20 Ιουνίου: Μνήμη του Αγίου Καλλίστου του Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Απολυτίκιο του Αγίου Καλλίστου

Ήχος α΄.

Της ερήμου πολίτης

Βασιλίδος εδείχθης

Πατριάρχης θεόσοφος

και Αγίου Όρους το κλέος

των Σερραίων θησαύρισμα

των θείων δε Χριστού ησυχαστών

ο φίλος και συνήγορος ομού

διό πάντες πάτερ Κάλλιστε εν χαρά

υμνούμεν σε κραυγάζοντες

Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ

δόξα τω σε θαυμαστώσαντι

δόξα τω χορηγούντι δια σου

ημίν τα κάλλιστα.

Το συναξάρι του Αγίου Κάλλιστου του Α΄.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, θιασώτης των αντιλήψεων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ήταν μέλος του ιερού κοινοβίου της αγιορείτικης Μονής των Ιβήρων.

Πασίγνωστος για την ευρυμάθειά του ο Κάλλιστος, ως μοναχός, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως μεταξύ των συνμοναστών του, για την πραότητα και εγκράτεια του χαρακτήρα του. Στο Άγιο Όρος αναγνωριζόταν ως ένας από τους ουσιαστικότερους εκπροσώπους των ησυχαστών.

Ο άγιος Κάλλιστος γεννήθηκε περί το τέλος του 13ου αιώνα. Προγυμνάσθηκε στο μοναχικό βίο και τη θεωρία του ησυχασμού στη σκήτη του Μαγουλά, έχοντας  ως δασκάλους τούς μοναχούς, Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο, εξέχοντα μέλη της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους. Στο μικρό χρονικό διάστημα, που έζησε στη σκήτη του Μαγουλά, χειροτονήθηκε ιερέας και ανέπτυξε μια βαθύτατη αδελφική σχέση με τον άγιο Αθανάσιο των Μετεώρων, όταν αυτός επισκέφθηκε τη σκήτη. Μάλιστα, κατά το διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (1355-1364), βοήθησε τον άγιο Αθανάσιο να κτίση, το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Μετέωρα.

Εμφορούμενος ο Κάλλιστος, από  πνεύμα συνέσεως, υπομονής και αγάπης, έγινε ο αγαπημένος μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, το βίο του οποίου και συνέγραψε.

Ο μοναχός Κάλλιστος, αφού έμεινε κοντά στον δάσκαλό του για μικρό χρονικό διάστημα, επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου μετά το 1340-1341 εγγράφεται στο μοναχολόγιο της Μονής των Ιβήρων.

Αυτήν την εποχή, στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η προς το Θεό ένωση των χριστιανών έπαψε να υπάρχει και οι ομόφυλοι, αντίπαλοι έως θανάτου έγιναν. Με τη συνέργεια του πονηρού  η αγάπη διώχθηκε, η ένωση που επιτυγχάνεται, με το της παλιγγενεσίας και της θεογενεσίας λουτρό, διαλύθηκε. Το έθνος απ’ άκρον εις άκρον τον εαυτό του πολεμά και υπό του εαυτού του πολεμιέται, καθώς, η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στο Βυζάντιο, στην αρχή μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328) και του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341), προξένησε μεγάλες συμφορές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.

