλασιών και κλοπών που σχεδιάστηκε από την βουλγαρική Κυβέρνηση. Μάλιστα, η παράγραφος 2 του άρθρου 125 της συγκεκριμένης συνθήκης την υποχρεώνει να ψηφίσει Νόμο για την απόδοση και όσων κλεμμένων βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών».

Η Βουλγαρία, προφασιζόμενη πως εφαρμόζει τους όρους της συνθήκης του Νεϊγύ, από τα εκατοντάδες κλεμμένα εκκλησιαστικά κειμήλια και χειρόγραφα της Εικοσιφοινίσσης και του Τιμίου Προδρόμου επέστρεψε το 1923 μερικές δεκάδες.

Έτσι για δεκαετίες, οι Βούλγαροι, πιστεύοντας κουτοπόνηρα πως ξεγελούσαν την Ελλάδα και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, υποστήριζαν ότι δεν έχουν τίποτε άλλο στην κατοχή τους και, ότι δεν ευθύνονται για τις κλοπές των βιβλιοθηκών των Μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας αφού, σύμφωνα με την επίσημη βουλγαρική προπαγάνδα, τις κλοπές πραγματοποίησαν «άτακτοι Τούρκοι». Στην πραγματικότητα, όμως, κρατούσαν τα κλεμμένα Ελληνικά κειμήλια σε «κλειστά αρχεία και κλειστές συλλογές» στην Ακαδημία Επιστημών της Σόφιας (στο Κέντρο Ντούϊτσεφ) και στο Εθνικό Μουσείο της Σόφιας ως το 1990, όταν και αποφάσισαν να κάνουν γνωστή την ύπαρξή τους.

Επιλέγοντας την εμπεριστατωμένη απάντησή του, στις προκλητικές δηλώσεις του Βούλγαρου Προέδρου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος ζητά: «ο  εξοχότατος Πρόεδρος και η Βουλγαρική πολιτική Ηγεσία, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και στο πλαίσιο των συνθηκών καλής γειτονίας, που πρέπει μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη να είναι στόχος όλων, να επιστρέψουν, εκατό χρόνια μετά τη λεηλασία και την κλοπή, τα εκατοντάδες κλεμμένα εκκλησιαστικά κειμήλια και χειρόγραφους κώδικες της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, και όχι μόνο, που έχουν στην κατοχή τους, [εγκαλεί δε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δράμας την] «Ελληνική Πολιτεία να αναλογισθεί ότι στο θέμα της Βουλγαρίας, κυρίως στο ζήτημα της προσέγγισής της με την Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε ανιδιοτελώς πολλά τα τελευταία χρόνια, χωρίς να βρει ως σήμερα καμιά ανταπόκριση ή έστω κίνηση καλής θέλησης στο θέμα, από την πλευρά της Βουλγαρίας. Η Ελληνική Πολιτεία, προστατεύοντας την πολιτιστική περιουσία και κληρονομιά της χώρας, θα πρέπει επιτέλους να σταθμίσει την στάση της στο θέμα της εξέλιξης των σχέσεων της Βουλγαρίας προς την Ευρώπη, την Νομισματική Ένωση κ.λπ., που δεν θα πρέπει από την γείτονα χώρα να θεωρείται δεδομένη, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα».

Η  απώλεια της ιστορικής μνήμης είναι έγκλημα σε βάρος των επόμενων γενεών των Ελλήνων. Δια τούτο την απαίτηση επιστροφής των κλεμμένων Ελληνικών κειμηλίων δεν φτάνουν εκατό χρόνια για να την ατονήσουν.

 

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τετ. 05 Ιουλ. 2017 - 19:45