Η ερήμωση, τόσο των νησιών όσο και των μικρών πόλεων στην ηπειρωτική χώρα εξ αιτίας των ληστρικών επιδρομών και των πολεμικών επιχειρήσεων, κυρίως, κατά τη δεύτερη φάση του εμφύλιου σπαραγμού, διόγκωσε την κοινωνική εξαθλίωση, γεγονός, που δεν άφησε αδιάφορους τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Το 1342 η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους συγκροτεί επιτροπή ειρηνεύσεως και συνδιαλλαγής, την οποία στέλνει στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να συμφιλιώσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνό (1347-1354) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391), που βρισκόταν σε αλληλομαχία. Ηγετική φυσιογνωμία, αυτής της επιτροπής, ήταν ο ενάρετος και πεπαιδευμένος ιερομόναχος Κάλλιστος που εντυπωσίασε, παρά το ατελέσφορο της ειρηνευτικής προσπάθειας, τούς αντιμαχόμενους βασιλείς. Με την επιστροφή του από τη βασιλεύουσα στο Άγιο Όρος, ο ιερομόναχος Κάλλιστος, διορίζεται από την Ιερά Κοινότητα μέλος της επιτροπής του αντιαιρετικού αγώνα, κατά των Βογόμιλων, την κακόδοξη διδασκαλία των οποίων ανέκοψε στα πρώτα της βήματα στο Άγιο Όρος, ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.

Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ισιδώρου (17 Μαΐου 1347- 2 Δεκεμβρίου 1349), τον Οικουμενικό θρόνο κόσμησε ο αγιορείτης ιερομόναχος Κάλλιστος, ύστερα από πρόταση του αυτοκράτορα  Ιωάννη Καντακουζηνού.

 Στις 10 Ιουνίου του 1350 με ψήφους κανονικές, γίνεται η εκλογή και η ενθρόνιση τού Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου του Α΄, που διοίκησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως και το 1353, οπότε, αρνούμενος να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον Καντακουζηνό, που ήθελε να ανακηρύξει το γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορά του, απεκδύθηκε εκουσίως το πατριαρχικό αξίωμα και εφησύχασε, αρχικά, στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάμαντος, στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, με επίσημη πρόσκληση, ζήτησε την επιστροφή του Κάλλιστου στον πατριαρχικό θρόνο, όμως, ο πατριάρχης, θεματοφύλακας της ορθής πίστεως και της νομιμότητας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποποιήθηκε την ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετέβη στην Τένεδο, όπου βρισκόταν η έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.

Αξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη, κατά το διάστημα της πρώτης  πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, είναι η έκδοση σιγιλίου, το Δεκέμβριο του 1350, κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Αυτήν την εκφυλιστική πνευματική κατάσταση του λαού, που είχε την αρχή της  στην πνευματική ληρότητα του κλήρου, ο πατριάρχης Κάλλιστος αντιμετώπισε με την εκλογή έξαρχων, από το χορό των ευλαβέστερων και σεμνότερων στον βίο ιερέων, που τοποθέτησε  σε κάθε ενορία με καθήκοντα, την καθοδήγηση και νουθεσία, τόσο του εκκλησιάσματος όσο και του κλήρου.

Το Δεκέμβριο του 1351 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄,  προκειμένου να προστατέψει την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, που καταδίκασε τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, καθώς και τους πρεσβεύοντας τις ίδιες δοξασίες μητροπολίτες Εφέσου και Γάνου.

Το φθινόπωρο του 1352 ο Πατριάρχης Κάλλιστος δεν δίστασε να αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο, που είχε παράνομα συσταθεί από το Σέρβο ηγεμόνα  Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να κρατήσει ενωμένη την Αγία του Χριστού Εκκλησία.

Μετά την οικειοθελή απομάκρυνση του Κάλλιστου Α΄ από τον Οικουμενικό θρόνο, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, συγκάλεσε σύνοδο που κήρυξε έκπτωτο τον Κάλλιστο και εξέλεξε στον Οικουμενικό Θρόνο το Μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353-1354).

Η είσοδος στην πρωτεύουσα, το Νοέμβριο του 1354, δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την άνοδο, το χειμώνα του 1355, στον Οικουμενικό Θρόνο, για δεύτερη φορά, του Κάλλιστου Α΄.

Κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, μεταξύ των άξιων αναφοράς διοικητικών πράξεών του συγκαταλέγονται: α) η έκδοση συνοδικού τόμου, που απαγόρευε τα συνοικέσια ανάμεσα σε παιδιά, με επιβολή μάλιστα αφορισμού στους γονείς και κηδεμόνες που πρωτοστατούσαν σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις, με σκοπό τη σύναψη γάμου και β) η μείζονος σημασίας, το Δεκέμβριο του 1355, πατριαρχική διδασκαλία προς τους Βουλγάρους ιερείς και μοναχούς, που βάπτιζαν κακώς, με μία μόνο κατάδυση και ραντισμό, ενώ το Άγιο Μύρο αντικαθιστούσαν με Μύρο από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βαρβάρου.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας τού  Κάλλιστου Α΄ ιδρύθηκαν τα μοναστήρια  Παντοκράτορος και Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος.

Το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έφερε και την ειρήνη στην επικράτειά της.

Η ημισέληνος, ως δρέπανο θανάτου θέριζε τα στάχια της ορθοδοξίας στα καλλίκαρπα μέρη του Έβρου. Οι Τούρκοι, που ήρθαν ως σύμμαχοι του Ιωάννη Καντακουζηνού στα Βαλκάνια, έφτιαξαν ισχυρά  προγεφυρώματα στη Θράκη και, με έδρες των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων το Διδυμότειχο, την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη καταστρέφανε την ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας, συστηματικά, μέτρα εποικισμού.

 Η αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως απαιτούσε τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων της Βαλκανικής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ηγήθηκε μιας αυτοκρατορικής πρεσβείας προς την ηγεμόνα του σερβικού κράτους των Σερρών Ελισάβετ Dušan, με αντικειμενικό σκοπό τη συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, για να αναχαιτιστεί η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του, αφού προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στην πόλη των Σερρών στις αρχές Ιουνίου του 1364, όπου τους υποδέχθηκε φιλόφρονα η ηγεμόνας των Σέρβων Ελένη-Ελισάβετ Dušan. Όμως, ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ασθένησε από λοιμώδη νόσο και τελείωσε το βίο του απρόοπτα στην πόλη των Σερρών. Η  λοιμώδης νόσος πρόσβαλε την υγεία και πολλών μελών από τη συνοδεία του Πατριάρχη, με αποτέλεσμα να απλωθεί η φήμη, πως ο Πατριάρχης και η συνοδεία του δηλητηριάστηκαν από τους Σέρβους. Τη φήμη αυτή, ο ιστορικός των χρόνων αυτών Ιωάννης Καντακουζηνός απορρίπτει ως  αβάσιμη και ψευδή.

Η θλιβερή είδηση του απρόοπτου τέλους της ζωής του Πατριάρχη διέτρεξε τα όρια της αυτοκρατορίας. Επιτροπές από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μάλιστα της Λαύρας, ήρθαν στις Σέρρες και ζήτησαν από την ηγεμόνα Ελένη-Ελισάβετ Dušan το σκήνωμα του ιεράρχη προκειμένου να το μεταφέρουν στην μητρόπολη του ορθόδοξου μοναχισμού, το Άγιο Όρος. Η ηγεμόνας των Σέρβων δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις των μοναχών, λέγοντάς τους πως θα κρατήσει το άγιο λείψανό του, για να έχει η ίδια και η πόλη των Σερρών την άγιά του προστασία.

Η ηγεμόνας Ελένη-Ελισάβετ Dušan ενταφίασε με μεγαλοπρέπεια τον Πατριάρχη στην Μητρόπολη των Σερρών. Ασφαλείς ενδείξεις βεβαιώνουν πως, το μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, αριστερά της εισόδου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων, στεγάζει τον τάφο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄.

Για το σύνολο των διδαχών του, τους αγώνες του για την προάσπιση της ενότητας της Εκκλησίας από την ανταρσία και τις κακοδοξίες των δυτικών και τη συμβολή του στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία συγκατέλεξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄, μεταξύ των αγίων της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου.

 

Τελευταία ενημέρωση: 
Τρί. 20 Ιουν. 2017 - 14:37